Η πραξικοπηματική απόφαση της κυβερνήσεως να ανοίξουν άρον άρον τα δικαστήρια καθ’ υπαγόρευση των τραπεζών προκειμένου να διεξαχθούν συγκεκριμένες αποκλειστικά διαδικασίες οι οποίες αφορούν κατ’ ουσίαν την επίσπευση των πλειστηριασμών, δίχως να έχουν ερωτηθεί τα καθ’ ύλην αρμόδια θεσμικά όργανα, που είναι η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, δεν καταλείπει ουδεμία αμφιβολία περί των «αγνών» προθέσεών της.
- Από τον Χαράλαμπο Β. Κατσιβαρδά*
Εις μία περίοδο, όπου η ίδια η κυβέρνηση έχει επιβάλει απηνείς περιορισμούς μετακινήσεως προς άπασα την επικράτεια λόγω του ιού, αίφνης καταργεί τον εαυτόν της εκκωφαντικά και αίρει τα μέτρα προς τη λειτουργία των δικαστηρίων, όχι όμως διά την εύρυθμη θεσμική λειτουργία της Δικαιοσύνης, άλλα απερίφραστα χάριν των συμφερόντων των τραπεζών, δίχως, παρά ταύτα, να υπάρχουν ουσιαστικές εγγυήσεις αρμοδίως περί της υφιστάμενης υγειονομικής κατάστασης εις τους χώρους των δικαστηρίων.
Η υπέρμετρη αναλγησία και η αναξιοπιστία της παρούσας κυβερνήσεως ανεφάνη επιπλέον με το σκάνδαλο του προγράμματος τηλεκατάρτισης, απαξιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους επιστήμονες, καθιστώντας τους επαίτες διά τη λήψη του γλίσχρου επιδόματος των 600 ευρώ, τη στιγμή την οποία η συντριπτική πλειονότητα των δικηγόρων (προφανώς και άλλων επιστημονικών κλάδων) έχει πληγεί δυσχερώς αναστρέψιμα οικονομικώς, εξαιτίας και συνεπεία της έκτακτης αυτής επιβληθείσας συνθήκης.
Η εφαρμογή των δύο μέτρων και των δύο σταθμών και η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης ως θεσμικό μέσο άμεσης και μονομερούς εξυπηρετήσεως των τραπεζών, κατ’ εντολήν της κυβερνήσεως, πλήττει την ίδια τη Δημοκρατία μας και καθυποτάσσει ευθέως τη λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης προς την εκτελεστική εξουσία. Η ως άνω θεσμική εκτροπή διαρρηγνύει τις σχέσεις εμπιστοσύνης του πολίτου, πόσο δε μάλλον του δικηγόρου με μια κυβέρνηση η οποία δρα ιταμώς κατά παράβαση της συνταγματικής εννόμου τάξεως.
Όμως ιδίως οι δικηγόροι, ήδη από τις περιόδους των επαχθών Μνημονίων, αποτελούν τον πλέον αδικημένο κλάδο, με δυσανάλογης έντασης και έκτασης αντιδράσεις, με αποτέλεσμα ήδη αδιαμαρτύρητα και σιωπηρώς να πνέουμε τα λοίσθια, επειδή ορισμένοι εκ των αιρετών και εκπροσώπων εις το Σώμα των δικηγόρων δρουν ως εγκάθετοι, φερέφωνα και απολογητές των συμφερόντων του εκάστοτε κόμματος, διευκολύνοντας τα κόμματα να αυθαιρετούν και να ασελγούν εις τα ήδη καθημαγμένα επαγγελματικά μας δικαιώματα.
Φρονώ ότι το δικηγορικό Σώμα δέον όπως ανανήψει παραχρήμα και αντιδράσει όπως το ύψος των περιστάσεων απαιτεί, τιμώντας εγκύρως τον θεσμικό του ρόλο ως δικηγόρου, όπως επιτάσσει ο Ν. 4194/2013 (Κώδικας περί Δικηγόρων), ως δημόσιου λειτουργού, συλλειτουργού της Δικαιοσύνης και ανεξάρτητου θεματοφύλακα των θεσμών του Συντάγματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να περιφρουρήσει τα κεκτημένα του και να επανακτήσει ό,τι έχει απολέσει.
Οι καιροί είναι χαλεποί και η Δικαιοσύνη λαβώνεται, η θεσμική μας επάρκεια αμφισβητείται από μία νέα τάξη πραγμάτων, η οποία, εθισμένη προς τον «μιθριδατισμό» της θεσμικής εκτροπής, επιδιώκει επονείδιστα να μας εξανδραποδίσει, καθιστώντας μας από επιστήμονες και λειτουργούς της Δικαιοσύνης άβουλα και ανενεργά γρανάζια μιας απροκάλυπτης «α λα καρτ» απονομής της Δικαιοσύνης. Εν κατακλείδι, εισηγούμαι ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για να φανούμε και ημείς αντάξιοι των προγόνων μας εις την κρίσιμη αυτή ιστορική καμπή προκειμένου να υπερασπίσουμε τα αληθή επαγγελματικά μας δικαιώματα, μη φειδόμενου μόχθου: «Οι φοβισμένοι άνθρωποι προτιμούν την ηρεμία του δεσποτισμού από την τρικυμιώδη θάλασσα της ελευθερίας» (Τόμας Τζέφερσον).
*Δικηγόρος