Μάχη με τις αναζωπυρώσεις έδιναν και χθες οι πυροσβεστικές δυνάμεις στη βόρεια Εύβοια. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της Τρίτης η φωτιά «φούντωσε» πάλι σε Ασμήνιο, Αβγαριά, Γαλατσώνα, Γερακιού, Παναγία Ντινιούς, Σήμια, Αγριοβότανο, Ελληνικά, Βασιλικά και Αγιο Νικόλαο.
Για ακόμη μία νύχτα μαζί με τις δυνάμεις της Πυροσβεστικής κάτοικοι και εθελοντές βοήθησαν στην αντιμετώπιση της φωτιάς. Ωστόσο δεν συνέβη το ίδιο στην περιοχή μεταξύ Γαλατσώνα και Αβγαριάς, όπου οι εστίες δεν είχαν τέλος. Στους Καματριάδες δόθηκε μεγάλος αγώνας για να σταματήσουν τις φλόγες σε μια απόκρημνη περιοχή και να μην εισβάλουν σε ένα πυκνό δάσος. Αν συνέβαινε αυτό, οι φλόγες θα κατέληγαν στην Αιδηψό και στους Ωρεούς! Πάντως, και χθες εκτός από τις επίγειες δυνάμεις πετούσαν από νωρίς το
πρωί τα εναέρια μέσα.
Χθες παρουσιάστηκε ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα. Πολλοί από τους κρουνούς στα χωριά από την Αγία Αννα μέχρι το Αγριοβότανο δεν είχαν νερό, λόγω βλάβης στην ηλεκτροδότηση! Επειτα από εντολή έφτασε ένα δεξαμενόπλοιο στην παραλία Ψαροπούλι μεταφέροντας νερό για να μπορέσει να τροφοδοτήσει τις υδροφόρες και αυτές τα πυροσβεστικά. Στο νησί έφτασαν χθες και στρατιώτες από τον Στρατό και την Αεροπορία
που κατευθύνθηκαν σε διάφορες περιοχές για να συνδράμουν στην αντιμετώπιση των εστιών.
Μια έρημος καμένων δέντρων με διάσπαρτα καρβουνιασμένα χωριά είναι πλέον η βόρεια Εύβοια. Λίγο πριν από τη γιορτή της Μεγαλόχαρης χιλιάδες άνθρωποι πενθούν για το χαμένο βιος τους, για το μαύρο παρόν, το οδυνηρό και αβέβαιο μέλλον.
Εννιά μέρες «κόλαση»
Μαζί με τους 800 ρετσινάδες και οι οικογένειές τους. Οι πευκάδες, όπως τους λένε, καθώς ζουν από τα πεύκα και τον πολύτιμο κεχριμπαρένιο «θησαυρό» τους: το ρετσίνι. Τα πύρινα μέτωπα που επί εννιά ολόκληρες μέρες κατάπιναν ανενόχλητα -λόγω του «επιτελικού κράτους»- τα δάση της βόρειας Εύβοιας τούς αφάνισαν.
«Το επάγγελμα του ρητινοκαλλιεργητή δεν υφίσταται πλέον… Χάθηκε, τουλάχιστον η δικιά μας η γενιά των ρετσινάδων και άλλη μία ακόμη, καθώς τα περισσότερα πεύκα έχουν καεί» λέει στην «Espresso» ο ρετσινάς Κώστας Χατζής, τον οποίο συναντήσαμε στη Λίμνη, και προσθέτει: «Πάνω από 70% της παραγωγής ρητίνης της χώρας προερχόταν από τη βόρεια Εύβοια. Μιλάμε για 3.500 τόνους ρητίνη. Από το ρετσίνι ζούσαν εδώ και δεκαετίες εκατοντάδες οικογένειες στη βόρεια Εύβοια. Από το ρετσίνι παράγεται το τερεβινθέλαιο, το νέφτι, το κατράμι και πολλά άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Χρησιμοποιείται επίσης για φαρμακευτικά προϊόντα και αρώματα».
Ο Χατζής μιλάει για τα πεύκα όπως απευθύνεται στα παιδιά του: «Ενα πεύκο για να αποδώσει ρετσίνι πρέπει να γίνει τουλάχιστον 25-30 ετών. Μαζί με τα πεύκα μεγαλώναμε κι εμείς». Οταν η καταιγίδα «Μήδεια» σάρωσε τη βόρεια Εύβοια τον χειμώνα, καταστρέφοντας χιλιάδες πεύκα, οι ρετσινάδες έτρεξαν να καθαρίσουν το δάσος χωρίς να πάρουν ούτε ευρώ αποζημίωση. «Ιδιαίτερα μετά την προηγούμενη μεγάλη πυρκαγιά του 1977, όταν χάθηκαν 280.000 στρέμματα πευκοδάσους στη βόρεια Εύβοια, οι ρετσινάδες ήταν αυτοί που δεν άφησαν να ξαναγίνει μια τόσο μεγάλη καταστροφή. Το εισόδημα που βγάζαμε όχι μόνο ήταν πενιχρό, αλλά μας φορολογούσαν 22% από το πρώτο ευρώ» λέει και εκρήγνυται: «Για το όνομα του Θεού, ρε ξεφτίλες! 22% φόρο με τιμή ρητίνης 30 λεπτά το κιλό; Εβγαζα 10-15 τόνους και έπαιρνα κάπου 4.000 με 4.500 ευρώ τον χρόνο. Για τόσα χρήματα μιλάμε. Και τώρα μας τα πήραν και αυτά. Η Πολιτεία μάς έδωσε το τελικό χτύπημα, αφήνοντας το δάσος να καεί. Φτου σας, αλήτες!».
Στους Κουρκουλούς, ένα χωριό της Λίμνης που υπέστη μεγάλη καταστροφή από τις πυρκαγιές, συναντάμε τον πρόεδρο του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών Βαγγέλη Γεωργαντζή. Πριν από λίγες μέρες η περιοχή ευωδίαζε από το άρωμα του πεύκου και του ρετσινιού, τώρα δεν μπορείς να αναπνεύσεις από τη στάχτη και την καπνιά. «Οι Κουρκουλοί ήταν το πρώτο χωριό σε παραγωγή ρετσινιού στην Ελλάδα. Πάνω από 1.000 τόνους έβγαζε το χωριό. Με το σκεπάρνι, τη σκάλα, τη φούσκα και το θειικό οξύ ζούσε με τη ρητίνη ένα ολόκληρο χωριό. Και τώρα, τέλος! Είμαι 60 ετών. Κάπου 3.000 άνθρωποι έμειναν στον δρόμο. Τι μπορώ να κάνω τώρα; Πώς θα πάρω σύνταξη που θέλω ακόμη έξι χρόνια δουλειάς; Πού θα βρω ένσημα;» λέει και προσθέτει ότι το 80% των ρητινοπαραγωγών της βόρειας Εύβοιας είναι νέα παιδιά.
«Αμέλεια»
«Εμειναν πολλοί νέοι εδώ και εργάζονταν στα δάση. ∆εν μάζευαν απλώς ρετσίνι. Καθάριζαν τα δάση, ήταν οικογένειά τους τα πεύκα, για να μπορέσουν να κερδίσουν τα προς το ζην». Οι πευκάδες, οι ρετσινάδες, νέοι και ηλικιωμένοι, λογάριαζαν χωρίς το «επιτελικό κράτος», που άφησε την περιοχή τους να καεί. «Καταστραφήκαμε από αμέλεια της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας, από την απουσία εναέριων αλλά και χερσαίων μέσων. Αυτή την τεράστια φωτιά προσπαθούσαν τις δύο πρώτες ημέρες να τη σβήσουν με 18 πυροσβεστικά οχήματα. Ενα μέτωπο 30 χιλιομέτρων. Τα ντόπια παιδιά της Πυροσβεστικής έλιωσαν για να σβήσουν τις φλόγες. Αλλά δεν γινόταν» λέει ο Γεωργαντζής.
«Ο Χαρδαλιάς είπε ότι τη δεύτερη μέρα που ξεκίνησε η φωτιά ήρθαν στην περιοχή μας τέσσερα αεροπλάνα και δύο ελικόπτερα. Ξέρεις τι εννοούσε μιλώντας για αεροπλάνα; Εκείνα τα μικρά που παίρνουν 30 κιλά νερό!» λέει οργισμένος ο Κώστας.
«Μόνο η Βαρυμπόμπη είχε ψυχή; Εμείς τι είμαστε, πληβείοι;» Ο πρόεδρος των ρετσινάδων, ο Βαγγέλης, δεν μασάει τα λόγια του: «Υπήρχε κρατικός δόλος, αυτός ήταν ο λόγος της καταστροφής της περιοχής μας. Από τα 17.000.000 που ζητούσαν τα δασαρχεία για προληπτικά έργα πυροπροστασίας έδωσαν μόλις 1.700.000 για όλη την Ελλάδα. Οταν φωνάζαμε να ανοίξουν δασικοί δρόμοι, να φτιαχτούν αντιπυρικές ζώνες, συναντούσαμε την άρνηση της Πολιτείας».