Τη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων στο τέλος Ιουνίου κήρυξε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την πρόεδρο του Οργανισμού, Κριστίν Λαγκάρντ, να ανακοινώνει, παράλληλα, τη δέσμευση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου σε ποσά που θα υπερβαίνουν τις λήξεις των τίτλων που ήδη κατέχει.
Όπως ανέφερε η κα Λαγκάρντ, τούτο θα συμβεί προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες στην ελληνική οικονομία, η οποία συνεχίζει να ανακάμπτει από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία.
Επιπλέον, για πρώτη φορά σε περισσότερα από δέκα χρόνια, τα βασικά επιτόκια στη ζώνη του ευρώ θα αυξηθούν. Πιο συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ, το επιτόκιο καταθέσεων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο, με στόχο να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός που έφτασε το 8,1% το Μάιο, αριθμός-ρεκόρ για την ευρωζώνη.
LIVE: The European Central Bank's Lagarde speaks after governing council's meeting https://t.co/iZSS3asY7L
— Reuters (@Reuters) June 9, 2022
Τους τελευταίους τρεις μήνες οι αγορές περιουσιακών στοιχείων (APP) της ΕΚΤ μειώθηκαν από 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο σε 30 δισ. ευρώ τον Μάιο και, κατόπιν, σε 20 δισ. ευρώ τον μήνα που διανύουμε. Όσον αφορά στο πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για την πανδημία (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, σε περίπτωση κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις PEPP μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία ανά πάσα στιγμή, σε σχέση με το χρόνο, τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και τις δικαιοδοσίες. Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη χώρα μας, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για την αντιμετώπιση αρνητικών διαταραχών που σχετίζονται με την πανδημία. Το ΔΣ της ΕΚΤ προέβη σε προσεκτική επανεξέταση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με τις μελλοντικές οδηγίες του, θα πρέπει να πληρούνται προτού αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Η ΕΚΤ σκοπεύει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης στη σύνοδο νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης καταθέσεων στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Εκτός ελέγχου ο πληθωρισμός
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Μάιο ο πληθωρισμός αυξήθηκε και πάλι σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, μεταξύ άλλων λόγω των επιπτώσεων του πολέμου. Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν διευρυνθεί και ενταθεί, με τις τιμές για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να αυξάνονται έντονα.
Οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει αυξημένος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, η χαλάρωση των διαταραχών του εφοδιασμού που σχετίζονται με την πανδημία και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του πληθωρισμού. Οι νέες προβλέψεις προβλέπουν ετήσιο πληθωρισμό στο 6,8% το 2022, προτού να μειωθεί στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024 – υψηλότερος από ό,τι στις προβλέψεις του Μαρτίου.
Όσον αφορά στην ανάπτυξη, η ΕΚΤ προβλέπει ότι, λόγω της αδικαιολόγητης επιθετικότητας της Ρωσίας προς την Ουκρανία, η οικονομία επιβραδύνεται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαταράσσει το εμπόριο, οδηγεί σε ελλείψεις υλικών και συμβάλλει σε υψηλές τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων. Αυτοί οι παράγοντες θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την εμπιστοσύνη και να περιορίζουν την ανάπτυξη, ειδικά βραχυπρόθεσμα.
Ωστόσο, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία λόγω του συνεχιζόμενου ανοίγματός της, μιας ισχυρής αγοράς εργασίας, της δημοσιονομικής στήριξης και των αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μόλις υποχωρήσουν οι σημερινοί αντίθετοι άνεμοι, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει ξανά. Αυτή η προοπτική αντανακλάται σε γενικές γραμμές στις προβλέψεις της ΕΚΤ που κάνουν λόγο για ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε 2,8% το 2022, 2,1% το 2023 και 2,1% το 2024.
Και νέες αυξήσεις επιτοκίων τον Σεπτέμβριο
Περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο προανήγγειλε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στην συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την κα Λαγκάρντ, «κοιτάζοντας το μέλλον, αναμένουμε να αυξήσουμε ξανά τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Η αύξηση θα εξαρτηθεί από τον επικαιροποιημένο μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό επιμείνουν ή επιδεινωθούν, θα ενδείκνυται μεγαλύτερη αύξηση στη συνεδρίασή μας τον Σεπτέμβριο. Πέρα από τον Σεπτέμβριο, με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, αναμένουμε ότι μια σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων θα είναι κατάλληλη σύμφωνα με τη δέσμευσή μας για το μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού στο 2%. Στο πλαίσιο της εντολής μας υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία θα παραμείνει στοιχείο της νομισματικής πολιτικής κάθε φορά που θα υφίστανται απειλές που θα θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών».