H διεθνής διπλωματία μοιάζει λίγο με την επιστήμη της Φυσικής: Για κάθε «φαινόμενο» υπάρχει εξήγηση περισσότερο ή λιγότερο ορατή, που, σε κάθε περίπτωση όμως, υπάγεται σε κάποιους νόμους και σε κάποιες αρχές.
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Στην εξωτερική πολιτική, επίσης, βασικό αξίωμα είναι να μην ανοίγεις τα χαρτιά σου στον εχθρό. Αν προδώσεις τη θέση σου, και ειδικά αν αυτή παραπέμπει σε αδυναμία, ατολμία και έλλειψη αυτοπεποίθησης, οδηγείσαι στο φαινόμενο της εκχώρησης κυριαρχίας μέσω κατευνασμού. Δίνεις πόντο πόντο το χωράφι, με την ελπίδα ότι ο καταπατητής θα ακολουθήσει τους δικούς σου διστακτικούς ρυθμούς υποχώρησης και όχι τους νόμους της υδροδυναμικής, που μπορεί να διαλύσουν ένα φράγμα από το μικρότερο ρήγμα.
Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι το φαινόμενο της ξαφνικής ελληνοτουρκικής «ύφεσης» δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα, ούτε με τους νόμους του Νεύτωνα ούτε με τις αρχές της διπλωματίας ούτε καν με τα κελεύσματα της λογικής. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ελληνική πλευρά.
Η Ελλάδα, κατά παράδοξο τρόπο, «φινλανδοποιείται»… οικειοθελώς. Τρέχει μόνη της να παραδοθεί με τα χέρια ψηλά. Χωρίς να έχει ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, υποχωρεί διαρκώς τα τελευταία χρόνια σε μια αυξανόμενη πίεση του εξ Ανατολών γείτονα, που ολοένα επεκτείνει την κυριαρχία του περιορίζοντας την αντίστοιχη ελληνική. Η Τουρκία, ανεξαρτήτως Ερντογάν, προωθείται στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να έρχεται αντιμέτωπη με μηχανισμούς ανάσχεσης. Οταν περιχαρακώσει ένα τμήμα «ζωτικού χώρου» που της φαίνεται αρκετό, βάζει φρένο, ξεκουράζεται και υποδύεται τη «χορτασμένη», μέχρι να της ανοίξει ξανά η όρεξη.
Τα τελευταία χρόνια, οι τουρκικές αμφισβητήσεις στον ελληνικό χώρο εθνικής κυριαρχίας έχουν αναβαθμιστεί ποιοτικά σε έμπρακτες παραβιάσεις με διαφορετικά χαρακτηριστικά έντασης. Εκτός από τις κλασικές υπερπτήσεις μαχητικών της αεροπλάνων στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και τις παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων από το τουρκικό ναυτικό, επιστρατεύει και άλλες μορφές πίεσης. Διεξάγει ανενόχλητη πετρελαϊκές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, υφαρπάζει οριοθετημένα θαλάσσια οικόπεδα στην Κύπρο, στέλνει τα πολεμικά της αεροσκάφη πάνω από τον Εβρο να κόβουν βόλτες άνωθεν ελληνικού εδάφους και, βέβαια, χρησιμοποιεί κατά κόρον το υβριδικό όπλο της παράνομης μετανάστευσης.
Η στρατηγική αυτή αναβάθμιση των προκλήσεων, και μάλιστα από μια χώρα που έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει να παρεμβαίνει στρατιωτικά σε πολλές περιοχές του πλανήτη, θα έπρεπε λογικά να έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε αντίστοιχη σκλήρυνση, με βάση τους κλασικούς νόμους της Μηχανικής που προαναφέραμε. Αντ’ αυτού, οι πολιτικές αντιστάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων διαρκώς χαλαρώνουν. Η τουρκική «εισπήδηση» στον ελληνικό κυριαρχικό χώρο γίνεται με χαρακτηριστική ευκολία, σαν το μαχαίρι που βυθίζεται στο βούτυρο. Αν δεν υπήρχαν τα στρατιωτικά ανακλαστικά, που ακόμη ευτυχώς διατηρούν οι Ενοπλες Δυνάμεις της πατρίδας μας, είναι βέβαιο πως οι Τούρκοι ψαράδες θα αναζητούσαν σαρδέλες έξω από τη Μακρόνησο.
Γι’ αυτό και το «ήσυχο καλοκαίρι» που υποσχέθηκε ο Ερντογάν στον Μητσοτάκη, αντί για ανακούφιση, προκαλεί πρόσθετες υποψίες. Οταν η Τουρκία βάζει προσωρινά το μαχαίρι στη θήκη, χωρίς να πιέζεται από το υποψήφιο θύμα της, κάτι άλλο συμβαίνει.
Στη διπλωματία, η ύφεση, έστω τεχνητή, είναι ένα στάδιο που συχνά ακολουθεί την κλιμάκωση. Δύο αντίπαλα κράτη μπορεί να «τζαρτζαριστούν», να μετρήσουν τις δυνάμεις τους και να μεταθέσουν τη σύγκρουση για αργότερα. Ή να αποφασίσουν ότι ο καβγάς δεν συμφέρει κανέναν και να ορίσουν αμοιβαία αποδεκτές «κόκκινες γραμμές».
Αυτό, δυστυχώς, δεν ισχύει στην περίπτωση σήμερα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η «ύφεση» προέρχεται μέσα από διαδοχικά επεισόδια κατευνασμού των Τούρκων, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέφυγε να εκβιάσει την επιβολή κυρώσεων ακριβώς για να μην προκαλέσει τον θυμό τους. Οι «κόκκινες γραμμές» μετακινούνται μπρος πίσω, ανάλογα με την ελαστικότητα της εθνικής συνείδησης κάθε υπουργού. Και η περιβόητη ελληνική «νηφαλιότητα», τις περισσότερες φορές, παραπέμπει σε ανομολόγητη φυγομαχία.
Κάτι, λοιπόν, δεν πάει καλά. Ο μεν Ερντογάν έχει πολλούς λόγους να βάλει προσωρινό φρένο στο «πρέσινγκ». Θέλει να «μυριστεί» καλύτερα με τον Μπάιντεν, έχει οικονομικούς πονοκεφάλους στο εσωτερικό, μαφιόζους να τον απειλούν και, βεβαίως, είναι πολύ σημαντικό για το blame game ενός μελλοντικού καβγά να παίρνει τα εύσημα του «καλού παιδιού» από το στόμα του ίδιου του Μητσοτάκη.
Όταν αποφασίσει ότι «ξεκουράστηκε» και θελήσει να ξαναρχίσει το bullying, η Ελλάδα θα διαμαρτύρεται και οι Ευρωπαίοι θα της λένε: «Πώς έτσι, βρε παιδί μου; Δεν τα λέγατε προχθές σαν αδέλφια; Ε, δεν μπορεί, κάτι λάθος κάνετε κι εσείς…»
Αυτή λοιπόν η τεχνητή, προσωρινή, εύθραυστη «ύφεση» δυσκολεύομαι να δω πώς εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ελλάδας. Είναι το mini break που ασφαλώς έχει ανάγκη ο Ερντογάν, αλλά για εμάς αποτελεί στρουθοκαμηλική μετάθεση του προβλήματος. Να υποδεχθούμε τους τουρίστες και βλέπουμε…
Υπάρχει όμως οποιοσδήποτε σώφρων Ελληνας, πλην Καιρίδη, Ντόρας και των «σοφών» του ΕΛΙΑΜΕΠ, που να πιστεύει ότι με αυτό το έξαλλα εθνικιστικό πολιτικό προσωπικό στο σύνολο του τουρκικού πολιτικού φάσματος μπορεί αυτή η χώρα να συνυπάρξει ομαλά με την Ελλάδα;
«Και τι θες να κάνουμε;» ακούω ήδη μια φωνή να μου λέει. «Ο Μητσοτάκης, τουλάχιστον, εξασφάλισε ήρεμα νερά μέχρι να φύγουν οι τουρίστες. Κάτι είναι κι αυτό».
Απαντώ: Πρώτον, δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το τι εξασφάλισε. Και, δεύτερον, το θερμόμετρο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι τουλάχιστον εξευτελιστικό να προσδιορίζεται από τις ανάγκες της τουριστικής περιόδου. Είπαμε ότι έχουμε γίνει τουριστική αποικία, αλλά τα ελληνικά νησιά που γλυκοκοιτάζουν οι απέναντι δεν θα τα προστατέψουν τα μισθωμένα αεροπλάνα της TUI. Να το καταλάβουμε αυτό.
Η ειρήνη, δυστυχώς, δεν διασφαλίζεται με τεχνητές υφέσεις και mini break στα μέτρα του αντιπάλου. Διασφαλίζεται με σύγχρονα αεροπλάνα, άρματα μάχης και φρεγάτες, από αυτές που ο υπναλέος υπουργός Αμυνας δυσκολεύεται να διαλέξει. Στο τέλος, δεν θα τις πάρει και καθόλου, και πολύ καλά θα κάνει. Ύφεση δεν έχουμε;