Ανεξάρτητα από το τι δηλώνουν οι εκφραστές της, η «Μεγάλη Επανεκκίνηση» αποσκοπεί στην αφαίρεση της πολιτικής εξουσίας και της ελευθερίας από τους πολίτες, και τη μεταβίβασή της σε μια ολιγομελή διεθνή οικονομική ελίτ.
Αυτή η αλλαγή στην ισορροπία της κοινωνικής δυναμικής έχει αλλάξει ριζικά τη σχέση μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Για να διεκδικήσουν ξανά οι πολίτες την ατομική τους ελευθερία θα πρέπει πρώτα να αμφισβητήσουν την πολιτική ηγεσία και τα όργανά της, και ακολούθως να διερωτηθούν για την απειλή που συνιστά για τη βιολογική τους υπόσταση η συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια των ολίγων. Σήμερα η Δύση αντιμετωπίζει τη σημαντικότερη διαλεκτική της αντίθεση. Ενώ οι πολιτικοί υπερασπίζονται λεκτικά τις ασαφείς έννοιες της δημοκρατίας, αντιπαραθέτοντάς τες με τις «αυταρχικές απειλές», την ίδια στιγμή η δύναμη και η επιρροή συσσωρεύονται στα χέρια των ολίγων. Δοθέντος ότι το χρήμα επηρεάζει την πολιτική, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ κατευθύνει τη νομοθεσία και την εκτελεστική εξουσία στη γενικευμένη φτωχοποίηση προς όφελος των ολίγων. Σε αντίθεση με τους βιομηχάνους και τους επιχειρηματίες του τέλους του 19ου αιώνα, που πλούτισαν πριν από τη μαζική επέκταση του ρυθμιστικού κράτους, οι ελίτ σήμερα δεν ενδιαφέρονται για τις πραγματικά ελεύθερες αγορές, επιβάλλοντας κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία.
Με σκοπό την απόλυτη φτωχοποίηση, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, κατευθύνει την πολιτική στην «καταπολέμηση» της κλιματικής αλλαγής, στην κυβερνοασφάλεια, στην αντιμετώπιση της διαδικτυακής «παραπληροφόρησης», στη μείωση του δυτικού πληθυσμού, στον περιορισμό της ενέργειας, στην κατάργηση της ιδιοκτησίας, στον έλεγχο του νερού και της προμήθειας των τροφίμων, στην κατάργηση των ιδιωτικών οχημάτων, στην κατάργηση της εργασίας μέσω των επιδομάτων (societal precarization) και της ρομποτικής, καθώς και στη διάδοση των ναρκωτικών και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών (Yuval Harari). Όπως απεδείχθη, η επιβολή των ανωτέρω πολιτικών (νεοκομμουνισμός), που αποσκοπεί στην καθολική φτωχοποίηση, είναι εύκολο να υλοποιηθεί χωρίς αντιστάσεις μέσω της εφαρμογής της κοινωνικής μηχανικής και της ενεργοποίησης των φοβικών ανακλαστικών του πληθυσμού έναντι των πανδημιών, πραγματικών ή φανταστικών. Συνεπώς, ο έλεγχος όχι μόνο των αγορών αλλά και της πολιτικής και των πολιτών είναι το απόλυτο όπλο φτωχοποίησης στα χέρια αυτών που κατέχουν τον πλούτο και τη δύναμη. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλα τα δυτικά κράτη, η ατζέντα της φτωχοποίησης και της υπερεξουσίας υλοποιείται από όλα τα πολιτικά κόμματα.
Η Ν.Δ., επί παραδείγματι, αύξησε το κόστος της ενέργειας μέσω της κατάργησης του λιγνίτη και του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, αποσκοπώντας στη μεταβίβαση των κερδών του δημόσιου αγαθού της ενέργειας σε μια χούφτα ολιγαρχών, με αποτέλεσμα την οριζόντια φτωχοποίηση των πολιτών. Οι κυβερνήσεις επιβάλλουν ακριβότερες μορφές «καθαρής» ενέργειας σε όλη την αγορά, επειδή οι μεγάλες εταιρίες των ολιγαρχών μπορούν να αντέξουν το πρόσθετο κόστος, αποκομίζοντας τα κέρδη που εγκατέλειψαν οι «μικροί» οι οποίοι έκλεισαν. Οι ίδιοι ολιγάρχες ελέγχουν το σύνολο της οικονομίας και το χρήμα χωρίς ίδια οικονομική επιβάρυνση, μέσω της τραπεζικής δανειοδότησης, ενώ οι πολιτικοί έχουν και αυτοί μερίδιο και οφέλη στον κλειστό χορό του χρήματος. Από τη φύση τους, οι νομοθετικοί κανονισμοί που θεσπίζουν οι πολιτικοί καθιστούν τη μικρή ατομική επιχειρηματική δραστηριότητας αδύνατη, προς όφελος των μονοπωλιακών δραστηριοτήτων.
Σήμερα η υπερελίτ διατάζει τους πολιτικούς να θεσπίσουν νόμους που προωθούν τα οικονομικά τους συμφέροντα, μια διεφθαρμένη πρακτική, γνωστή ως «ρύθμιση της αγοράς» (regulatory capture), που στρεβλώνει τη δυναμική της ελεύθερης αγοράς. Αξιοποιώντας νόμους και κανονισμούς, η ελίτ χρησιμοποιεί την πολιτική και τους πολιτικούς για να διατηρήσει τον πλούτο της. Στη Δύση και την Ελλάδα, η πολιτική δεν είναι πια τίποτα περισσότερο από ένα όχημα καταδίωξης των φτωχών, όπως κυνικότατα απέδειξε η κυβέρνηση της Ν.Δ., που δεν επιτρέπει πλέον στους πολίτες να ζήσουν αξιοπρεπώς.