Το προχθεσινό άρθρο του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σημίτη, στα «Νέα», επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η σφοδρή επίθεση κατά του διαδόχου του, στο Μέγαρο Μαξίμου, Κώστα Καραμανλή θα είχαν απλώς ιστορικό χαρακτήρα, αν δεν συνέπιπταν με μια περίοδο κρισιμότατων εξελίξεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Σε πολιτικό επίπεδο, εξάγονται τρία κύρια συμπεράσματα από το άρθρο στο οποίο ο κ. Σημίτης αποθεώνει τη Συμφωνία του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου του 1999, θριαμβολογεί για τις διερευνητικές συνομιλίες με την Άγκυρα και επικρίνει τον κ. Καραμανλή, συνδέοντας τη συναίνεσή του στην έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών Ε.Ε. – Τουρκίας, τον Δεκέμβριο του 2004, με την παρούσα κρίση του 2019, δηλαδή με εξελίξεις 15 ολόκληρα χρόνια αργότερα!
Πρώτα απ’ όλα, ο πρωθυπουργός της οκταετίας 1996-2004 προκαλεί περιττή ένταση, αντί να συμβάλει στη διατήρηση του ήπιου πολιτικού κλίματος, της διακομματικής συνεργασίας και της λαϊκής συσπείρωσης σε ώρες εθνικής μάχης. Προφανώς, δεν διδάχθηκε τίποτα από τις εσωτερικές Πασοκικές έριδες, πριν και αρκετά μετά την κρίση των Ιμίων, από τα προσωπικά του λάθη σε σωρεία διπλωματικών και αμυντικών ζητημάτων και από τη συμπεριφορά του έναντι της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (αρχικά, υπό τον Μ. Εβερτ και, αργότερα, υπό τον Κ. Καραμανλή).
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο κ. Σημίτης προτιμά να ασχολείται με το παρελθόν και να μην προτείνει τίποτα για το μέλλον. Σε αντίθεση με τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος προειδοποίησε εγκαίρως, με την ομιλία του στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Οκτωβρίου, για την κρίση με την Τουρκία και τους ενδεδειγμένους τρόπους αντιμετώπισής της.
Ο πολυδιαφημισμένος -σαν ρεαλιστής και με τετράγωνη λογική- κ. Σημίτης δεν βρίσκει τίποτα άλλο από υποθέσεις τύπου «και αν» (ή αφηγήματα «what if», όπως ορθώς σημειώνεται στον υπότιτλο των «Νέων»), που θα ταίριαζαν περισσότερο σε συζητήσεις συνοικιακών καφενείων.
Το τρίτο πολιτικό συμπέρασμα είναι πως χρησιμοποιεί τους όρους της Συμφωνίας του Ελσίνκι άλλοτε συσταλτικά κι άλλοτε διασταλτικά, όπως τον βολεύει ανά θέμα και ανά παράγραφο. Για παράδειγμα, ως προς την Κύπρο υπενθυμίζει την επιτυχία ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (με, πράγματι, μεγάλη συνεισφορά του ιδίου και μέγιστη του Γλαύκου Κληρίδη), ξεχνώντας ότι μέχρι την τελευταία ημέρα της θητείας του προωθούσε το Σχέδιο Αναν το οποίο, αν δεν καταψηφιζόταν πανηγυρικά στο δημοψήφισμα, θα διέλυε όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα. Όμως, σε διπλωματικό επίπεδο, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα για την υστεροφημία της κυβέρνησης Σημίτη, την αξιοπιστία του ιδίου και την αξία της παρέμβασής του, επειδή μεταξύ άλλων:
Πρώτον, ακόμα και σήμερα, ο πρώην πρωθυπουργός δεν αποσαφηνίζει (σκόπιμα ή μη) τον χαρακτήρα των διερευνητικών συνομιλιών με την Τουρκία, για το Αιγαίο, επί της δικής του περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αλλού γράφει πως διεξάγονταν «για την αντιμετώπιση των μεταξύ μας προβλημάτων» και αλλού «για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαφορών».
Η εννοιολογική διαφορά είναι κολοσσιαία, αφού όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, από το 1974 μέχρι σήμερα, αναγνωρίζουν μόνο μία ελληνοτουρκική διαφορά, περί οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, με παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Συζητούσε για περισσότερες «διαφορές» ο κ. Σημίτης στις διερευνητικές του 2002-2003 ή μήπως συστήνει κάτι τέτοιο στη σημερινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Το μόνο βέβαιο είναι ότι διεύρυνση του καταλόγου των δήθεν «διαφορών» αποφεύχθηκε από τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Καραμανλή και επί υπουργού Εξωτερικών Π. Μολυβιάτη. Η Άγκυρα προειδοποιήθηκε σχετικά ήδη από την πρώτο γύρο των διερευνητικών συνομιλιών επί Ν.Δ. (ή 24ο γύρο από την έναρξή τους), υπό τους πρέσβεις Αν. Σκοπελίτη και Ο. Ζιγιάλ, στις 21 Απριλίου 2004.
Δεύτερον, ο κ. Σημίτης κάνει λάθος όταν γράφει (για να υποστηρίξει το «what if») ότι ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ένταξη στην Ε.Ε. και τότε «δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με δικαιώματα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο». Το ακριβές είναι ότι ο τότε πρωθυπουργός Ερντογάν είχε ξεδιπλώσει από την αρχή, το 2003, την ισλαμική και επεκτατική ατζέντα του. Αν και έκανε διάφορους ελιγμούς για εσωτερικούς λόγους έναντι των στρατιωτικών, έδινε έμφαση στα εξής: εξομοίωση των ισλαμικών θρησκευτικών σχολείων με τα υπόλοιπα, υπογραφή συμφωνίας τελωνειακής ένωσης Τουρκίας – ψευδοκράτους, προσπάθεια «διμεροποίησης» του ζητήματος επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, κατηγορίες για τους μουφτήδες στη Θράκη, αποστολή στρατευμάτων στο Ιράκ, επιχειρήσεις κατά Κούρδων, καθυστέρηση διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. και την Ελλάδα για την επανεισδοχή μεταναστών, όπως και σήμερα, αύξηση παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και υπερπτήσεις νησιών.
Τρίτον, πολλά από τα μηνύματα που ο κ. Σημίτης παρασκηνιακά ελάμβανε από τον κ. Ερντογάν δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικά και τα αποσιωπά έκτοτε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν στις 3 Δεκεμβρίου 2003 ο τότε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης (πρόσωπο στο οποίο είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ο πρωθυπουργός συγκριτικά με την καχυποψία του έναντι του υπουργού Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου) επισκέφθηκε την Άγκυρα, ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε αναφερθεί σε πρότασή του για τετραμερή σύνοδο «τύπου Ντέιτον» για το Κυπριακό.
Ο (δήθεν ευρωπαϊστής και μη θαυμαστής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) κ. Ερντογάν είχε απαιτήσει την απουσία του ΟΗΕ και περίπου ειρωνεύτηκε τον κ. Σημίτη, αναφέροντας στον κ. Χριστοδουλάκη πως ο Έλληνας πρωθυπουργός «δεν θέλει να καθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών αν το θετικό αποτέλεσμα δεν είναι εξασφαλισμένο».
Τέταρτον, ενώ ο κ. Σημίτης δίνει έμφαση στην υποτιθέμενη σωτήρια πρόοδο των διερευνητικών, δεν αναφέρει τίποτα για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που εξετάζονταν, την ίδια περίοδο, στο επίπεδο πολιτικών διευθυντών υπουργείων Εξωτερικών (θεσμικά και καλής γειτονίας) και το επίπεδο του ΝΑΤΟ μεταξύ των μονίμων αντιπροσώπων (επιχειρησιακά). Παρά τις μεγάλες προσδοκίες, υιοθετήθηκαν μόνο δευτερεύουσας σημασίας ΜΟΕ και η τουρκική πλευρά έθεσε -πρώτη φορά- ζήτημα «κώδικα συμπεριφοράς στο Αιγαίο», όπως επαναφέρει και σήμερα.
Παράλληλα με τις τέσσερις παραπάνω πτυχές, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κ. Ερντογάν και ο υπουργός Εξωτερικών Α. Γκιουλ υποστήριζαν -αληθώς ή ψευδώς- σε Ευρωπαίους συνομιλητές τους στις 8 Μαρτίου 2004 (την επομένη της εκλογικής ήττας του ΠΑΣΟΚ) ότι είχαν ήδη διευρύνει την ατζέντα των «διαφορών», προτείνοντας στην Αθήνα «παραπομπή του θέματος του εναέριου χώρου, προς διευθέτηση, σε τρίτο μέρος».
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο κ. Ερντογάν υποστήριξε προς τον κ. Καραμανλή, στις 7 Μαΐου 2004 στην Αθήνα, ότι «οι διερευνητικές συνομιλίες πρέπει να επιταχυνθούν, ώστε να έχουμε αποτελέσματα σε συντομότερο χρονικό διάστημα για όσο το δυνατόν περισσότερα προβλήματα». Ο -τότε νεοεκλεγείς- Έλληνας πρωθυπουργός επανέφερε τη συζήτηση στην ορθή της βάση, τονίζοντας πως οι συνομιλίες διεξάγονται «προκειμένου να εξευρεθεί το κατάλληλο πλαίσιο αρχών για την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο».
Συμπλήρωσε δε πως «όσο συντομότερα έχουμε αποτελέσματα τόσο το καλύτερο. Επειδή όμως το αντικείμενο είναι πολύπλοκο, πρωτεύει να γίνονται σταθερά βήματα επί της ουσίας, αμοιβαίως αποδεκτά και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, ώστε να μην υπάρξουν οπισθοδρομήσεις».
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη