Μια ολιγόλεπτη συνομιλία στο πόδι για το είδος του καφέ μεταξύ Δένδια – Τσαβούσογλου και μια ομοίως ολιγόλεπτη συνομιλία του ποδαριού, στον διάδρομο μεταξύ των ΥΕΘΑ Ελλάδας και Τουρκίας, κρίθηκαν αρκετά από τα φερέφωνα της κυβέρνησης για να πληροφορήσουν την κοινή γνώμη ότι «αλλάζει τι κλίμα» ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, με τον Ερντογάν να κατεβάζει τους τόνους διότι «δέχεται πιέσεις».
- Της Κύρας Αδάμ
Αυτή η εικόνα που επιχειρείται να καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη είναι πλασματική, ψευδής και εξόχως επικίνδυνη για το εθνικό συμφέρον, διότι δίνει τροφή σε φρούδες προσδοκίες ότι Αθήνα και Άγκυρα, τελικώς, «θα τα βρουν αναίμακτα» και θα ησυχάσει η περιοχή. Ένα σενάριο, δηλαδή, για το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να κάνει και καθημερινό τάμα εν όψει της προεκλογικής περιόδου.
Η πραγματικότητα, όμως, ακολουθεί άλλη πλέον δύσβατη πορεία, καθώς ο Ερντογάν μόλις τις προηγούμενες ημέρες υπέγραψε διάταγμα που αποδεσμεύει τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να επεμβαίνουν «στην κυριαρχία ξένων εδαφών». Το διάταγμα αυτό μπορεί να βγήκε με αφορμή τη Συρία, αλλά δεν υπάρχει περιορισμός χρήσης του σε άλλα «ξένα εδάφη». Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν αποδεσμεύει τους κανόνες εμπλοκής, ανεβάζοντας το θερμόμετρο στο κόκκινο για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε «τυχαίου ατυχήματος».
Επιπροσθέτως και πάλι τις προηγούμενες ημέρες ο Ερντογάν συγκάλεσε ανώτατο συμβούλιο πολίτικων αρχηγών, από το οποίο δεν διέρρευσε τίποτε, αλλά είναι προφανές ότι ο Τούρκος πρόεδρος ζήτησε και πήρε την πολιτική συναίνεση για όποιες επόμενες κινήσεις του, όταν και όπως κρίνει αυτός.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι όλοι οι ισχυροί σύμμαχοι της Ελλάδας με τις καρμπόν ανακοινώσεις που βγάζουν «πιέζουν την Άγκυρα να τα βρει με την Αθήνα» – επομένως «υποστηρίζουν» την Αθήνα…
Πρόκειται για ενσυνείδητη παραπλανητική προσπάθεια της κυβέρνησης να «γοητεύσει» τους Έλληνες πολίτες στην ιδέα ότι αυτή θα οδηγήσει τον Ερντογάν σε διαπραγματεύσεις. Όμως, οι διαπραγματεύσεις αυτές, δηλαδή η διμερής πολιτική διαπραγμάτευση που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, εδράζονται μόνον στις αυξανόμενες επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, τις οποίες οι ελληνικές κυβερνήσεις νομιμοποίησαν με τον χρόνο, διότι ουδέποτε τα τελευταία 40 χρόνια δεν τις έκοψαν μαχαίρι στην ώρα τους κι ας είχαν -και έχουν- όλα εκείνα τα ικανά διπλωματικά και νομικά όπλα στη φαρέτρα τους.
Για παράδειγμα, αποτελεί εξόφθαλμη, πλέον, αδιαφορία όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να μην τολμούν από τη δεκαετία του 1980 να πιέσουν και να καταργήσουν τις κραυγαλέα παράνομες ερμηνείες των συνθηκών από την πλευρά του ΝΑΤΟ, που δέχεται απολύτως τις θέσεις της Τουρκίας περί στρατιωτικοποίησης των νησιών που αναγράφονται στις συνθήκες από την Ελλάδα.
Ως αποτέλεσμα, τώρα η Τουρκία, με ρομφαία της το ΝΑΤΟ, όχι μόνο ζητά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, όχι μόνο θίγει ζήτημα ιδιοκτησιακού καθεστώτος νήσων, νησίδων και βραχονησίδων που δεν περιλαμβάνονται στις συνθήκες, αλλά θέτει στο τραπέζι και θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, διότι την παραβιάζει η Ελλάδα. Απαιτεί, δηλαδή, την αναίμακτη μοιρασιά του Αιγαίου, που αποτελεί τον απόλυτο πολιτικό στόχο της Τουρκίας ανεξάρτητα από κυβέρνηση, ηγέτη, καθεστώς, εσωτερική πολιτική και οικονομική κατάσταση στη γείτονα.
Οι συνεχείς τοποθετήσεις των «ισχυρών συμμάχων» της Ελλάδας, που καλούν συνεχώς την επιτιθέμενη Τουρκία και την αμυνόμενη Ελλάδα να αποκλιμακώσουν την ένταση και να λύσουν τις διαφορές τους διπλωματικά, δεν δρουν υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, καθώς για να επέλθει «η λύση» κάτι θα πρέπει να μοιραστεί κι αυτό είναι τα ελληνικά κυριαρχικά συμφέροντα.
Στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν καταστήσει σαφές στους ισχυρούς συμμάχους της ότι όρος για συμμετοχή της σε οποιουδήποτε είδους διαπραγμάτευση με την Τουρκία είναι να σταματήσει η Άγκυρα επιθετικές ενέργειες σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, τότε θα αναγκαστεί να μοιραστεί.