Η διαχείριση των αγροτικών κινητοποιήσεων από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις χαρακτηριζόταν διαχρονικά από μία νοοτροπία προσωρινών λύσεων. Συνήθως αυτές έληγαν με κάποια μέτρα που εξαγγέλλονταν, που λειτουργούσαν απλώς ως μία ανάσα επιβίωσης για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι την πλήρη απαξίωσή τους. Αυτό ήταν κάτι, εξάλλου, που ικανοποιούσε και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αφού με τον τρόπο αυτό κατέγραφαν «περήφανες νίκες», χαϊδεύοντας τα αυτιά των ψηφοφόρων τους, σερβίροντάς τες ως αποτέλεσμα της «αγωνιστικής παρουσίας τους στα μπλόκα»!
Αυτό επιχειρήθηκε και φέτος. Η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη προσπάθησε με «χάντρες και καθρεφτάκια» να απονευρώσει τις κινητοποιήσεις, αλλά οι αγρότες αυτήν τη φορά «δεν μάσησαν» – μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Ισως να έγινε πλέον κατανοητό ότι η πολιτική των «αγροτικών αποζημιώσεων» αλλά και οι συμφωνίες που υπέγραψαν τα προηγούμενα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση για μείωση του αγροτικού πληθυσμού της πατρίδας οδήγησαν τον τελευταίο στο χείλος του γκρεμού και στην επικείμενη εξαφάνισή του.
Γίνεται φανερό πια ότι το αγροτικό ζήτημα δεν αφορά μόνο τους αγρότες και δεν εμπεριέχει μόνον οικονομικές παραμέτρους. Είναι ένα εθνικό ζήτημα και αφορά όλους τους Ελληνες. Γι᾽ αυτό και η συζήτηση επί τούτου δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζεται από μία απλή, διαχειριστική λογική. Απαιτεί υπευθυνότητα και αποφάσεις γενναίες, που θα εναντιώνονται στους σχεδιασμούς του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Αποφάσεις που, όμως, είναι αδύνατο να τις λάβει και να τις εφαρμόσει μία κυβέρνηση που λειτουργεί ως εντολοδόχος αυτών των σχεδιασμών.
Ο ταυτόχρονος ξεσηκωμός των αγροτών στη Γαλλία, στη Γερμανία, την Ολλανδία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καταδεικνύει ότι έχει γίνει πλέον αντιληπτό πως ο πρωτογενής παραγωγικός τομέας δέχεται επίθεση σε όλη την Ευρώπη και οι διαμαρτυρίες δεν αποτελούν μία ιδιαιτερότητα των «συνωμοσιολόγων και «τεμπέληδων» Ελλήνων, που «βάλθηκαν να τους ξεπαστρέψουν οι Βορειοευρωπαίοι». Αυτός είναι και ο λόγος που η απαξιωτική κυβερνητική προσέγγιση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των αγροτών, η οποία κατέληγε συνήθως σε πυροσβεστικά ημίμετρα, ευκαιριακά δωράκια και κούφιες υποσχέσεις, φέτος δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή.
Η εργασιακή μετάλλαξη του αγροτικού πληθυσμού της πατρίδας μας, που επιχειρήθηκε και επιδιώχθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής των ευρωπαϊκών κατευθυντηρίων γραμμών και οδηγιών, είχε περιορισμένα αποτελέσματα. Ουσιαστικά οδήγησε εκτός κλάδου μία μικρή μερίδα των αγροτών μας, κυρίως αυτούς που είτε δεν είχαν ισχυρό δέσιμο με τη γη τους είτε αυτούς που τα παιδιά τους επέλεξαν άλλους δρόμους, λιγότερο επίπονους, για τον βιοπορισμό τους. Οι περισσότεροι, όμως, παρέμειναν δέσμιοι της γης τους, την οποία για πολλές γενιές οι οικογένειές τους την πότιζαν με τον ιδρώτα και το αίμα τους, κάτι που αποτελεί δομικό στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας του λαού μας. Ετσι ερμηνεύεται η φαινομενικά παράλογη εμμονή των αγροτικών οικογενειών μας να συνεχίζουν την καλλιέργεια και την καρποφορία της ελληνικής γης ενάντια σε ένα κράτος που ουσιαστικά τους αντιμάχεται και τους αντιμετωπίζει ως ζητιάνους.
Ο Ιων Δραγούμης στην εποχή του πρότεινε όση γη δεν καλλιεργείτο από τους γαιοκτήμονες να κατασχόταν και να αποδιδόταν προς καλλιέργεια σε φτωχούς Ελληνες αγρότες.
Σήμερα είναι το ίδιο το κράτος που διώχνει τους νέους των αγροτικών οικογενειών στο εξωτερικό για μία καλύτερη ζωή και που αποθαρρύνει την τεκνοποιία των ελληνικών οικογενειών, στερώντας την πατρίδα από ελληνικά εργατικά χέρια. Οι εναπομείναντες Ελληνες αγρότες έχουν από καιρό δηλώσει αποφασισμένοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στη ζωή των ιδίων και των οικογενειών τους, απέναντι στη γη τους. Είναι καιρός και το ελληνικό κράτος να αναλάβει τις δικές του ευθύνες απέναντι στην πατρίδα και στον λαό μας.
* Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»,
[email protected]