Η πρόσφατη δημόσια επισήμανση του νέου πρεσβευτή του Ισραήλ στην Ελλάδα Γιόσι Αμράνι, ότι «δεν πρέπει να χαθεί χρόνος και πρέπει να προχωρήσουμε στο στάδιο υλοποίησης» των συμφωνιών Αθήνας – Λευκωσίας – Ιερουσαλήμ, αποτυπώνει πιστά το άγχος των αντίστοιχων κυβερνήσεων για τις εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα*
Επιβεβαιώνει, ταυτόχρονα, τις επισημάνσεις της «δημοκρατίας» -ήδη από τις 5 Ιουνίου- ότι υφίσταται «ανάγκη επιτάχυνσης της συνεργασίας», καθώς «δεν έχει αξιοποιηθεί η θετική συγκυρία των πρόσφατων συναντήσεων κορυφής με την υποστήριξη των ΗΠΑ», ενώ μόλις χθες υπήρξε σημαντική πρόοδος στις παράλληλες διαβουλεύσεις της Ελλάδας και της Κύπρου με την Αίγυπτο.
Η ελληνική διπλωματική υπηρεσία έχει επιτύχει, με διακομματική συναίνεση, την ανάπτυξη τριμερών σχημάτων συνεργασίας και με άλλα κράτη (Ιορδανία, Λίβανος), τονίζοντας ότι δεν στρέφονται εναντίον κανενός τρίτου. Είναι, βέβαια, σαφές ότι, προοδευτικά, αποτελούν χρήσιμο πεδίο έμμεσου συντονισμού έναντι της παραβατικής Τουρκίας. Η Ουάσινγκτον στηρίζει τις τριμερείς ως προς τις πτυχές της περιφερειακής σταθερότητας και ενεργειακής ασφάλειας, αποφεύγει θέματα που ενοχλούν την Άγκυρα και σημειώνει τη δράση της Ρωσίας και -πιο εμφατικά πλέον- της Κίνας στη Μεσόγειο.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπ. Νετανιάχου (εντολοδόχος σήμερα με προθεσμία σχηματισμού νέας κυβέρνησης στις 25 Οκτωβρίου) είχε προτείνει κατά την τριμερή σύνοδο της 20ής Μαρτίου 2019, στην οποία συμμετείχε και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο, τη συγκρότηση κοινής ομάδας εργασίας. Η ειδική ομάδα, που είναι ασαφές αν θα περιλάμβανε μόνιμο ή ad hoc εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, θα επικεντρωνόταν στα ζητήματα ασφάλειας και ενέργειας.
Για την προώθηση της πρότασης ακολούθησε, στα μέσα Μαΐου, η επίσκεψη στην Αθήνα και τη Λευκωσία μιας πεπειραμένης πρέσβεως-ανώτερου στελέχους στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ, ενώ εικάζεται βάσιμα ότι υπήρξαν και σχετικές συνεννοήσεις στην Ουάσινγκτον.
Παρά τον έγκαιρο σχεδιασμό, δεν υπήρξε αποφασιστική πρόοδος στο θέμα της ομάδας εργασίας, όπως επίσης στον -πολυδιαφημισμένο- αγωγό φυσικού αερίου EastMed, με ευθύνη κυρίως της συνεργαζόμενης Ιταλίας. Συνειδητοποιώντας, ενδεχομένως, τις συνέπειες της αναβλητικότητας της Ιερουσαλήμ έως τα τέλη του 2018, ο υπουργός Ενέργειας Γ. Στάινιτς έθεσε κατά την υπουργική σύνοδο Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ – ΗΠΑ, στις 7 Αυγούστου στην Αθήνα, την εκδοχή άμεσης υπογραφής της Διακυβερνητικής Συμφωνίας του EastMed, χωρίς την Ιταλία.
Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Έλληνα ομόλογό του Κωστή Χατζηδάκη, με το ορθό σκεπτικό πως η ιταλική ενεργειακή αγορά θα είναι εκ των βασικών καταναλωτών (ίσως η βασικότερη) των ποσοτήτων του EastMed. O κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε ακόμα το αρνητικό μήνυμα που θα λάμβαναν οι πολυεθνικοί όμιλοι του κλάδου από μια τέτοια αναστάτωση.
Όπως βεβαιώνουν οι ίδιες πηγές, οι κύριοι Νετανιάχου και Πομπέο είχαν υπογραμμίσει την ανάγκη προσέλκυσης -ειδικά- αμερικανικών ομίλων κατά τη σύνοδο του Μαρτίου. Είτε λόγω των καθυστερήσεων στις τρεις πρωτεύουσες είτε λόγω της πραγματικής έλλειψης ενδιαφέροντος σε διεθνές επίπεδο για τον EastMed (όπως προειδοποιούν, επί σειρά ετών, οι επικριτές του), το γεγονός είναι ότι καμία μεγάλη εταιρία ή κοινοπραξία δεν έχει εκδηλώσει χειροπιαστό ενδιαφέρον. Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στην Ιερουσαλήμ στα τέλη Ιουλίου ήταν χρησιμότατη ως προς τις αξιολογήσεις για την επιθετικότητα της Τουρκίας, χωρίς πάντως πρόοδο ούτε επί της ομάδας εργασίας ούτε επί του EastMed.
Οι παράλληλες επαφές Αθηνών και Καΐρου και -όπως σημειώνουν αρκετές πλευρές- η ανάπτυξη προσωπικής σχέσης μεταξύ του κ. Δένδια και του Αιγύπτιου ομολόγου του Σ. Σούκρι κατέληξαν στις χθεσινές αυστηρές επισημάνσεις κατά της Τουρκίας στις δηλώσεις των προέδρων Αμπντέλ Φατάχ ελ Σίσι και Νίκου Αναστασιάδη, και του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη (βλ. άλλες στήλες).
Η Αθήνα στηρίζει το αιγυπτιακό σχέδιο για τον νέο φορέα East Mediterranean Gas Forum και οι δύο πλευρές ταυτίζονται στις εκτιμήσεις τους για τα μεσοπρόθεσμα επικίνδυνα σχέδια της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Σημείο ανησυχίας είναι οι εντολές που έχει δώσει ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν (και η προσωπική εμμονή του) για τη Λιβύη, με αιχμές την παράνομη αποστολή στρατιωτικού υλικού και τις υπόγειες συζητήσεις για την ΑΟΖ.
Ανεξάρτητα από τις μεθοδεύσεις της Άγκυρας, η Ελλάδα και η Αίγυπτος αναμένεται να προχωρήσουν στις δικές τους συνομιλίες για την ΑΟΖ (σε συνέχεια συμφωνηθέντων της τριμερούς με την Κύπρο τον Οκτώβριο του 2018) και θα συνεχιστεί η στήριξη Αθήνας και Λευκωσίας, στο επίπεδο της Ε.Ε., κατά των ύποπτων υπερβολών σε βάρος του στρατάρχη Ελ Σίσι για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ισλαμιστών.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη