Συζητώ όλο το καλοκαίρι με νέα παιδιά, τα οποία διαπιστώνουν ότι είναι η πρώτη γενιά μετά τους γονείς τους που θα περάσουν χειρότερα από την προηγούμενη.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ο παρονομαστής των ονείρων τους είναι κοινός: ονομάζεται «κυνισμός». Επιζητούν το χρήμα με συνοπτικές διαδικασίες, ηθικές στην πλειονότητά τους (π.χ., influence), αλλά και ανήθικες.
Χωρίς πολύ κόπο, πάντως. Δεν έχουν καιρό για αξιοκρατία. Αναζητούν την αναψυχή και τη χαρά, επίσης (όχι όλοι, εννοείται), με συνοπτικές διαδικασίες, στις ουσίες. Έτσι διαγράφουν τη δύσκολη καθημερινότητά τους και ξεχνιούνται. Έτσι «λύνουν» τα προβλήματά τους. Κάθε αντίθετη εισήγηση απορρίπτεται. Κάθε σκέψη για επιτυχία με τον σταυρό στο χέρι, επίσης. Για πολλές νέες κοπέλες (όχι στην πλειονότητα, πάντως), το σύστημα «sugar daddy» είναι ο καλύτερος τρόπος για γρήγορο πλουτισμό. Για πολλά νέα αγόρια (όχι όλα), η ένταξη στην κοινότητα εξασφαλίζει το διαβατήριο στήριξης για την επιτυχία.
Η Ελλάδα δυστυχώς μοιάζει (σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας της) όλο και περισσότερο με Ουκρανία που νομίζει ότι είναι Ιταλία. Το βλέπω στις παραλίες, στα μπαρ, στα πολυτελή σκάφη που «δένουν» στα λιμάνια. Παντού, όπου οι νέοι ψάχνουν τη μεγάλη ζωή. Με την Ουκρανία μετά την πτώση του 1989 μοιάζουμε, όπου, εκτός από τη χώρα, είχε βγει στο σφυρί και ο λαός της! Απλώς ακόμη δεν έχουμε την τόλμη να το ομολογήσουμε στους εαυτούς μας. Καμωνόμαστε πως είμαστε Ιταλία!
Από τη νέα γενιά, λοιπόν, σε γενικές γραμμές αυτά. Ψάχνει να βρει γρήγορα εκείνα που θεωρεί ότι της πήραν οι πανδημίες και οι χρεοκοπίες. «Κότερα και ελικόπτερα», που λέει το άσμα του συχωρεμένου Μad Clip. Το δόγμα της είναι «θα κάνω οτιδήποτε περνά από το χέρι μου για να…». Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και λαμπρές και ωραίες εξαιρέσεις. Η γενιά που είναι στα πράγματα και απέρχεται έχει άλλες αγωνίες – πώς θα διατηρήσει τα κεκτημένα της. Οσα κέρδισε στα χρόνια της ευημερίας πριν από την κρίση.
Το κυρίαρχο συναίσθημα και εδώ είναι ο κυνισμός – τα καλά και συμφέροντα τας ψυχάς ημών. Δεν πάει να γκρεμίζεται ο κόσμος! Αν οι νέοι αναζητούν με ταχύτητα αυτά που έχασαν, οι πολύ μεγαλύτεροι επιχειρούν να διαφυλάξουν (σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα) αυτά που με τον ιδρώτα τους, κατά βάση, κέρδισαν. Μεγάλα περιθώρια για αξίες δεν υπάρχουν ούτε εδώ. Ούτε πολύς χώρος για πολιτική. Στην πλειονότητά τους και οι νεότεροι και οι μεγαλύτεροι (εννοείται και πάλι, όχι όλοι) ασχολούνται με την πολιτική μόνο όταν αισθανθούν ότι τους φράζει τον δρόμο ή ότι απειλεί τα συμφέροντά τους.
Και όπου υπάρχει ενδιαφέρον για την πολιτική υπάρχουν μόνο διαμορφωμένες και εμπεδωμένες απόψεις. Σταθερές. Αμετακίνητες. Οι οποίες δεν ανατρέπονται ακόμα κι αν ο κόσμος φωνάζει ότι είναι λάθος και αναποδογυρίζει κάθε μέρα. Διότι κάποιοι δεν θέλουν να ανατρέψουν τον κόσμο τους.
Έχουν γίνει φίλοι με αυτόν, τον συνήθισαν, τους ενοχλεί η παραμικρή αμφισβήτησή του. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο γενιές, σε αυτήν που έρχεται και σε αυτήν που απέρχεται, στέκεται τέλος η ενδιάμεση, την οποία χαρακτηρίζει περισσότερο ο ρεαλισμός. Οχι απαραιτήτως ο κυνισμός.
Οι σαραντάρηδες, που επιμένουν με τον σταυρό στο χέρι, μας ζητούν να πούμε κάτι στους πολιτικούς γιατί «με μισθό 800 ευρώ και νοίκι 300 ευρώ, πώς να παντρευτώ και να φτιάξω οικογένεια; Ούτε να κεράσω έναν καφέ το κορίτσι μου στην καφετέρια δεν έχω! Αυτά που παίρνω δεν φτάνουν ούτε για “ζήτω”!».
Κάνω σήμερα αυτή τη μακρά εισαγωγή, η οποία αποτελεί προϊόν συστηματικής παρατήρησης σε βάθος χρόνου, για να εξηγήσω αυτό το οποίο ακούω σε πολλές παρέες, κυρίως συντηρητικές, αυτόν τον καιρό: ότι ο κόσμος ελάχιστα ασχολείται μέχρι στιγμής με το σκάνδαλο των υποκλοπών, το οποίο είναι βασικά υπόθεση δημοκρατίας και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η αποκάλυψή του ελάχιστα επηρεάζει τους συσχετισμούς μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Η γενική ιδέα είναι ότι ο κυνισμός θριαμβεύει και ότι οι αξίες υποχωρούν.
Το γεγονός ότι σ’ αυτή τη χώρα, πέντε δεκαετίες πριν, η παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής πολιτικών και πολιτών και οι φάκελοι αποτελούσαν τη σφραγίδα του δικτατορικού καθεστώτος δεν μοιάζει να ενοχλεί κανέναν.
Εχει αλλάξει εποχή. Και όσοι μιλούν για τέτοιες αξίες είναι ντεμοντέ. Εδώ που φτάσαμε, αν σήμερα δεν πειράζει που μας ακούνε, αύριο δεν θα μας πειράζει που μας κλέβουν μπροστά στα μάτια μας! Μπορεί να έρθει αύριο η ώρα που θα συλληφθεί πολιτικός να δωροδοκείται επ’ αυτοφώρω και η κοινή κυνική πεποίθηση να είναι «δεν πειράζει, αφού τα λέει καλά στην τηλεόραση». Δεν πειράζει, «αρκεί να μην έρθει ο Τσίπρας!». Αυτός έφτασε να είναι ο πήχης της χώρας – ο Τσίπρας.
Για να παραμείνει μια πολιτική δύναμη στην εξουσία, προϋπόθεση θα είναι να είναι λίγο καλύτερη από το χειρότερο. Θα φτάνει! Οι δε πολίτες που συσπειρώνονται γύρω από αυτήν θα είναι έτοιμοι να συγχωρήσουν τα πάντα στην παράταξή τους, αλλά το παραμικρό στους απέναντί τους. Εάν «οι άριστοι είναι λίγο καλύτεροι από τους χείριστους», όλα ΟΚ λοιπόν. Διότι τα κεκτημένα προηγούνται.
Συσχετισμοί
Εάν αποδεχτούμε την υπόθεση ότι είναι μάταιο να μιλάμε για αξίες και δημοκρατία στην εποχή του κυνισμού, τότε, ναι, τα πράγματα θα παραμείνουν αμετάβλητα, οι συσχετισμοί ακούνητοι, ενώ όσοι τολμούν να ψελλίσουν την αυτονόητη σε άλλες εποχές φράση «για χάρη της δημοκρατικής ομαλότητας δεν θα πρέπει να μείνουν σκιές για την υπόθεση των υποκλοπών» θα πετροβολούνται. Θα ρίπτονται ως από αποσυνάγωγοι της εποχής στο πυρ το εξώτερον. Διότι αυτή η εποχή δεν αγαπά την αλήθεια. Είναι ερωτευμένη με τον κυνισμό της και με τη βολή της.
Την αποδεχόμαστε, όμως, αυτή την υπόθεση; Αμαχητί; Επειδή αυτό δείχνει να είναι το ρεύμα του ποταμού; Ζητώ ταπεινά συγγνώμη που είμαι απροσάρμοστος. Που δεν νιώθω βολικά με όλα αυτά.Θα πρέπει να συμφωνήσουμε στα εξής: Οι ηγεσίες μας, αυτές που θέλουν να βλέπουν μπροστά τουλάχιστον, δεν τοποθετούνται για μείζονα θέματα της δημοκρατίας μας με βάση το συναίσθημα της εποχής. Με βάση την ατμόσφαιρα της εποχής. Με βάση τον κυνισμό της εποχής. Αν τοποθετούνταν με βάση το συναίσθημα, πράγματι θα ήταν ηγεσίες λαϊκιστών.
Οι ώριμες ηγεσίες, όμως, τοποθετούνται με βάση την εμπειρία τους και με βάση αυτά που υποψιάζονται ότι θα έρθουν στο μέλλον. Γεγονότα τα οποία, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, αν δεν ανατρέψουν, είναι βέβαιο ότι θα πλήξουν το κυρίαρχο συναίσθημα της εποχής. Γι’ αυτό ορισμένες ηγεσίες διεκδικούν να στέκονται πιο ψηλά από εμάς, υπομένοντας την οργή μας, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια τον κυνισμό της εποχής και τις επιθέσεις των διεφθαρμένων εκπροσώπων της.
Οι υποκλοπές θεωρούνται μεμονωμένο γεγονός σήμερα. Αν, υποθετικά μιλώντας, στο μέλλον συνδυαστούν με υποθέσεις διαφθοράς, οι οποίες διαταράσσουν ακόμη και τα πλέον κυνικά όνειρα των νέων ή ανατρέπουν τους σχεδιασμούς των μεγαλυτέρων για τη διατήρηση των κεκτημένων τους, τότε η επίπτωση δεν θα είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα στις δημοσκοπήσεις – θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Και μόλις η γενιά του κυνισμού αισθανθεί ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν διασφαλίζει την ταχύτητα εκπλήρωσης των ονείρων της, ηθικών και ανήθικων, τότε τα πράγματα θα τρέξουν… κυνικά πιο γρήγορα. Και ίσως τότε αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε γιατί κάποιοι «τρελοί» μπήκαν μπροστά και ανέβασαν τους τόνους. Εχουμε, λοιπόν, δρόμο πολύ μπροστά μας μέσα στον χειμώνα.
Δρόμο δύσβατο και ανηφορικό. Δρόμο, κατά τη διάρκεια του οποίου πολλές καινούργιες ιστορίες θα τεθούν υπόψη μας και θα μας κάνουν να σκεφτούμε ότι αυτή… η φάβα έχει πολύ μεγάλο λάκκο.
Ηδη παραιτήθηκε -για να σας δώσουμε γεύση από μερικά ανεξήγητα γεγονότα από την ειδησεογραφία (που περνούν απαρατήρητα μέσα στη φθινοπωρινή ραστώνη)- ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, τέως αρχηγός της Αστυνομίας Δημήτρης Τσουβάλας (χωρίς να δοθεί η παραμικρή εξήγηση από την κυβέρνηση), ενώ χθες η εφημερίδα «Το Βήμα» υποστήριζε ότι επίκειται και η παραίτηση του υφυπουργού Δημόσιας Τάξης Λευτέρη Οικονόμου… Οι απορίες και οι ερωτήσεις αυξάνονται – δεν μειώνονται. Δυστυχώς…