Ευλογία θεωρώ τον θόρυβο που ξέσπασε εξαιτίας της προκλητικής πρωτοβουλίας μιας ομάδας πολιτών που αυτοαποκαλούνται «Ενωμένοι Μακεδόνες» να τοποθετήσουν ψησταριές έξω από ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων στα Διαβατά, να ψήσουν χοιρινό και να πιουν αλκοόλ.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ευλογία επίσης θεωρώ και τις δηλώσεις που έκανε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, παλαιός συνάδελφος Χρήστος Γιαννούλης περί «σαδισμού» και «κτηνωδίας».
Ένα τόσο δα μικρό επεισόδιο μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για να τεθούν ευθέως τρία κρίσιμα ερωτήματα στον δημόσιο διάλογο. «Ποιος είναι ο ορισμός της ξενοφοβίας;» το πρώτο. «Είναι συμβατό το Ισλάμ με τις δυτικές κοινωνίες;» το δεύτερο.«Ξεμπερδέψαμε με τον εθνικισμό μετά την αποτυχία της Χρυσής Αυγής να εισέλθει στη Βουλή; Θα ξεμπερδέψουμε οριστικά αν επιβληθεί η εσχάτη των ποινών στην ηγετική ομάδα του κόμματος αυτού;» το τρίτο.
Πάμε να απαντήσουμε το πρώτο. Οι Έλληνες δεν είναι οπαδοί της ξενοφοβίας. Το απέδειξαν ενσωματώνοντας 1.000.000 Αλβανούς μετανάστες στην κοινωνία μας τη δεκαετία του 1990 με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Το απέδειξαν ενσωματώνοντας χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης την ίδια δεκαετία, Έλληνες, Ουκρανούς, Ρώσους, Γεωργιανούς. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι ορισμένοι εξ αυτών αναπαρήγαγαν στο ελληνικό έδαφος συμπεριφορές και πρότυπα (εγκληματικότητα, πορνεία) ξένες προς την ελληνική κουλτούρα.
Το απέδειξαν και στην πρώτη φάση της προσφυγικής κρίσης το 2016, όταν 1.300.000 ξένοι πέρασαν από το έδαφός μας και οι περισσότεροι θυμούνται με νοσταλγία πώς τους φέρθηκαν οι Έλληνες. Ξενοφοβία και Ελληνισμός είναι δύο έννοιες ασύμβατες λοιπόν. Ο μεγάλος ιστορικός της Αριστεράς Σπύρος Ασδραχάς γράφει για την «αφομοιωτική δύναμη του Ελληνισμού».
Πάμε τώρα στο επόμενο ερώτημα: Μα οι επιφυλάξεις για το Ισλάμ και τις επιπτώσεις της συνύπαρξης μουσουλμάνων – χριστιανών στην καθημερινότητα δεν είναι ξενοφοβία; Καταρχάς, εδώ δεν μιλάμε για επιφύλαξη έναντι εθνικότητας. Μιλάμε για επιφύλαξη έναντι θρησκείας, και μάλιστα όχι της θρησκείας συνολικά αλλά συνιστωσών της. Ο Έλληνας μπορεί να συνυπάρξει με το Ισλάμ. Με το μετριοπαθές Ισλάμ όμως, στη βάση της Ιστορίας. Έναν αιώνα τώρα πατούν και συμβιώνουν στα ίδια χώματα στη Θράκη η χριστιανική πλειονότητα και η μουσουλμανική μειονότητα. Με εξάρσεις και καμπές στις σχέσεις τους, ναι. Αλλά κατά βάση με σεβασμό ο ένας στα ήθη και τα έθιμα του άλλου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε κάτι σοφό όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Έδωσε το δικαίωμα στη μειονότητα να εφαρμόζει τη σαρία για τις αστικές της υποθέσεις, για να νιώσει ασφαλής, και εκείνη το έπραξε μετριοπαθώς, χωρίς ακρότητες στις κοινωνικές της σχέσεις. Ο ίδιος ως φοιτητής της Νομικής Θράκης έμεινα και σε χριστιανική γειτονιά, δίπλα στο προσφυγόσπιτο του σημερινού βουλευτή Ευριπίδη Στυλιανίδη στην οδό Ηροδότου, και σε μουσουλμανική γειτονιά στην οδό Εγνατίας δίπλα στο Προξενείο. Οι γείτονες, ειρηνικοί μουσουλμάνοι, μας φίλευαν με πίτες στο ραμαζάνι τους και εμείς μελομακάρονα τα Χριστούγεννα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην Κύπρο μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αιώνες. Όταν ο φίλος μου Μιχάλης Χατζηγιάννης επισκέφθηκε το πατρικό του στην Κερύνεια πρώτη φορά μετά το 1974, αντίκρισε συγκινημένος στον τοίχο του σπιτιού τη φωτογραφία από τον γάμο των γονέων του. Η μουσουλμάνα Τουρκοκύπρια «ιδιοκτήτρια» φύλαξε τη φωτογραφία του γαμπρού και της νύφης, δεν την πέταξε.
Η απάντηση λοιπόν είναι ότι ναι, η εμπειρία δείχνει πως συμβιώνει ο Ελληνισμός με το Ισλάμ υπό μία απαράβατη προϋπόθεση: να υπάρχει εδαφικός και ιστορικός δεσμός μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Στη Θράκη και την Κύπρο υπάρχει. Αιώνες τώρα πατάμε μαζί τα άγια ελληνικά χώματα. Τι γίνεται όμως όταν λείπει αυτός ο δεσμός; Τι γίνεται όταν το Ισλάμ που έρχεται από τη βαθιά Ανατολή με τον μανδύα του μετανάστη δεν είναι ειρηνικό αλλά εξτρεμιστικό, φονταμενταλιστικό, επιθετικό, σουνιτικό;
Τι γίνεται αν δεν είναι μόνο θρησκεία αλλά μετά την πτώση του κομμουνισμού διεκδικεί να αποτελέσει παγκόσμια ιδεολογία κατά της Δύσης; Και τι γίνεται, τέλος, αν οι Έλληνες διαφωνούν σφόδρα με την αλλοίωση της ελληνικότητας; Αν δεν θέλουν να βλέπουν να φυτρώνουν την επόμενη δεκαετία τζαμιά εκεί που υπάρχουν αιώνες τώρα εκκλησίες; Εδώ το πράγμα αλλάζει. Όταν κάποιος έρχεται για να σου επιβάλει τον δικό του τρόπο ζωής και τη δική του έννομη τάξη (να μην εργάζεται, για παράδειγμα, την Παρασκευή) χωρίς πρόθεση συνεργασίας, τότε αυτό το πρότυπο δεν μπορεί να γίνει ανεκτό.
Εν προκειμένω, δεν πρόκειται για ξενοφοβία ούτε για αντιμουσουλμανισμό. Μιλάμε για τη στοιχειώδη άμυνα ενός έθνους να προστατέψει τη φυσιογνωμία του και την έγνοια του να παραδώσει στην επόμενη γενιά την πατρίδα του όπως την παρέλαβε από τους γονείς του.
Τέλος υπάρχει και η Ακροδεξιά. Όχι, δεν ξεμπερδέψαμε με τον εθνικισμό. Και δεν ξεμπερδέψαμε γιατί όσο τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου δεν θα σκύβουν στις αγωνίες των Ελλήνων και δεν θα κηρύσσουν εθνικό λόγο, τότε θα συνεχίσει να φύεται ο «γενόσημος» εθνικισμός. Θα έρθει η στιγμή που κάποιοι θα νοσταλγήσουν τη Χρυσή Αυγή, γιατί ως αντίπαλος ήταν ένας και ενιαίος. Συγκέντρωναν όλα τα πυρά εναντίον του. Ενώ τώρα που ξεφυτρώνουν αντάρτικες διάσπαρτες ομάδες όπως οι «Ενωμένοι Μακεδόνες» δεν ξέρουν από πού τους έρχεται.
Ήδη χθες ο Νίκος Φίλης εξέφρασε την ανησυχία του που «ο νεοφασισμός βρήκε κερκόπορτα για να παραμείνει στο παιχνίδι». Μα ο εθνικισμός παραμένει στο παιχνίδι γιατί οι βασικές του απόψεις αγκαλιάζονται από τον μισό ελληνικό λαό και όχι από το 6% της Χρυσής Αυγής, και επειδή οι Έλληνες δεν βρίσκουν τον εαυτό τους στις λέξεις των open society κοσμοπολίτικων ελληνικών κομμάτων. Αυτή είναι η αλήθεια.
Αν μάλιστα Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ (πιο πολύ η Ν.Δ.) ζητούν να τους βάλουν πλάτη τα γνωστά, παντός καιρού, αριστερά ντόμπερμαν της κακώς εννοούμενης παγκοσμιοποίησης, τότε βαθμιαίως το κενό που άνοιξε στο κέντρο και στα δεξιά του πολιτικού συστήματος (οι κεντρώοι είναι ακόμη πιο σκληροί με το Μεταναστευτικό) θα μεγαλώνει. Ας το λάβουν υπ’ όψιν τους λοιπόν τα κόμματά μας και ας πάψουν να χαστουκίζουν τον κόσμο με ληγμένα τσιτάτα κατά της «Aκροδεξιάς». Τα άκρα έχουν μετακομίσει στο κέντρο.