Το σχέδιο SURE, που αφορά την κάλυψη με κοινοτικά κονδύλια μέρους του εργοδοτικού κόστους των κρατών-μελών που πλήττονται από το κορωνοϊό, «πέρασε» από το Eurogroup της Παρασκευής. Ουσιαστικά οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών προχωρούν με βάση το κείμενο πολιτικής συμφωνίας που εγκρίθηκε από το συμβούλιο των μόνιμων αντιπρόσωπων στην Ε.Ε.
Η συμφωνία προβλέπει πως πρώτα θα συνεισφέρουν τα κράτη-μέλη στο εργοδοτικό κόστος και μετά θα καταστεί διαθέσιμο το εργαλείο επιδότησης, συνολικής αξίας 100 δισ. ευρώ, από το οποίο η Ελλάδα διεκδικεί τουλάχιστο 1,5 δισ. ευρώ για δράσεις που θα ενεργοποιήσει από τον Ιούνιο. Με βάση τον προσωρινό σχεδιασμό, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεισφέρει 345.000.000 ευρώ ως εγγύηση για να καλυφθεί ένα κεφάλαιο συνολικής αξίας 25 δισ. ευρώ εγγυήσεων, με τις οποίες θα προσφύγει στις αγορές η Κομισιόν για δανεισμό.
Αναλυτικά για το θέμα αναφέρεται στην ανακοίνωση πως το «SURE θα είναι διαθέσιμο αφού πρώτα όλα τα κράτη-μέλη παράσχουν τις εγγυήσεις τους. Στη συνέχεια το μέσο θα τεθεί σε λειτουργία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022». Επίσης, «κατόπιν πρότασης της επιτροπής, το συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει την περίοδο διαθεσιμότητας του μέσου, κάθε φορά για μια περαιτέρω περίοδο έξι μηνών, εάν οι σοβαρές οικονομικές διαταραχές που προκαλούνται από την επιδημία Covid-19 παραταθούν».
Το SURE είναι το ένα από τα τρία εργαλεία που αποφασίστηκαν στις 9 Απριλίου και τέθηκε στη χθεσινή συνεδρίαση μαζί με την πολιτική επικύρωση των πιστοληπτικών γραμμών του ESM, αλλά και με τα δάνεια της ΕΤΕπ, που επίσης εκκρεμούν. Το Eurogroup επικύρωσε την απόφαση για το σχέδιο παροχής προληπτικών πιστωτικών γραμμών. Θα είναι διαθέσιμο για όλα τα κράτη-μέλη έως το τέλος του 2022. Στην Ελλάδα αναλογούν περίπου 3,5 δισ. ευρώ και, σύμφωνα με τις δηλώσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πρόθεση υποβολής αιτήματος, αν και αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί στο μέλλον, ανάλογα με τις εξελίξεις.
Οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. δυσκολεύονται να συντονίσουν ένα ταμείο ανάκαμψης που θα χρηματοδοτηθεί με κοινή ανάληψη χρέους, καθώς η κρίση έχει αναδείξει τις παλιές διαχωριστικές πολιτικές γραμμές των χωρών της νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που έχουν πληγεί περισσότερο από τον ιό, και των χωρών της βόρειας Ευρώπης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.