Συντονισμένη εκστρατεία υπονόμευσης, στο διπλωματικό και οικονομικό – επενδυτικό επίπεδο, των έργων ηλεκτρικής διασύνδεσης της Ελλάδας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο (EuroAsia και EuroAfrica αντίστοιχα) υλοποιεί την τρέχουσα περίοδο η Τουρκία, μόλις τρεις μήνες μετά την ελληνική στρατηγική ήττα, λόγω της ακύρωσης της στήριξης των ΗΠΑ στον αγωγό φυσικού αερίου EastMed.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Οι εν εξελίξει τουρκικές πρωτοβουλίες έχουν ως εμφανή σκοπό την πρόκληση ανησυχίας στις κυβερνήσεις ισχυρών χωρών και στους δυνάμει χρηματοδοτικούς φορείς των δύο -τεράστιας σημασίας- έργων. Το τουρκικό σκεπτικό λέγει ότι είτε θα πρέπει να εξασφαλιστούν η συναίνεση και η συμμετοχή της Αγκυρας σε κάθε ενεργειακό σχέδιο στην ανατολική Μεσόγειο είτε θα υπάρξει νέα εστία έντασης στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ορθώς μεν αποφάσισε να συναντηθεί με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν στις 13 Μαρτίου (γιατί οι δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να παραμένουν ανοιχτοί και να μη δίδεται εικόνα αδιαλλαξίας της Αθήνας σε τρίτες κυβερνήσεις), αλλά είναι βέβαιο ότι η ατζέντα επιβαρύνεται, για πολλοστή φορά, σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Γιατί η συνάντηση των κυρίων Μητσοτάκη και Ερντογάν θα πραγματοποιηθεί υπό τις σκιές αφενός της αμφισβήτησης των EuroAsia και EuroAfrica και αφετέρου της νέας τουρκικής στρατηγικής για συσχέτιση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου με τη στρατιωτικοποίηση και την αμυντική θωράκισή τους.
Όσο κι αν ακούγεται δυσάρεστο στους αυλοκόλακες του Μαξίμου, η σκληρή αλήθεια είναι ότι επί πρωθυπουργικής θητείας του κ. Μητσοτάκη η Ελλάδα έχει ήδη υποστεί τις σοβαρές ήττες του τουρκολιβυκού μνημονίου, του αυτοπεριορισμού της στα 6 ν.μ. (δήλωση Γεραπετρίτη), της ακύρωσης του EastMed και της διολίσθησης του Κυπριακού στη θεωρία των δύο κρατών. Πρόκειται για γεγονότα με μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες, ενώ οι -αναμφισβήτητες- ελληνικές επιτυχίες στις κρίσεις του Εβρου και του «Oruc Reis» ήταν σε τακτικό επίπεδο. Επί της ουσίας έχουν προσφέρει μόνον -πολύτιμο φυσικά- χρόνο προετοιμασίας μέχρι την επόμενη ελληνοτουρκική κρίση.
Με αυτά τα δεδομένα ο κ. Μητσοτάκης, που αδράνησε τραγικά ως προς το τουρκολιβυκό μνημόνιο, παρά τις συγκεκριμένες πληροφορίες περί επικείμενης υπογραφής του τον Νοέμβριο του 2019, δεν έχει την πολυτέλεια επανάληψης της ίδιας ολιγωρίας στις υποθέσεις των EuroAsia και EuroAfrica.
Όπως δείχνουν οι τουρκικές κινήσεις και η διεθνής κρίση των τιμών του φυσικού αερίου, έχει κιόλας διαψευστεί η -υπεραισιόδοξη ως «ανέμελη»- εκτίμηση του πρωθυπουργού, στις 14 Ιανουαρίου, ότι η αμερικανική απόφαση για τον EastMed θα εξισορροπηθεί με τον EuroAsia και τη μεταφορά LNG. Αντίθετα, έχουν επιβεβαιωθεί όσοι πεπειραμένοι διπλωμάτες είχαν υπογραμμίσει και προς το Μέγαρο Μαξίμου και προς την αμερικανική πρεσβεία ότι η διαβεβαίωση της Ουάσινγκτον για ισχυρή υποστήριξη των EuroAsia και EuroAfrica, όσο ειλικρινής κι αν είναι, έχει βραχυπρόθεσμη αξία.
Συνοπτικά, είχε επισημανθεί εγκαίρως ότι η διακομματική αμφισβήτηση, εκ μέρους του προέδρου Ερντογάν και της τουρκικής αντιπολίτευσης, δεν αφορά απλώς το είδος της ενέργειας (φυσικό αέριο, LNG ή ηλεκτρισμός), αλλά την ουσία των ελληνικών δικαιωμάτων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Γι’ αυτό και, πέραν των τρεχουσών παρεμβάσεων στο διπλωματικό επίπεδο και σε χρηματοπιστωτικούς φορείς, η Αγκυρα θα επιδιώξει πάλι να αδρανοποιήσει τα ελληνικά δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου και μέσω αεροναυτικών παρενοχλήσεων και τεχνητών εντάσεων. Με αυτές τις μεθόδους η Τουρκία θα ωθήσει για πολλοστή φορά τις ΗΠΑ να παρέμβουν, τονίζοντας προς την Ελλάδα την ανάγκη αποφυγής κλιμάκωσης.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, προς το παρόν δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως αλλαγή της αμερικανικής θέσης, όπως έχει εκφραστεί και δημοσίως και στη διάρκεια υπηρεσιακών συναντήσεων, υπέρ των διασυνδετήριων ηλεκτρικών καλωδίων. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στηρίζει τα έργα των καλωδίων προκειμένου να συνδεθούν οι δομές παραγωγής ενέργειας και οι αγορές των κρατών της ΝΑ Μεσογείων. Αλλωστε οι EuroAsia και EuroAfrica εντάσσονται (σε αντίθεση με τον EastMed) στην πολιτική της διοίκησης Μπάιντεν για προστασία του περιβάλλοντος, ενεργειακή μετάβαση και στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές.
Ωστόσο, πριν και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το μήνυμα από την Ουάσινγκτον είναι ότι η σοβαρότητα της αιματηρής αυτής κρίσης δεν αφήνει την παραμικρή ευκαιρία ενασχόλησης με άλλα ζητήματα. Γι’ αυτό και είναι ορατός ο κίνδυνος να κληθεί η Ελλάδα για πολλοστή φορά να υποχωρήσει σε θέμα μείζονος σημασίας για την ίδια, όπως οι EuroAsia και EuroAfrica, για το κοινό καλό της Δύσης και για να αποτραπεί η στενότερη συνεργασία της Αγκυρας με τη Μόσχα.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη