Η παροχή ρευστότητας, κυρίως μέσω άτοκων δανείων με κρατικές εγγυήσεις, αποτελεί το βασικό ζητούμενο για τις επιχειρήσεις, προκειμένου να καταφέρουν να σταθούν όρθιες την επόμενη μέρα. Ειδικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες υφίστανται σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες και έχουν τις μικρότερες αντιστάσεις.
Όπως επισημαίνει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, το φάντασμα νέου μνημονίου είναι μπροστά, εάν δεν παρθούν τώρα μέτρα, που όχι απλά θα ανακουφίζουν, αλλά θα δημιουργούν και τις προϋποθέσεις επανεκκίνησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. «Εάν δεν δράσουμε τώρα, τότε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων αυτών, δεν θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή», δηλώνει ο πρόεδρος του ΒΕΑ, Παύλος Ραβάνης.
Σε επιστολή του προς τα συναρμόδια υπουργείο το Επιμελητήριο προτείνει μεταξύ άλλων χορήγηση εγγυημένων δανείων και επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις που μπορούν να γίνουν επιταχυντές της ανάπτυξης, επανεξέταση του θέματος της άτοκης χρηματοδότησης των εκδοτών των μεταχρονολογημένων επιταγών, αλλά και διαφορετικό φορολογικό καθεστώς για όσους παράγουν στην Ελλάδα και επιστρέφουν οφέλη στην κοινωνία.
Την παρέμβαση της κυβέρνησης στις τράπεζες για να παράσχουν ρευστότητα στις επιχειρήσεις ζητά σε δική του επιστολή ο Κωνσταντίνος Μίχαλος. Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ προτείνει την χορήγηση άτοκων δανείων δεκαετούς διάρκειας με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον για το 80% του χορηγούμενου κεφαλαίου.
Η ανέκκλητη εγγύηση κρίνεται άκρως απαραίτητη, γιατί σε διαφορετική περίπτωση σε αυτή την εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία οι τράπεζες δε θα προχωρήσουν στην επιχορήγηση των επιχειρήσεων, τουλάχιστον στο εύρος που απαιτείται. «Με τη θέσπιση μιας τέτοιας δράσης από μέρους των τραπεζών, σημαντικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα μεγάλα προβλήματα ρευστότητας που τους δημιουργήθηκαν» σημειώνει ο κ. Μίχαλος.
Ταυτόχρονα, τονίζει την ανάγκη αναστολής, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους των πλειστηριασμών, καθώς και την «ελληνοποίηση» των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών προκειμένου να επιτευχθεί μία βέλτιστη τραπεζική πρακτική προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα.