Στροφή προς τον ρεαλισμό, με ευθεία καταδίκη των ρωσικών ενεργειών στην Ουκρανία και λήψη επειγόντων μέτρων για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, πραγματοποιεί από χθες η κυβέρνηση ύστερα από μήνες «ανεμελιάς», σαν το ζήτημα να εξελισσόταν πολύ μακριά και να μην αφορούσε καν την Ελλάδα.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Η εσπευσμένη σύγκληση του ΚΥΣΕΑ και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη, με έμφαση στον συντονισμό με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. και στα μέτρα «ώστε η τροφοδοσία της χώρας σε φυσικό αέριο να παραμείνει ασφαλής», βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση. Δείχνουν -έστω καθυστερημένα- συνειδητοποίηση των σοβαρότατων διπλωματικών και οικονομικών δυσχερειών της προσεχούς περιόδου.
Γιατί, όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει η «δημοκρατία», η κυβέρνηση αδρανούσε ενώπιον της τεχνητής (εκ μέρους της Μόσχας) ανόδου των τιμών φυσικού αερίου από πέρυσι τον Ιούνιο. Στη συνέχεια υποβάθμισε αφενός τις απόρρητες ενημερώσεις που έλαβε από τις ΗΠΑ τον Νοέμβριο και αφετέρου τις προειδοποιήσεις του προέδρου Βλ. Πούτιν προς τον κ. Μητσοτάκη τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, το κύριο ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση βρίσκεται πραγματικά σε θέση αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης αυτόνομα ή αν οι εξελίξεις έχουν ήδη προσπεράσει τις δυνατότητες της ίδιας και της χώρας. Οι υπάρχουσες πληροφορίες και ενδείξεις δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, η Γαλλία και η Γερμανία ευθυγραμμίστηκαν απολύτως με τις ΗΠΑ και ακόμα και οι αρχικές κυρώσεις της Ε.Ε. είναι αυστηρότατες. Συνεπώς, η Αθήνα δεν διαθέτει πλέον την εναλλακτική (που ευρέως χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν από πολλές ελληνικές κυβερνήσεις) οχύρωσης πίσω από την ηπιότερη ευρωπαϊκή στάση σε διεθνείς κρίσεις.
Δεύτερον, δεν τίθεται πια ζήτημα ρωσικής μεσολάβησης στις -διαρκώς επιδεινούμενες- ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως είχε ζητήσει ο κ. Μητσοτάκης από τον κ. Πούτιν, για πρώτη φορά, σε τηλεφωνική επικοινωνία τους το 2020. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν είχε τότε απαντήσει και το ίδιο συνέβη στη συνάντησή τους τον Δεκέμβριο. Αντίθετα, είτε ειλικρινώς είτε προσχηματικά, ο υπουργός Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ φέρεται ότι αναφέρθηκε σε μια τέτοια πιθανότητα, συνομιλώντας με τον ομόλογό του Ν. Δένδια την περασμένη Παρασκευή. Μετά τις εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία, προφανώς, είναι μη ρεαλιστική η ρωσική μεσολάβηση μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ. Παραμένει, βέβαια, το ερώτημα πόσο αντικειμενική και ισορροπημένη θα ήταν μια τέτοια παρέμβαση με δεδομένες τις σχέσεις των προέδρων Βλ. Πούτιν και Τ. Ερντογάν.
Τρίτον, η Ελλάδα, παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του κ. Μητσοτάκη για αδιατάρακτη εισαγωγή φυσικού αερίου (άλλωστε ήταν αδύνατο να δηλώσει κάτι διαφορετικό, γιατί θα προκαλούσε πανικό), είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει μείζονα κρίση το προσεχές διάστημα. Η ακραία εκδοχή είναι η διακοπή εισαγωγής ρωσικού αερίου μέσω του αγωγού TurkStream, οπότε η κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη λύση από τις μαζικές εισαγωγές υγροποιημένου αερίου (LNG) σε πολύ αυξημένες τιμές και με αμφίβολη τη λειτουργία του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας υπό πλήρη δυναμικότητα για διάστημα μεγαλύτερο των 20 ημερών.
Η μετριοπαθής εκδοχή προβλέπει συνέχιση της ροής του ρωσικού αερίου σε μικρότερες ποσότητες και ακριβότερες τιμές, οπότε πάλι θα απαιτηθούν εισαγωγές ανατιμημένου LNG. Βάσει και των δύο εκδοχών η Ελλάδα ίσως δεν υποστεί έλλειψη ποσοτήτων ενέργειας, αλλά σίγουρα θα αντιμετωπίσει πρόβλημα υψηλών τιμών και εξάντλησης αποθεμάτων με αναταράξεις, ενδεχομένως, κατά τη θερινή τουριστική περίοδο και, σίγουρα, εν όψει του επόμενου χειμώνα.
Τέταρτον, σύμφωνα με έγκυρες πηγές στις Βρυξέλλες, στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξετάζουν τη λύση του άρθρου 122 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. για παρέμβαση στη λειτουργία των αγορών. Η λύση αυτή είχε εξεταστεί (και απορριφθεί) στις αρχές της κρίσης του ελληνικού χρέους, προ δεκαετίας. Τώρα, αν το αρ. 122 αξιοποιηθεί, θα αφορά πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε., επιτρέποντας τη συγκράτηση των τιμών ενέργειας που πληρώνουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά για διάστημα δύο ή τριών εβδομάδων. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία των κρατών-μελών, οι κρατικοί προϋπολογισμοί θα μπορούσαν θεωρητικά να καλύψουν το κόστος, αλλά πρακτικά κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο, ειδικά, στην περίπτωση της Ελλάδας.
Παράλληλα, μεγάλα ερωτήματα υπάρχουν ως προς τις δυνατότητες της κυβέρνησης για επιτυχείς διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. Παρά τις όντως άριστες διμερείς σχέσεις, ο κ. Μητσοτάκης απέτυχε στο θέμα του EastMed και της ένταξης της Σκύρου στην αμυντική συμφωνία MDCA και δεν έχει εδραιώσει αποτελεσματικούς διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον. Η αδυναμία του Μαξίμου, σίγουρα, δεν είναι ελπιδοφόρα εν όψει συζητήσεων για την ελληνική συνεισφορά στον αμυντικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας και για τα αιτήματα πιθανών εξαιρέσεων από τις αμερικανικές κυρώσεις.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη