Η Ελλάδα στην τρέχουσα κρίση με την Τουρκία -και για πολλοστή φορά σε θέματα εθνικής ασφάλειας τα τελευταία χρόνια- βρίσκεται από την πλευρά του Διεθνούς Δικαίου, αλλά η κατοχύρωση των συμφερόντων της καθίσταται δύσκολη εξαιτίας δικών της λαθών ή παραλείψεων και της μεθοδικής στρατηγικής της Άγκυρας.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Η δυσάρεστη πτυχή είναι ότι το Μέγαρο Μαξίμου καθυστέρησε να αναπτύξει την αναγκαία στρατηγική από τις 5 Νοεμβρίου (όταν υπήρχαν ασφαλείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για κοινή κίνησης Τουρκίας – Λιβύης σε συντομότατο χρόνο) και μέχρι δύο κρίσιμα ορόσημα. Πρώτον, στις 13 Νοεμβρίου, όταν κατετέθη η τουρκική διακοίνωση στον ΟΗΕ χωρίς δημοσιότητα, και, δεύτερον, στις 27 Νοεμβρίου, όταν το ζήτημα έλαβε τις γνωστές διαστάσεις.
Έκτοτε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του κινούνται ταχέως, ώστε να καλυφθούν τα μειονεκτήματα του απολεσθέντος χρόνου και της χαμένης διπλωματικής απόστασης, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών υπερβάλλει εαυτόν αφενός σε επίπεδο χειρισμών και αφετέρου σε επίπεδο νομικών πρωτοβουλιών.
Το δε υπουργείο Εθνικής Άμυνας και τα Γενικά Επιτελεία αντιμετώπισαν αρκετά από τα κενά που είχαν προκληθεί λόγω της μη εκτέλεσης εξοπλιστικών προγραμμάτων (η τελευταία αγορά F-16 έγινε το 2005 και το πρόγραμμα πυραυλακάτων παρουσιάζει καθυστερήσεις από το 2008 ως σήμερα) και λόγω της οικονομικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η πραγματική κατάσταση -πέραν της ωραιοποίησης από την κυβέρνηση και της διχαστικής ρητορικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης- πρέπει να αναλυθεί ψυχρά και χωρίς κομματικές προκαταλήψεις.
Ως προς τα Ηνωμένα Έθνη, οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια, στη Γενεύη, ότι ο γ.γ. του Αντ. Γκουτέρες τού ανέφερε πως «θα παραπέμψει το θέμα στις νομικές υπηρεσίες του, ώστε να έχει τη δική τους αντίληψη, όπως αναμέναμε» είναι ενδεικτικές του δύσβατου δρόμου που έχει μπροστά της η ελληνική πλευρά. Η επιτυχία του κ. Δένδια είναι ότι αποφεύχθηκε η επανάληψη της διπλωματικής απρέπειας του αναπληρωτή εκπροσώπου του ΟΗΕ, ο οποίος μίλησε για ζήτημα που συνδέεται με τις «περίκλειστες ή ημίκλειστες θάλασσες» (τουρκικός χαρακτηρισμός για το Αιγαίο ήδη από το 1973 και το 1995).
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν διπλωμάτες με εσωτερική γνώση των Ηνωμένων Εθνών από τον χειρισμό νομικών πτυχών του Κυπριακού, της ένταξης των Σκοπίων και των κυρώσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις. Δυστυχώς, σε παρόμοιες περιπτώσεις οι νομικές υπηρεσίες του ΟΗΕ ισχυρίζονται ότι δεν είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της (μη) νομιμότητας των διαδικασιών, όπως αυτές που ακολούθησε η ισλαμίζουσα κυβέρνηση της Τρίπολης προς χάρη του Τούρκου προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν.
Με βάση πάντως την εμπειρία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, υπάρχουν ακόμα περιθώρια παρεμβάσεων, εκ μέρους της Ελλάδας, προς τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Με την εξαίρεση της σιωπούσας -παρά το άνοιγμα Μητσοτάκη- Κίνας και της -λόγω Brexit έχουσας άλλες προτεραιότητες- Βρετανίας, τα άλλα τρία μέλη (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία) καταδίκασαν τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης και η Αθήνα οφείλει να ζητήσει έμπρακτες κινήσεις τους και να εμπλακεί σε ένα διπλωματικό παιχνίδι με τον χρόνο.
Οι νομικές υπηρεσίες του ΟΗΕ ίσως χρειαστούν ικανό χρονικό διάστημα μέχρι την πρωτοκόλληση-δημοσίευση της ανυπόστατης συμφωνίας, οπότε η Ελλάδα διαθέτει ακόμα ευκαιρίες παρεμβάσεων. Αντίθετα με τον ΟΗΕ, τα πράγματα είναι καλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η κυβέρνηση πιθανόν έχει δίκιο να εκφράζει ικανοποίηση για τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά είναι τραγικό λάθος να πανηγυρίζει.
Παρόμοιοι συμβιβασμοί εύκολα ξεχνιούνται ή αναθεωρούνται, όπως θυμούνται όσοι έχουν διαβάσει τα συμπεράσματα της Συνόδου της Λισαβόνας, του Ιουνίου 1992, όταν ο Κων. Μητσοτάκης νόμιζε ότι απαλλάχθηκε από το βάρος του Μακεδονικού μέχρι που το ξαναβρήκε μπροστά του τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Κάτι παρόμοιο έζησε, μετά το έκτακτο συμβούλιο του Ιουλίου του 2011, ο Γ. Παπανδρέου, όταν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου τον υποδέχθηκαν όρθια και χειροκροτώντας, αλλά ενάμιση μήνα αργότερα η τρόικα των δανειστών επανήλθε, ταπεινώνοντας τον ίδιο και το λεγόμενο «ύπαρχο του Τιτανικού» Ευ. Βενιζέλο.
Σε διμερές επίπεδο, το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα πράξουν σύμμαχοι και εταίροι. Ο κ. Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία διαπραγμάτευσης με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ, αν και (εκτός από τις φιλοτουρκικές θέσεις του ενοίκου του Λευκού Οίκοι) η υπηρεσιακή γραφειοκρατία ξεχνά το μίσος της για τον κ. Ερντογάν ενώπιον της ανάγκης συγκράτησης της Τουρκίας στη Δύση. Επίσης, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ανησυχεί για την ισλαμική τύφλωση της Άγκυρας, λέγοντας ταυτόχρονα πως δεν πρέπει να ανέβουν οι -δυτικοί- τόνοι κατά του κ. Ερντογάν, με αποτέλεσμα να μην εισακούει τις ανησυχίες του κ. Μητσοτάκη.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη