Ο περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης έχασε την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας για την επανεκλογή του στο αξίωμα για ένα ζεϊμπέκικο. Ενα βαρύ ζεϊμπέκικο. Ενα βαρύ ζεϊμπέκικο που προσπέρασε το γεγονός ότι την ίδια μέρα είχε προηγηθεί η κηδεία του ήρωα πιλότου του Canadair στη Δράμα και την επομένη θα ακολουθούσε η κηδεία του επίσης ήρωα συναδέλφου του στα Χανιά της Κρήτης.
Αν δεν ήμασταν υποκριτές και λέγαμε ευθέως αυτά που πιστεύαμε, ο περιφερειάρχης δεν θα είχε ζητήσει συγνώμη γι’ αυτό που συνέβη. Διότι όσοι γνωρίζουν καλά τον ίδιο και την πορεία του μέσα στον χρόνο γνωρίζουν άριστα ότι κατά βάση είναι ένας θλιμμένος άνθρωπος.
Σ’ όλη του τη ζωή, στην οποία έπρεπε κάθε μέρα να κάνει πράγματα για να νικά τη μοίρα του. Τα μάτια του να κοιτάξεις λίγο με προσοχή, ακόμα κι όταν αυτά είναι χαμογελαστά, θα ανακαλύψεις στο βάθος τους τον πόνο και τη θλίψη από τη μακρά διαδρομή στην έρημο της φτώχειας και του κοινωνικού περιθωρίου μέχρι να βγει από αυτήν οριστικά και να καταξιωθεί.
Με την κοντή γενειάδα που άφησε μετά την απώλεια της αγαπημένης του μητέρας και δεν έκοψε ποτέ σε ένδειξη πένθους γι’ αυτήν, πάλι θα ανακαλύψεις πόσο θλιμμένος είναι ο Πατούλης. Ακόμη και το τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη, σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που επέλεξε να χορέψει και είναι το αγαπημένο του, το πιστοποιεί: «το μερτικό μου απ’ τη χαρά μου το ‘χουν πάρει άλλοι». Ο άνθρωπος «φορά» διαρκώς μαύρα.
Αλλά δεν είμαστε ειλικρινείς, ούτε ο Πατούλης ήταν για να έχει την τόλμη να πει ότι το ζεϊμπέκικό του δεν υποτιμούσε ούτε κατ’ ελάχιστον τον πόνο των οικογενειών των πιλότων. Επιλέγουμε να ζούμε μέσα στο ψέμα, στην υποκρισία και στις συμβάσεις. Αν είχε, άλλωστε, την τόλμη, θα έλεγε ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι που πρωθυπουργός άλλαξε γνώμη και απέσυρε την υποστήριξη προς το πρόσωπό του.
Ωστόσο, το βασικό θέμα μου σήμερα δεν είναι αυτό. Είναι κάτι περίεργο, που ίσως μόνο εγώ να το ένιωσα και να είναι παραξενιά μου. Η εντύπωσή μου είναι ότι, λόγω της διαρκούς επανάληψης και προβολής του επίμαχου βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαζί με τον Πατούλη καταδικάστηκε και ο χορός. Αυτός ο λαϊκός χορός. Καταδικάστηκε το ζεϊμπέκικο ότι δεν κατάλαβε το πένθος.
Οτι οι στροφές του, κατεξοχήν θλιμμένες και όχι χαρούμενες, ήταν αταίριαστες με το πένθος. Και ας ντύνονταν με τον σπαρακτικό στίχο του Παπαδόπουλου «Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ‘ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δεν θα ξαναγαπήσω». Αυτόν διάλεξε εκείνη τη βραδιά η cult Στανίση για τους πονεμένους αποδήμους.
Κοντολογίς: Ολα όσα συνέβησαν μου έδωσαν την εντύπωση ότι σαν να διαγράφηκε και το ζεϊμπέκικο μαζί με τον Πατούλη. Ως κάτι αφορήτως λαϊκό και, κατ’ επέκταση, πολύ βλάσφημο. Εντύπωση που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι εικοσιτετράωρα νωρίτερα και ενώ η Ελλάδα καιγόταν ο πρωθυπουργός συγχώρεσε υπουργό του ο οποίος, ευρισκόμενος στην Πελοπόννησο, λίκνιζε το κορμί του ρυθμικώς υπό τον ήχο γνωστού ξένου τραγουδιού. Το οποίο δεν θεωρήθηκε βλάσφημο. Δεν απερρίφθη, λοιπόν, μόνο ο Πατούλης, απερρίφθη και ό,τι αφορήτως λαϊκό εκπροσωπεί. Απερρίφθησαν κι άλλα πράγματα!
Εκανα μία πρωτότυπη σκέψη η οποία μετεξελίχθηκε σε ερώτηση: τι χορεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Τον έχουμε δει ποτέ να χορεύει, όλα αυτά τα χρόνια που είναι στον δημόσιο βίο, έναν χορό; Εναν ελληνικό χορό; Εναν ξένο χορό; Εναν παραδοσιακό χορό; Εναν πεντοζάλη; Ενα ζεϊμπέκικο; Κάτι, τέλος πάντων! Κάτι, γιατί στα βήματα των χορών πατάς πάνω στα χνάρια εκείνων από τους οποίους παρέλαβες, πατάς πάνω στα συναισθήματά τους, πατάς πάνω στην ιστορία τους. Ειλικρινά, δεν το θυμάμαι.
Ισως γιατί ο πρωθυπουργός δικαιολογημένα θεωρεί λαϊκισμό να χορεύει ο πολιτικός με τους πολίτες σε δημόσια θέα. Κάτι το οποίο, αν γνωρίζει να χορεύει, είναι σεβαστό. Γνωρίζει, όμως; Δεν είναι, βεβαίως, υποχρεωτικό να γνωρίζει.
Χιλιάδες Ελληνες δεν ξέρουν να χορεύουν λαϊκούς χορούς ή παραδοσιακούς χορούς επειδή δεν το… έχουν. Κάθε προσωπικότητα είναι σεβαστή και κάνει τις επιλογές της. Ωστόσο, κατά πόσον έχεις μέσα σου τους ήχους μιας υπερήφανης κρητικής λύρας, τους ήχους ενός νησιώτικου βιολιού, τους ήχους ενός ηπειρωτικού κλαρίνου και τους ήχους ενός μπουζουκιού είναι μέτρο αξιολόγησης για το πόσο βαθιά μέσα σου έχεις την Ελλάδα και πόσο καλά ξέρεις τους Ελληνες.
Πώς γλεντούν στις χαρές τους, πώς θρηνούν στις λύπες τους. Καμιά φορά, ακόμα και συνοδεία λαϊκών οργάνων, χωρίς παρεξήγηση. Προσοχή: όχι πόσο Ελληνας είσαι εσύ, αλλά πόσο βαθιά έχεις μέσα σου την Ελλάδα, πόσο την ξέρεις.
Τι επαφή έχεις με τη λαϊκή ψυχή. Το ίδιο ισχύει για τον βαθμό των νεωτερισμών που θα δεχθείς για έναν θεσμό όπως η Επίδαυρος, στην οποία όταν περπατάς, όταν ανεβαίνεις στα πιο ψηλά διαζώματά της, όταν γονατίζεις στο έδαφός της να το μυρίσεις και όταν αφουγκραστείς την ενέργεια της αργολικής γης (η οποία έρχεται αιώνες αιώνων πριν στα χέρια σου), σίγουρα δεν θα συμφωνήσεις στα εξής: Δεν θα συμφωνήσεις ηγούμενος του ελληνικού πολιτισμού να μετατραπεί το Αρχαίο Θέατρο σε σκουπιδότοπο με σλίπινγκ μπαγκ για τις ανάγκες της παράστασης ενός ξένου ψυχάκια, σίγουρα δεν θα συμφωνήσεις να μετατραπεί σε γήπεδο μπάσκετ με γορίλες για να τραβήξει την προσοχή των ΜΜΕ μια ανέραστη αθυρόστομη σκηνοθέτις.
Σίγουρα δεν θα συμφωνήσεις να αποτελέσει βήμα για να υποκριθεί την ηθοποιό μία εκδιδόμενη τρανς. Η αγάπη για έναν χορό, λοιπόν, η αγάπη για ένα μουσικό όργανο, η αγάπη για έναν αρχαίο θέατρο που είναι το Wembley του παγκόσμιου πολιτισμού είναι και το μέτρο της αγάπης και της γνώσης μας για την Ελλάδα.
Και όσο κι αν δεν αρέσει σε πολλούς φραγκόφωνους με ελληνική διάλεκτο, η ουσία είναι μία: Ο ελληνοκεντρισμός είναι κοσμοπολιτισμός. Οποιος δεν το πιστεύει ας διαβάσει στο εξαιρετικό βιβλίο του Λάμπη Τσιριγωτάκη με τις αναμνήσεις του από τη δημοσιογραφία πως οι θρυλικοί beatles επισκέφθηκαν στη δεκαετία του ’70 τα Ζαγοροχώρια για να σπουδάσουν την παραδοσιακή ελληνική μουσική από λαϊκούς οργανοπαίκτες. Αυτά. Και όποιος κατάλαβε. Δεν είναι υποχρεωτικό.