Η κρίση που πυροδότησε -και κλιμακώνει- ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν ανήκει στην κατηγορία όσων οι εχέφρονες πολιτικοί και πολίτες δεν εύχονται ούτε στον χειρότερο εχθρό τους, καθώς γίνονται πια προφανέστατες οι δυσχέρειες τις οποίες θα αντιμετωπίσουν η χώρα και ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Η «δημοκρατία» και η στήλη δεν πρόκειται, φυσικά, να εκδηλώσουν την «παλαιά ασθένεια» του ελληνικού Τύπου, με τη θρυλική συμβουλή «δεξιότερα Κουροπάτκιν» (προς τον Ρώσο στρατηγό και υπουργό Πολέμου κατά της Ιαπωνίας το 1904) για τις κινήσεις της κυβέρνησης τις επόμενες εβδομάδες.
Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, όταν οι κρίσεις εξελίσσονται, διαθέτουν περισσότερα στοιχεία προς αξιολόγηση και, ταυτόχρονα, είναι αυτονόητη η ανάγκη εθνικής συσπείρωσης και στήριξης της ηγεσίας της χώρας. Ωστόσο, όσο υπάρχει ακόμα καιρός, η κυβέρνηση οφείλει να σταθμίσει ψυχρά τους συσχετισμούς διπλωματικής ισχύος, ώστε να μην αυτοπαγιδευτεί στη λογική (ή παραλογισμό) τύπου ΣΥΡΙΖΑ του α’ εξαμήνου του 2015.
Γιατί, όπως και τότε, η σημερινή κυβέρνηση, ίσως παρασυρόμενη από υπεραισιοδοξία λίγους μήνες μετά τις εκλογές, αντιλαμβάνεται λανθασμένα αρκετές εξελίξεις σχετικά με τους εταίρους στην Ε.Ε., τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και τρίτες χώρες. Θα ήταν τραγικό, όταν ο κύκλος της κρίσης κλείσει, να ακούσουμε πάλι ότι υπήρχαν «αυταπάτες», τύπου 2015, στο Μαξίμου. Σε αυτό το πλαίσιο, συνοπτικά μπορούν να καταγραφούν τα εξής αδύναμα σημεία:
Πρώτον, σε αντίθεση με τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, το Μέγαρο Μαξίμου ολιγώρησε εν όψει έναρξης της κρίσης, καθώς πληροφορίες για επικείμενη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης υπήρχαν από τον Ιούλιο, χωρίς να επιβεβαιώνονται. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι, όπως το 2015, η κλεψύδρα άδειαζε!
Σύμφωνα με πηγές που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου η κυβέρνηση διέθετε πλέον στοιχεία για σοβαρότατες εξελίξεις εντός λίγων ημερών, χωρίς να πράξει τίποτα. Το Μαξίμου έχασε πολύτιμο χρόνο έως τις 27 Νοεμβρίου, οπότε δημοσιοποιήθηκε η ρηματική διακοίνωση της Άγκυρας στον ΟΗΕ, ενώ παρουσίαζε εικόνα προτεραιότητας στις δημόσιες σχέσεις με τον δημοφιλέστατο -αλλά μη συμβάλλοντα στη θωράκιση της χώρας- Στ. Τσιτσιπά.
Δεύτερον, ορισμένες κυβερνητικές πρωτοβουλίες εκδηλώνονται, παραγνωρίζοντας τις διπλωματικές επιπτώσεις. Ο κ. Μητσοτάκης δικαίως αγανάκτησε με τις ίσες αποστάσεις του ΝΑΤΟ έναντι Ελλάδας – Τουρκίας, βάσει του Luns Ruling, αλλά δεν δικαιολογείται να προσδοκά αλλαγή στάσης του την επόμενη ημέρα.
Όταν μάλιστα ο γενικός γραμματέας Γ. Στόλτενμπεργκ έδωσε την (αναμενόμενη) αρνητική απάντηση, η Αθήνα επανήλθε με προαναγγελία καταδίκης της Τουρκίας από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Δεν γνώριζαν στο Μαξίμου ότι κανένας ηγέτης κράτους-μέλους δεν δικαιούται να παρέμβει για θέμα εκτός ημερήσιας διάταξης; Ή μήπως υπάρχει νατοϊκή διαδικασία καταδίκης ενός μέλους;
Όλα αυτά θα ήταν ίσως χρήσιμα, προς ανύψωση του ηθικού της κοινής γνώμης, αλλά έχουν αντίθετο αποτέλεσμα όταν η μία ήττα στο ΝΑΤΟ διαδέχεται την άλλη. Η κατάσταση θυμίζει αυτάρεσκες δηλώσεις των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ, περί ελληνικών δικαίων στην ΟΝΕ, πριν από το δημοψήφισμα.
Τρίτον, ορθώς το Μαξίμου εμφανίζεται ικανοποιημένο με τις ανακοινώσεις της Ε.Ε. και των ισχυρών κρατών, αλλά δεν νοούνται ενθουσιασμός και εφησυχασμός. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία καταδικάζουν μεν την κλιμάκωση της έντασης, χωρίς πάντως να εκφράζουν νομική άποψη ή διάθεση ανάμειξης. Η Γερμανία δεν διαταράσσει την Τουρκία και η Βρετανία δεν ομιλεί. Η Κίνα, παρά τα πρωτοφανή ανοίγματα του πρωθυπουργού, τηρεί αποστάσεις. Για τη δε επιτυχία στήριξης από το Ισραήλ απαιτήθηκαν ανταλλάγματα στο παρασκήνιο.
Αντίθετα, θετικότατη είναι η στάση της Αιγύπτου και θετική της Γαλλίας. Βέβαια, παραμένει ανεξήγητο γιατί ο κ. Μητσοτάκης, αντί να ευχαριστεί τον πρόεδρο Μακρόν, του επιτίθεται μέσω των «Financial Times», προς τέρψη των Ε. Ράμα και Ζ. Ζάεφ, σε ρυθμούς παρόμοιους με του κ. Τσίπρα προς τους ομολόγους του προ τετραετίας.
Τέταρτον, το Μαξίμου παρουσιάζει άγχος για την οικοδόμηση εικόνας δυναμισμού του πρωθυπουργού, παραγνωρίζοντας ότι αποδέκτης μηνυμάτων -τέτοιες κρίσιμες ώρες- είναι η διεθνής κοινότητα και όχι οι Έλληνες ψηφοφόροι. Η κατάσταση ομοιάζει σε αυτό το σημείο με τα Ίμια του 1996, όταν συνεργάτες του Κ. Σημίτη εξέδιδαν σκληρές ανακοινώσεις, ώστε να καλύψουν την κοινοβουλευτική αστοχία του περί «επιβεβλημένης μείωσης αμυντικών δαπανών».
Τελικά, οι μόνοι κερδισμένοι από την ελληνική πλειοδοσία ήταν οι Τούρκοι εμπνευστές των γκρίζων ζωνών. Δυστυχώς, όσοι έζησαν από κοντά λόγω επαγγέλματος τα Ιμια αντικρίζουν κι άλλες ανησυχητικές ομοιότητες.
Επομένως, επειδή θα ακολουθήσουν πολλά και περίεργα, π.χ., με πρωτοφανείς ερμηνείες της Άγκυρας και ποικίλων καλοθελητών σχετικά με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, προέχει η κυβέρνηση να προετοιμάζεται για το χειρότερο. Κι ας ελπίζει το καλύτερο.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη