Σύμφωνα με μεγάλη καναδική μελέτη στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα, η Κολχικίνη βοηθάει στην καταστολή των συμπτωμάτων του κορωνοϊού. Ο αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ, Γιώργος Παναγιωτακόπουλος, έδωσε τη δική του απάντηση τονίζοντας ότι «η κολχικίνη δεν είναι το φάρμακο που θα μας σώσει από την Covid-19. Δεν μπορούμε να πανηγυρίζουμε».
Συγκεκριμένα ο κ. Παναγιωτακόπουλος σημείωσε πως «η κολχικίνη είναι ένα παλιό φάρμακο που χορηγείται σε κρίσεις ουρικής αρθρίτιδας, σε ρευματικές παθήσεις και σε περικαρδίτιδες», σημειώνοντας πως «υπήρξε μια ανακοίνωση από τον Καναδά που υποστηρίζει πως αν χορηγηθεί στην έναρξη της νόσου μπορεί να μειώσει την πιθανότητα να αρρωστήσει κανείς βαριά, μειώνει την πιθανότητα να νοσηλευτείς και να καταλήξεις».
Επίσης ανέφερε πως «οι κλινικοί της Επιτροπής, πήραν μια πρωτοβουλία χαμηλού ρίσκου, γιατί έχει λίγες ανεπιθύμητες ενέργειες -κυρίως γαστρεντερικές διαταραχές και διάρροιες, να το βάλουν πιο μπροστά στις επιλογές, γιατί ήταν ήδη στις συστάσεις που υπήρχαν», υπογραμμίζοντας πως «Η κολχικίνη εμποδίζει τα λευκά αιμοσφαίρια να έρθουν στην περιοχή της φλεγμονής και να υποστηρίξουν μια σημαντική φλεγμονώδη αντίδραση, δεν είναι αντιιικό φάρμακο, είναι αντιφλεγμονώδες», τονίζοντας πως θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο με συνταγή γιατρού.
Όσα είπε ο κ. Παναγιωτακόπουλος για τις εξελίξεις της πανδημίας του κορωνοϊού.
Αναφορικά με το πρόγραμμα του εμβολιασμού, ο κ. Παναγιωτακόπουλος σημείωσε ότι υπάρχουν δυσκολίες στην παραγωγή των εμβολίων και τη διαθεσιμότητά τους, εκτιμώντας ότι στην πορεία θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση. «Έχουμε δρόμο μπροστά μας και θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η μάχη με τον κορωνοϊό δεν είναι σπριντ, αλλά δρόμος αντοχής» πρόσθεσε.
Παράλληλα, ο αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ αναφέρθηκε στον αριθμό των κρουσμάτων που ανιχνεύονται τις τελευταίες ημέρες, σημειώνοντας πως η αρμόδια επιτροπή εξετάζει το μέσο όρο των κρουσμάτων και άλλους δείκτες όπως οι διασωληνωμένοι και οι θάνατοι για να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις.
Τέλος, σχολιάζοντας τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού, υπογράμμισε πως σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα το βρετανικό στέλεχος είναι λιγότερο επικίνδυνο για την υγεία, αλλά πιο μεταδοτικό.