Συμβιβαστική λύση για την εξαίρεση των οπλικών συστημάτων ρωσικής κατασκευής, που διαθέτουν οι ελληνικές Eνοπλες Δυνάμεις, από το αυστηρότερο εμπάργκο της Ε.Ε. κατά της Μόσχας αναζητείται μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Το ζήτημα εκκρεμεί από την άνοιξη, όταν η Τσεχία πρότεινε αλλαγή των όρων του εμπάργκο, αντιδρώντας στη σκλήρυνση της στάσης της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία, και στις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις «τρανταχτών» υποθέσεων κατασκοπίας σε βάρος μελών του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Η τσεχική πρόταση, στο σκέλος που επηρεάζει την Ελλάδα, αφορά την απαγόρευση υποστήριξης (Follow on Support) των συμβάσεων που υπεγράφησαν πριν από τον Αύγουστο του 2014 και εξαιρούνται, μέχρι τώρα, από τα περιοριστικά μέτρα.
Οι συμβάσεις καλύπτουν τις εργασίες συντήρησης πάσης φύσεως, τις πιστοποιήσεις καλής λειτουργίας, την προμήθεια πυραύλων και ηλεκτρονικών για τα συστήματα S-300, TOR-M1, SA-8, καθώς και τα αντιαρματικά Kornet και πυρομαχικά διαφόρων τύπων. Πρακτικά, αν όντως επιβληθεί αυστηρότερο εμπάργκο, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στην προστασία νησιών του Αιγαίου και στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην ηπειρωτική χώρα. Κι αυτό, επειδή η πιθανή απόφαση θα επηρεάσει όχι μόνο τα μεγάλα συστήματα που παραγγέλθηκαν επί κυβέρνησης Σημίτη (1996-2004), αλλά και τις παραλαβές των αρχών της δεκαετίας του ’90 βάσει των συνθηκών αφοπλισμού CFE για τη χορήγηση πλεονάζοντος υλικού χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας (και) στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ο συμβιβασμός που αναζητείται, κατά τις διαβουλεύσεις στα κοινοτικά όργανα, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συνεχίσει τη συνεργασία της με τη Ρωσία το αμέσως προσεχές διάστημα. Ωστόσο, θα επιβληθεί συγκεκριμένο όριο λήξης όλων των εξαιρέσεων από το εμπάργκο ύστερα από ένα ή δύο χρόνια, οπότε το ζήτημα θα παραμείνει εκκρεμές, πιέζοντας ασφυκτικά την ελληνική πλευρά.
Κατά τις ίδιες πηγές, στις τσεχικές προτάσεις υπερθεμάτισε η Γερμανία. Αξίωσε άμεση και πλήρη απαγόρευση, αν και η ίδια δεν έχει αναστολές στη συνεργασία της με το Κρεμλίνο, όπως αποδεικνύεται με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream II. Είναι η δεύτερη φορά, εντός μόλις 9 μηνών, που το Βερολίνο παρεμβαίνει αντιπαραγωγικά στην πολιτική εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας. Στα τέλη του 2020, Γερμανοί αξιωματούχοι φέρεται ότι βρίσκονταν πίσω από επιστολή της Κομισιόν κατά του επενδυτικού-βιομηχανικού σκέλους προγραμμάτων της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού. Η επιστολή της Κομισιόν, που προειδοποιούσε με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επικεντρωνόταν στη συμφωνία με την αμερικανική Lockheed Martin για την αναβάθμιση 84 μαχητικών F-16 και στις συζητήσεις με τη γαλλική Naval Group για τις φρεγάτες Belharra.
Πάντως, στη σκιά των εξελίξεων στην Ε.Ε., ξεκινούν σύντομα οι υπηρεσιακές προετοιμασίες για την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στη Μόσχα προς τα τέλη του έτους. Μέχρι τώρα η πολιτική του Μαξίμου έναντι της Ρωσίας χαρακτηρίζεται από παλινωδίες. Τους πρώτους μήνες θητείας του, ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε πως θα παρευρισκόταν στις εκδηλώσεις στη Μόσχα, τον Μάιο του 2020, για τα 75 χρόνια της νίκης κατά του χιτλερισμού, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι θα ήταν ο μοναδικός ηγέτης δυτικής χώρας στην Κόκκινη Πλατεία. Ευτυχώς, τη λύση έδωσε η πανδημία που ακύρωσε τους εορτασμούς.
Η συνέχεια ήταν χειρότερη, καθώς το Μαξίμου ανανέωσε τις άδειες ελλιμενισμού πλοίων του ρωσικού στόλου, διευκολύνοντας έμμεσα τη δραστηριότητά του στην Ανατολική Μεσόγειο σε βάρος του ΝΑΤΟ. Υστερα από αυτή την παραχώρηση, ο Κυρ. Μητσοτάκης ζήτησε από τον πρόεδρο Βλ. Πούτιν να παρέμβει για τη μείωση της τουρκικής επιθετικότητας βάσει της «ειδικής σχέσης» με τον ομόλογό του Ρ. Τ. Ερντογάν. Ο κ. Πούτιν δεν έπραξε το παραμικρό. Η ψευδαίσθηση του κ. Μητσοτάκη θυμίζει εκείνη του προκατόχου του, Αλ. Τσίπρα, ο οποίος το 2015 δεν αντιλαμβανόταν ότι το Κρεμλίνο δεν θα θυσίαζε τις συναλλαγές του με την Ε.Ε. και το Βερολίνο προς χάριν της «βαρουφάκειας» τακτικής.
Προ μηνών, οι σχέσεις Αθήνας – Μόσχας δοκιμάστηκαν βαρύτατα, όταν το Μαξίμου απέρριψε πρόταση για συνεργασία στα εμβόλια κατά του Covid-19. Η απόφαση συνέβαλε στην αποχή του κ. Πούτιν από τους εορτασμούς της Επανάστασης του 1821. Ο δε πρωθυπουργός Μ. Μισούστιν, που παρέστη αντ’ αυτού, δεν αρκέστηκε στην εθιμοτυπία. Απαίτησε συνέχιση της αμυντικής συνεργασίας (πριν κατατεθεί η πρόταση της Τσεχίας), προτεραιότητα στις ιδιωτικοποιήσεις των λιμανιών Βόλου και Ηρακλείου και άλλων υποδομών, και ενοικίαση -και αργότερα αγορά- του πυροσβεστικού αεροπλάνου Beriev που δρα αυτές τις ημέρες. Προφανώς, ο κ. Πούτιν θα αξιώσει περισσότερα -και με σκληρότερο τρόπο- από τον κ. Μητσοτάκη.