Όταν ο πατέρας μου ζούσε και αγόραζε κάθε εβδομάδα δύο τετράδες Λαϊκό Λαχείο, συν μία Πρωτοχρονιάτικο τα Χριστούγεννα, συνήθως τον πείραζα. «Γιατί προσπαθείς; Αφού στη ζωή μας τίποτε δεν έγινε… τυχαία! Τίποτε με τη βοήθεια της τύχης. Για όλα χρειάστηκε κόπος».
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Εκείνος χαμογελούσε και, κάθε φορά που έπεφτε πάνω στον Γιάννη, στον Τάσο, στον Γρηγορίου, στους λαχειοπώλες του νησιού, αγόραζε τις τετράδες του «για το καλό», όπως έλεγε.
Και με προέτρεπε, χωρίς να έχει πολλές ελπίδες, να συνεχίσω την παράδοση. Μια φορά, όταν κέρδισε ένα μικροποσό, 1.000 δραχμές, το κέρασε όλο σε ούζα και μπίρες στους φίλους του στο καφενείο του «Γαλάρη», κάτω από τη δημαρχία της Αίγινας, εκεί όπου έκαναν ένα πέρασμα αξημέρωτα για έναν ελληνικό καφέ οι εργάτες του νησιού, πριν ανέβουν στις σκαλωσιές.
Στου «Γαλάρη» και στο διπλανό καφενείο του «Μοίρα». Τα ανακάλυψε προσφάτως ο Γιώργος Καπουτζίδης. Πού να φανταστώ πως, μετά την απώλεια του πατρός μου, κάποια δύναμη που δεν μπορώ να προσδιορίσω ποια είναι θα μου ανέθετε να συνεχίσω την παράδοσή του για τους αγαπημένους του λαχειοπώλες -τους αισθητήρες της κοινωνίας- και τη συνήθειά του να αγοράζει δύο τετράδες Λαϊκό «για το καλό»; Στο νησί είμαι πελάτης του Χρήστου, ο οποίος έρχεται από το Περιστέρι κάθε Σαββατοκύριακο για το μεροκάματο – οι ντόπιοι μάλλον εξέλιπαν. «Μόνο για παίκτες!» φωνάζει ο Χρήστος με τη διαπεραστική φωνή και τον ακούει όλη η παραλία.
Στην Αθήνα είμαι πελάτης ενός ευγενέστατου κυρίου από την Καρδίτσα, ο οποίος, όταν τον κέρασα κάποτε ένα ποτήρι κρασί, μου αποκάλυψε υπερήφανος την αθιγγανική καταγωγή του. Στην υπόλοιπη Ελλάδα αγοράζω λαχεία με βάση το πρόσωπο του ή της λαχειοπώλου.
Πόσο ευγενική/ ευγενικός είναι, πόσο πρωτότυπο είναι το σύνθημά του, πόσο ταλαιπωρημένος είναι. Οταν βρέθηκα στην Εκθεση Θεσσαλονίκης προσφάτως -δεν ξέρω πόσο παραμένει «διεθνής»-, μου έκανε ισχυρή εντύπωση ένας γηραιός λαχειοπώλης που φορούσε δημοσιογραφικό τζάκετ και έκοβε βόλτες έξω από τη Διαγώνιο και τον Μαρέα, στη Στρατηγού Καλάρη.
Τον φώναξα να τσεκάρουμε τα λαχεία που είχα πάρει από τον Χρήστο στο νησί και, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να αγοράσω τις τετράδες μου για το καλό. «Εμένα που με βλέπεις, παιδί μου, είμαι 83 ετών, Πόντιος» μου είπε, μισά ελληνικά – μισά στην ποντιακή διάλεκτο, όσο έψαχνε τους λαχνούς μου, κοιτάζοντας με γυαλιά πρεσβυωπίας τον κατάλογο των τυχερών αριθμών. «Γεννήθηκες εδώ ή ήρθες το 1991;» τον ρώτησα, βέβαιος για την απάντηση. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Το 1991…
– Από πού;
– Γεωργία.
– Από τη Μαριούπολη;
– Όχι, από την Τσάλκα!
– Από το χωριό του Ιβάν, δηλαδή.
– (Με φωτισμένο το πρόσωπο.) Ωραίος άνθρωπος ο κύριος Ιβάν. Βοηθά πολύ μυστικά τους Ποντίους. Μας δίνει λεφτά, γιατί μας κόψανε τις συντάξεις. Βοηθά όσους έχουν προβλήματα με τα στεγαστικά τους. Στην Τσάλκα βάζει πλάτη σε όλους. Χτίζει τις εκκλησίες. Μα, δεν το λέει σε κανέναν. Εμείς, όμως, ξέρουμε.
– Εσύ γιατί δουλεύεις σε αυτή την ηλικία;
– Χάσαμε τη σύνταξη, χάσαμε τα 300 ευρώ, τι να κάνω; Πώς θα ζήσω;
Σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές, το πολιτικώς ορθόν είναι να αναλύσω τι σημαίνουν για την Ελλάδα οι γερμανικές εκλογές. Αυτό κάνει κάθε «γκράντε» δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του.
Το ερώτημα είναι: Για ανθρώπους σαν τον Σάββα Κ., τον λαχειοπώλη που σαρώνει τους δρόμους της Θεσσαλονίκης γιατί το κράτος έκοψε τη σύνταξη που του έδωσε το 2008 η Ν.Δ., ο οποίος μας παρακαλά να αγοράσουμε μια τετράδα επειδή η τράπεζα δεν ρυθμίζει το δάνειό του -αλλά στους καναλάρχες και τους πρώην προέδρους ομάδων του κάμπου διαγράφουν ανέτως τα μισά- σημαίνουν κάτι, άραγε, οι γερμανικές εκλογές; Αγόρασα τα λαχεία μου, αλλά έγινα «τούρμπο».
Τι μέλλον έχει ένα κράτος που βασανίζει τους πολίτες του και τους εξωθεί να εργάζονται έως τα 83 για τον επιούσιον, όταν επιβραβεύει κάθε μέρα -σαλονικιώτικη η λέξη- τα κοπρόσκυλα; Και τα λαμόγια; (Από το λεξικό του Πετρόπουλου αυτή.) Έχει μέλλον; Την απάντηση την ξέρετε. Κι ας μην αγοράζετε λαχεία.