Την ώρα που γινόταν η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και οι τελετές παραλαβής – παράδοσης των υπουργείων στην Ελλάδα, στις Βρυξέλλες το ECOFIN «χτυπούσε» καμπανάκι για τις καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Στις Βρυξέλλες εγκρίθηκε σήμερα το κείμενο συστάσεων της Κομισιόν, όπου γίνεται η πλήρης καταγραφή των δημοσιονομικών κινδύνων για τη χώρα. Λίστα που περιλαμβάνεται και στην 3η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.
Εν ολίγοις, το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, ECOFIN, το οποίο συνεδρίαζε από το πρωί στις Βρυξέλλες, συνιστά τη λήψη μέτρων για το τρέχον έτος, αλλά και το αμέσως επόμενο, ώστε να πετύχει η Ελλάδα τη βιώσιμη ανάκαμψη και τις μεταρρυθμίσεις.
Οι συστάσεις των ευρωπαίων
Το ECOFIN ενέκρινε τις εξής συστάσεις της Κομισιόν προς την Ελλάδα:
1) να επιτύχει τη βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη και να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις, που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωομάδας στις 22 Ιουνίου 2018 και
2) να επικεντρώσει την επενδυτική οικονομική πολιτική στους τομείς των βιώσιμων μεταφορών και της εφοδιαστικής, της περιβαλλοντικής προστασίας, της ενεργειακής απόδοσης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των έργων διασύνδεσης, των ψηφιακών τεχνολογιών, της έρευνας και ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων, της απασχολησιμότητας, της υγείας και της ανάπλασης των αστικών περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και την ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής ένταξης.
Οι συστάσεις αυτές περιέχονται σε έγγραφο της 2 Ιουλίου 2019, με αποστολέα την Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και αποδέκτη την Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων/Συμβούλιο (COREPER). Εκεί εμπεριέχεται και η τελική αποτύπωση των θέσεων του Συμβουλίου, οι συστάσεις και οι γνώμες σχετικά με τις οικονομικές, εργασιακές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών για το 2019.
Απευθύνονται και στα 28 κράτη μέλη
Η έκδοση των συστάσεων αποτελεί το τελικό στάδιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» του 2019, δηλαδή της ετήσιας διαδικασίας συντονισμού της οικονομικής πολιτικής.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζήτησε στις 20 Ιουνίου σχετικά με τις συστάσεις ανά χώρα.
Οι πτυχές που αφορούσαν την εργασιακή πολιτική εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών στις 8 Ιουλίου.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως για πρώτη φορά -και μετά την έξοδο της Ελλάδας από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 20180, οι ΣΑΧ του 2019 απευθύνονται και στα 28 κράτη μέλη.
Το έγγραφο τυπικά αναφέρει ότι «ως κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ και λαμβανομένης υπόψη της στενής διασύνδεσης των οικονομιών στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή της σύστασης του 2019 για τη ζώνη του ευρώ, όπως αντικατοπτρίζεται στις κατωτέρω συστάσεις 1 και 2. Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις και εστιάζονται στην οικονομική πολιτική επενδύσεων στους συγκεκριμένους τομείς θα συμβάλουν στην υλοποίηση της σύστασης για τη ζώνη του ευρώ».
Τι αφορούν οι «ανισορροπίες»
Υπενθυμίζεται ότι οι ανισορροπίες στις οποίες αναφέρεται το ECOFIN αφορούσαν ιδίως το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και το ακόμη υψηλό ποσοστό ανεργίας.
«Επιπλέον, οι μεγάλες θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους θα απαιτήσουν πολυετή συνεχή εφαρμογή για να καταστούν πλήρως αισθητά τα οφέλη τους», αναφέρεται.
Το ECOFIN υπενθυμίζει επίσης ότι «το πρόγραμμα σταθερότητας και οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν του 2019 δεν περιλαμβάνουν τα νέα μόνιμα μέτρα, που ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν λίγο μετά την ημερομηνία υποβολής και την καταληκτική ημερομηνία, αντιστοίχως. Η Κομισιόν εκτιμά ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων θα υπερβεί το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη».
«Εκτιμάται, επίσης, ότι η έγκριση αυτών των νέων μέτρων θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα, όπως παρακολουθείται βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας και όπως καθορίστηκε με την εκτελεστική απόφαση 2017/1226. Επιπλέον, τα νέα μέτρα αναμένεται να μειώσουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο, εγείροντας ανησυχίες ως προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020».
Το ECOFIN αναφέρει πως «το φθινόπωρο του 2019, θα πραγματοποιηθεί επαναξιολόγηση που θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του εφαρμοστέου δείκτη αναφοράς για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών το 2020».
Προσοχή… κίνδυνος
Παράλληλα, στο κείμενο γίνεται η πρόβλεψη ότι το χρέος θα παραμείνει σε καθοδική πορεία, όμως «ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Αυτό θα πρέπει να επαναξιολογηθεί το φθινόπωρο ως αποτέλεσμα των εν λόγω νεοεγκριθέντων μέτρων».
Το ECOFIN επισημαίνει ότι «η αύξηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι κρίσιμης σημασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς στην Ελλάδα, καθώς και για την άρση των αναπτυξιακών φραγμών σε καινοτόμους τομείς». Παράλληλα, δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αφού αναφέρει πως «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις λόγω ανεπαρκών πόρων, χαμηλής αυτονομίας, μειωμένων επιδόσεων σε βασικές δεξιότητες (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών) και εμμενουσών αναντιστοιχιών σε δεξιότητες».
Αναφέρεται ακόμα σε έλλειψη λογοδοσίας και παρακολούθησης σε όλα τα επίπεδα όσον αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα και θα ήθελε μεγαλύτερη συσχέτιση μεταξύ της εκπαίδευσης και των αναγκών της αγοράς εργασίας.
Που χρειάζεται μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, στο κείμενο επισημαίνεται «η ανεπαρκής ανάπτυξη των υποδομών» που «αυξάνει το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αποτελεί εμπόδιο στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
Το ECOFIN δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις στην αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ «αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερη πρόκληση όσον αφορά τη συνδεσιμότητα των νησιών με το ηλεκτρικό δίκτυο και τη σύνδεση με τις γειτονικές χώρες». «Η περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών υποδομών φυσικού αερίου θα συμβάλει στην ανάπτυξη της αγοράς».
Τέλος, σημειώνεται ότι Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, προκειμένου να καλύψει επίσης την αποεπένδυση, που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης».