Σε πτυχία άνευ ανάλογου επαγγελματικού και οικονομικού αντικρίσματος, ελέω της κρίσης και των Μνημονίων, έχουν μετατραπεί οι ακαδημαϊκοί τίτλοι που διαθέτουν χιλιάδες εργαζόμενοι στην Ελλάδα, οι οποίοι είτε απασχολούνται σε θέσεις με διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο από αυτό που σπούδασαν είτε δουλεύουν σε αντικείμενα που απαιτούν πιο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο λαμβάνοντας, αμοιβές «ρεγάλα». Περισσότεροι από τους τρεις στους 10 πτυχιούχους είναι σε δουλειές αναντίστοιχες με τα προσόντα τους και περισσότεροι από ένας στους τρεις καλύπτουν θέσεις κατώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από νεότερη έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ για τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και το πρόβλημα που προκαλεί στην προσπάθεια μείωσης της ανεργίας, δεδομένου ότι αρκετές από τις «κενές» θέσεις εργασίας δεν μπορούν να καλυφθούν, επειδή οι εργοδότες δυσκολεύονται να βρουν άτομα με τα απαιτούμενα προσόντα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του ΚΑΝΕΠ, το ποσοστό οριζόντιας αναντιστοιχίας των εργαζομένων 25 έως 34 ετών, απόφοιτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (των οποίων η θέση εργασίας απαιτεί διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο από αυτό που σπούδασαν), στο σύνολο της οικονομίας κυμαίνεται στο 31,2%.
Αν και υπερβαίνει τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο μόλις κατά 2,1%, στην Ελλάδα υπάρχουν πτυχία που σπάνια «οδηγούν» σε εργασίες αντίστοιχες με το αντικείμενο το οποίο σπούδασαν οι κάτοχοί τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ποσοστό οριζόντιας αναντιστοιχίας ανέρχεται στο 73% για όσους έκαναν γεωπονικές και κτηνιατρικές σπουδές και στο 51,9% για όσους πραγματοποίησαν ανθρωπιστικές ή γλωσσικές σπουδές ή καλές τέχνες.
Ακόμη πιο αρνητικά είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα δεδομένα που απεικονίζουν το ποσοστό των πτυχιούχων οι οποίοι αναγκάζονται να καλύψουν θέσεις που απαιτούν πιο χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και το οποίο από το 2010 και μετά, μέσα την «εποχή των Μνημονίων», μεγεθύνθηκε επικίνδυνα. Το 2010 έφτανε στο 22,1% με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι την εποχή εκείνη στο 21,8%. Το 2018 το ποσοστό «κάθετης αναντιστοιχίας», όπως ονομάζεται, έφτασε στην Ελλάδα στο 33,9%, ενώ στην Ε.Ε. ήταν 23,4%.
Ποσοστό εργαζομένων που είναι σε θέσεις αναντίστοιχες με τις σπουδές τους