Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat τα παιδικά που μεγαλώνουν σε βόρειες, ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά είναι και αυτά που φεύγουν σε μικρότερες ηλικίες από το σπίτι των γονιών τους. Συγκεκριμένα κατά μέσο όρο, οι Σουηδοί εγκαταλείπουν το πατρικό τους στην ηλικία των 18,5 και ακολουθούν η Δανοί και Φινλανδοί (21,1 και 22 ετών).
Στις χώρες όμως των Βαλκανίων, της Κεντρικής Ευρώπης και της Μεσογείου όπως φαίνεται και στο infographic του Statista τα παιδιά μένουν με τους γονείς τους πολύ περισσότερα χρόνια. Περισσότερο απ′ όλα οι νεαροί του Μαυροβουνίου που κάνουν το μεγάλο βήμα σε ηλικία 32,8 ετών ετών ενώ ακολουθούν οι Κροάτες (31,8), οι Σλοβάκοι, (30,9), οι Ιταλοί (31,1), οι Ισπανοί (29,5) και ακολουθεί η Ελλάδα όπου οι νέοι αποχωρίζονται τους γονείς τους στα 29,3, πάντα κατά μέσο όρο.
Οικονομικοί και κοινωνικοί οι σημαντικότεροι λόγοι
Η στιγμή που τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι για να πάνε σε μια άλλη πόλη ή και χώρα για να σπουδάσουν ή/και εγκαταλείπουν το πατρικό τους προκειμένου να ζήσουν στο δικό τους σπίτι και να ξεκινήσουν τη δική τους ζωή, είναι αναμφίβολα από τις πιο δύσκολες για τους γονείς. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια διαδικασία ωρίμανσης για τα νεαρά μέλη της οικογένειας που πρέπει να μάθουν να ζουν μόνα τους, να δοκιμαστούν και να αναμετρηθούν με τις δοκιμασίες, τις υποχρεώσεις, τις ευθύνες που συνοδεύουν τη ζωή ενός ενήλικα.
Η ηλικία βέβαια, κατά την οποία συνήθως τα παιδιά εγκαταλείπουν το πατρικό τους ποικίλει ανάλογα τη χώρα και φυσικά σχετίζεται τόσο με την κουλτούρα του κάθε τόπου, τους οικογενειακούς δεσμούς αλλά και τις οικονομικές συνθήκες ενός τόπου. Οι μισθοί, το κόστος ζωής, το ποσοστό ανεργία στους νέους, είναι για παράδειγμα σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν αυτού του είδους την επιλογή.