Η εξωτερική πολιτική κάθε κράτους διαμορφώνεται όχι μόνο από αντικειμενικές συνθήκες και εθνικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς, αλλά και από τις αντιλήψεις και τις ερμηνείες που διαμορφώνουν οι ηγεσίες και οι κοινωνίες για τα γεγονότα.
Υπό το πλαίσιο αυτό, οι δρώντες στο διεθνές σύστημα βασιζόμενοι στις αντιλήψεις και τις εμπειρίες τους, συγκροτούν τη δική τους «υποκειμενική κοινωνική πραγματικότητα» και αντιδρούν όχι σε αντικειμενικά δεδομένα, αλλά στις αντιληπτικές τους αναπαραστάσεις.
Αυτές οι αντιλήψεις, ωστόσο, συχνά επηρεάζονται από γνωστικές μεροληψίες (cognitive biases), δηλαδή στερεοτυπικά πρότυπα σκέψης (thought patterns) που ενεργοποιούνται αυτόματα από τον νου και καθοδηγούν τον τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών με βάση προσωπικές ή συλλογικές προτιμήσεις, χωρίς να ακολουθούν πάντα ορθολογικά κριτήρια.
Ειδικότερα, οι γνωστικές μεροληψίες αποτελούν μοτίβα απόκλισης της ανθρώπινης κρίσης από την ορθολογικότητα, βάσει των οποίων τα άτομα εξάγουν συμπεράσματα για άλλους και για καταστάσεις με μη αντικειμενικό τρόπο.
Οι μεροληψίες αυτές συνιστούν συστηματικά σφάλματα της ανθρώπινης σκέψης που επηρεάζουν τόσο την ατομική λήψη αποφάσεων όσο και τη συλλογική αντίληψη για τα γεγονότα, οδηγώντας συχνά σε διαστρεβλωμένες εκτιμήσεις και εσφαλμένες ερμηνείες της πραγματικότητας.
Συνηθισμένες μεροληψίες
- Η επιβεβαίωση μεροληψιών ή προϋπαρχουσών πεποιθήσεων (confirmation bias), δηλαδή η τάση του ατόμου να αναζητά και να ερμηνεύει τις πληροφορίες με τρόπο που επιβεβαιώνει όσα ήδη πιστεύει,
- Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις προσωπικές γνώσεις και εκτιμήσεις (overconfidence bias), που οδηγεί σε υπερεκτίμηση ικανοτήτων και υποτίμηση κινδύνων,
- Η μεροληψία απόδοσης (attribution bias), δηλαδή η τάση να αποδίδεται η ευθύνη ή τα αίτια πρόκλησης των γεγονότων, σε παράγοντες που εξυπηρετούν τις προσωπικές ή συλλογικές πεποιθήσεις και συμφέροντα, και
- Η πλαισίωση (framing), που αφορά τον τρόπο παρουσίασης ενός γεγονότος ή ζητήματος και τον καθορισμό του πλαισίου μέσα από το οποίο θα ερμηνευθεί. Ο τρόπος με τον οποίο ένα θέμα πλαισιώνεται (μέσω της έμφασης σε ορισμένες πτυχές του ή της αποσιώπησης άλλων), επηρεάζει καθοριστικά το πώς το κοινό το αντιλαμβάνεται, το αξιολογεί, το ερμηνεύει και τελικά, αντιδρά σε σχέση με αυτό.
Σε στρατηγικό επίπεδο, η διαδικασία άσκησης επιρροής με στόχο τη διαμόρφωση της αντίληψης της κοινής γνώμης ή επιλεγμένων ακροατηρίων δεν είναι τυχαία, καθώς στο σύγχρονο περιβάλλον ασφάλειας, η αντιπαράθεση διεξάγεται όχι μόνο μέσω των όπλων ή της εργαλειοποίησης της πληροφορίας, αλλά και στο πεδίο της αντίληψης (perception domain).
Σε αντίθεση με τον πόλεμο της πληροφορίας (information warfare), όπου κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η διαχείριση δεδομένων, η διαρροή πληροφοριών και η παραπληροφόρηση, στον πόλεμο για τον έλεγχο της αντίληψης (perception warfare) πρωταρχικός στόχος είναι η διαμόρφωση της πραγματικότητας μέσω του ορισμού και της ερμηνείας της.
Πρόκειται για μια μάχη νοηματοδότησης (battle of meaning), όπου η ισχύς ασκείται μέσω πλαισίωσης (framing), συναισθηματικής έλξης (emotional resonance) και επικοινωνιακής αποδόμησης των γεγονότων.
Στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής, η διαμόρφωση της αντίληψης για ένα γεγονός ή ζήτημα είναι καθοριστική, καθώς οι αποφάσεις των ηγετών και η κοινή γνώμη δεν βασίζονται μόνο σε αντικειμενικά δεδομένα, αλλά στον τρόπο παρουσίασης και ερμηνείας τους.
Έτσι, οι γνωστικές μεροληψίες (cognitive biases) επηρεάζουν το πώς η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται, αναλύει και αξιολογεί τα γεγονότα, ανάλογα με το γνωστικό υπόβαθρο, τις προκαταλήψεις, τα συμφέροντα και τις κυρίαρχες αφηγήσεις της.
Συνεπώς, όποιος ελέγχει την αντίληψη, ελέγχει και τη δράση.
Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν–Τραμπ και η διάσκεψη του Σαρμ Ελ Σέιχ για την ειρήνευση στη Γάζα ανέδειξαν πως η άσκηση επιρροής και ελέγχου της αντίληψης της κοινής γνώμης επηρέασε όχι μόνο τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τον τρόπο με τον οποία τα γεγονότα αναλύθηκαν, αξιολογήθηκαν, ερμηνεύτηκαν και προβλήθηκαν στο δημόσιο διάλογο.
Στο πλαίσιο αυτό, η συνάντηση Τράμπ – Ερντογάν αποτέλεσε γεγονός υψηλού επικοινωνιακού και διπλωματικού ενδιαφέροντος. Παρά το πανηγυρικό κλίμα που καλλιεργήθηκε και από τις δύο πλευρές, τα αποτελέσματα της συνάντησης υπήρξαν περιορισμένα και δεν μετέβαλαν ουσιαστικά το στρατηγικό πλαίσιο των σχέσεων ΗΠΑ–Τουρκίας.
Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις εκατέρωθεν κινήθηκαν περισσότερο στο επίπεδο της ρητορικής διάθεσης «επαναπροσέγγισης» παρά σε δεσμευτικές αποφάσεις για ζητήματα ουσίας, όπως τα μαχητικά F-35 και F-16, οι αμερικανικές κυρώσεις, η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία ή η τουρκική στάση απέναντι στο Ισραήλ και τον ρόλο της στη Συρία και στη Γάζα.
Στην Τουρκία, η συνάντηση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Παρά το αφήγημα του κ. Ερντογάν περί «ιστορικής» συνάντησης, η αντιπολίτευση και πολλά ΜΜΕ την χαρακτήρισαν διπλωματικό φιάσκο, υπογραμμίζοντας ότι η Τουρκία δεν απέκτησε ουσιαστικά οφέλη.
Παράλληλα, υπήρξαν εσωκυβερνητικές εντάσεις, έπειτα από τις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν για τους κινητήρες του μαχητικού KAAN, που η προμήθειά τους εξαρτάται από την έγκριση του Κογκρέσου.
Επίσης, ο επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Οζγκιούρ Οζέλ, έκανε λόγο για διπλωματικό φιάσκο, επισημαίνοντας ότι η Άγκυρα «παρείχε πολλά χωρίς να λάβει τίποτα», από παραγγελίες Boeing μέχρι συνεργασίες για υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), σπάνιες γαίες, πυρηνική ενέργεια και τη Σχολή της Χάλκης, μετατρεπόμενη «από στρατηγικός εταίρος σε πελάτη», ενώ απέφυγε να θέσει το παλαιστινιακό ζήτημα.
Ενδεικτικό του κλίματος εσωτερικής αμφισβήτησης ήταν και οι δηλώσεις του δημοσιογράφου Χουσεΐν Γκιουνάι του φιλοκυβερνητικού NTV, ο οποίος σημείωσε πως «η Τουρκία δεν αποκόμισε τίποτα ουσιαστικό από τη συνάντηση» και ότι η όποια προοπτική για τα F-35 προϋποθέτει πλήρη ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Στην Ελλάδα, η συνάντηση Ερντογάν–Τραμπ ερμηνεύτηκε μέσα από ένα πρίσμα επιλεκτικής ανάγνωσης, όπου τα γεγονότα προσεγγίστηκαν κυρίως με γνώμονα τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και τα ιδιοτελή συμφέροντα, παρά με νηφάλια αποτίμηση της διεθνούς συγκυρίας και των πραγματικών γεγονότων.
Πολλά ΜΜΕ έδωσαν έμφαση στις θερμές δηλώσεις και το επικοινωνιακό σόου της συνάντησης, προβάλλοντας τα κομπλιμέντα και τις χειραψίες ανάμεσα στους Τράμπ και Ερντογάν ως ένδειξη «αναβάθμισης» της Τουρκίας και ταυτόχρονης «υποβάθμισης» της Ελλάδας, καλλιεργώντας ένα κλίμα ανησυχίας, ανταγωνισμού και εθνικής αποτυχίας.
Αντίστοιχα, η αντιπολίτευση αξιοποίησε το γεγονός για να ασκήσει έντονη αντιπολιτευτική κριτική προς την κυβέρνηση, εστιάζοντας στη ματαίωση του ραντεβού Μητσοτάκη–Ερντογάν και αφήνοντας αιχμές για «απώλεια ευκαιριών» και «ανικανότητα» της κυβέρνησης στη διαχείριση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, παραβλέφθηκε πλήρως ότι οι βασικές επιδιώξεις του κ. Ερντογάν όπως η άρση των αμερικανικών κυρώσεων, η επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35, η προμήθεια μαχητικών F-16 και η ενεργειακή συνεργασία με τις ΗΠΑ δεν ικανοποιήθηκαν.
Αντιθέτως, τέθηκαν ανυπέρβλητες προϋποθέσεις, όπως η ενεργειακή απεξάρτηση της Άγκυρας από τη Ρωσία και η απόσυρση των S-400, μετατρέποντας τις τουρκικές προσδοκίες περισσότερο σε αφήγημα εντυπώσεων παρά σε ρεαλιστική προοπτική.
Παράλληλα, αποσιωπήθηκε ότι η Ελλάδα έχει ήδη παραλάβει 42 εκσυγχρονισμένα μαχητικά F-16 Viper, ενώ το 2027 αναμένεται η παραλαβή του πρώτου μαχητικού F-35, γεγονός που της προσδίδει σαφές τεχνολογικό και επιχειρησιακό προβάδισμα.
Τη στιγμή που ο κ. Ερντογάν διεκδικούσε όσα η Ελλάδα έχει ήδη εξασφαλίσει, ο Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης συναντούσε τον πρόεδρο της Lockheed Martin και τον αντιπρόεδρο της ExxonMobil εξασφαλίζοντας στρατηγικές συνεργασίες στον αμυντικό και ενεργειακό τομέα, που ενισχύουν την γεωπολιτική και αποτρεπτική ισχύ της χώρας.
Εν κατακλείδι, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε η συνάντηση Ερντογάν–Τράμπ από τα ελληνικά ΜΜΕ και την αντιπολίτευση, ανέδειξε εκ νέου τις γνωστικές μεροληψίες που χαρακτηρίζουν τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα.
Το φαινόμενο αυτό αντανακλά τη συχνή απόκλιση ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα και στη νοητική αναπαράστασή της, όπως αυτή διαμορφώνεται από προϋπάρχοντα σχήματα σκέψης, πολιτικές προσδοκίες, ιδιοτελή συμφέροντα και επικοινωνιακές στρατηγικές.
Η αναπαραγωγή αυτών των μοτίβων οδηγεί στη στρέβλωση της διεθνούς πραγματικότητας και στην προσέγγιση των διεθνών εξελίξεων μέσα από το πρίσμα της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, υπονομεύοντας τη νηφάλια αξιολόγηση των γεγονότων και διαβρώνοντας την εθνική ενότητα.
Μια τέτοια προσέγγιση όμως, υπονομεύει το κύρος και την αξιοπιστία της χώρας, τροφοδοτεί γνωστικές μεροληψίες και επικοινωνιακά αφηγήματα που εξυπηρετούν περισσότερο την στείρα πόλωση παρά το εθνικό συμφέρον και υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορούν να αξιοποιηθούν από εξωτερικούς αντιπάλους για να αποδυναμώσουν την εθνική θέση στην διεθνή σκηνή και να αποσταθεροποιήσουν την Ελλάδα.
Το ίδιο μοτίβο γνωστικής μεροληψίας και επικοινωνιακής στρέβλωσης παρατηρήθηκε και στη Διάσκεψη για την ειρήνευση στη Γάζα.
Τα γεγονότα προσεγγίστηκαν με διαμετρικά αντίθετο τρόπο σε κάθε χώρα, αποκαλύπτοντας τη διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ερμηνεία της. Παράλληλα, αναδείχτηκε για ακόμη μια φορά η σημασία της άσκησης επιρροής και ελέγχου της αντίληψης της κοινής γνώμης για τη στρατηγική διαχείριση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της Διάσκεψης, ο Πρόεδρος Ερντογάν παρουσίασε την Τουρκία ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας, δηλώνοντας ότι «Η Τουρκία εργάζεται για τον τερματισμό της γενοκτονίας στη Γάζα, ότι έχει ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για διαρκή ειρήνη και ότι αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί». Επιπλέον, τόνισε τη σημασία της πλήρους εφαρμογής της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, της αδιάλειπτης παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και της άμεσης έναρξης των προσπαθειών ανοικοδόμησης στη Γάζα.
Μετά τη Διάσκεψη, ο Διευθυντής Επικοινωνίας Μπουρχανεττίν Ντουράν και κορυφαίοι Τούρκοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι υιοθέτησαν μια συντονισμένη επικοινωνιακή στρατηγική, προβάλλοντας τον πρόεδρο Ερντογάν ως διεθνούς εμβέλειας ειρηνοποιό ηγέτη και υπερασπιστή των καταπιεσμένων. Με κοινό λεξιλόγιο περί «παγκόσμιας ηγεσίας», «δικαιοσύνης» και «ανθρώπινων αξιών», παρουσίασαν τη συμμετοχή του στη Διάσκεψη ως «ορόσημο» για την ειρήνη στη Γάζα και ως αποτέλεσμα της αποφασιστικής στάσης της Τουρκίας.
Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και τα Τουρκικά ΜΜΕ, προβάλλοντας τη συμμετοχή του Ερντογάν ως ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας και «παράγοντα ασφαλείας» στη Μέση Ανατολή, ενώ η υπογραφή της τετραμερούς δήλωσης παρουσιάστηκε ως ένδειξη ηγετικής παρουσίας και διαμεσολαβητικής ικανότητας.
Ωστόσο, υπήρξε και έντονη κριτική από την τουρκική αντιπολίτευση όπου επισήμανε, ότι η Τουρκία δεν πρέπει να συμμετέχει σε πρωτοβουλίες που ενδεχομένως ομαλοποιούν τη σχέση με το Ισραήλ χωρίς ρητές εγγυήσεις.
Συγκεκριμένα, ο φυλακισμένος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι απέτυχε να απαντήσει δυναμικά στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα, λέγοντας ότι η Άγκυρα ήταν «αδύναμη» και «συγκρατήθηκε από πολιτικούς υπολογισμούς».
Εν κατακλείδι, η σύγκρουση ανάμεσα στα κυρίαρχα ΜΜΕ, που παρουσίασαν τον Ερντογάν ως διεθνούς βεληνεκούς ειρηνοποιό, και στην αντιπολίτευση, που τόνισε τα όρια και τους κινδύνους της στρατηγικής του, αναδεικνύει εκ νέου το μοτίβο των γνωστικών μεροληψιών που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την αντίληψη της κοινής γνώμης.
Στην Ελλάδα, η συμμετοχή του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στη Διάσκεψη για τη Γάζα, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως αναγνώριση του ρόλου της χώρας στην περιοχή, τοποθετώντας την στο επίκεντρο των διεθνών προσπαθειών για την εδραίωση της εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Ο Πρωθυπουργός τόνισε τη σημασία της παρουσίας της Ελλάδας ως απάντηση σε όσους την θέλουν απομονωμένη και μίζερη, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της ως «πυλώνα σταθερότητας» στη Μέση Ανατολή.
Παράλληλα, τόνισε την ετοιμότητα της χώρας να συμμετέχει ενεργά σε διεθνείς πρωτοβουλίες ειρήνης και σταθερότητας, καθώς και να συνεισφέρει στην ανθρωπιστική βοήθεια και την ανοικοδόμηση της Γάζας.
Μερίδα των ελληνικών ΜΜΕ αναπαρήγαγε αυτό το αφήγημα, εστιάζοντας στην πολιτική βαρύτητα της συμμετοχής του Πρωθυπουργού, τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της διάσκεψης και στην ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας ως περιφερειακού παράγοντα σταθερότητας και διπλωματίας στη Μέση Ανατολή.
Στον αντίποδα, πολλά ΜΜΕ έδωσαν έμφαση στη συμμετοχή και το μεσολαβητικό ρόλο του κ. Ερντογάν για τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ερμηνεύοντας τη δράση του ως ένδειξη αναβάθμισης της Τουρκίας και ταυτόχρονης υποβάθμισης της Ελλάδας.
Επίσης, δόθηκε έμφαση στις χειραψίες, στα κολακευτικά λόγια προς τον Τούρκο Πρόεδρο και στις κοινές δηλώσεις, χωρίς να αναλυθούν κριτικά οι πραγματικές συνθήκες της Διάσκεψης, όπως η απουσία του Ισραηλινού πρωθυπουργού και της Χαμάς, οι περιορισμοί της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, η επισφαλής φύση της συμφωνίας και η αβέβαιη (λόγω αντίδρασης του Ισραήλ) συμμετοχή της Τουρκίας στη Διεθνή Δύναμη Σταθεροποίησης που σχεδιάζεται για τη Λωρίδα της Γάζας.
Παράλληλα, η αντιπολίτευση προσπάθησε να απαξιώσει και να μηδενίσει τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Διάσκεψη, κατηγορώντας την κυβέρνηση για «απώλεια ευκαιριών» και ενδεχόμενη γεωστρατηγική υποχώρηση.
Συγκεκριμένα, στη συζήτηση της 16ης Οκτωβρίου 2025 στη Βουλή για την εξωτερική πολιτική, ο Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ κ. Ανδρουλάκης υπογράμμισε ότι η Ελλάδα και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετείχαν στη Διάσκεψη λειτούργησαν ως «ντεκόρ», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «ο κ. Τραμπ επαινούσε τον κ. Ερντογάν και τον καθιστούσε εγγυητή της ασφάλειας» για την επόμενη μέρα στη Γάζα.
Στην ίδια λογική ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κ. Φάμελλος κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη για ανεπάρκεια, ανικανότητα και σοβαρά ελλείμματα και υποχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική σημειώνοντας: «Θριαμβολογείτε γιατί πήρατε πρόσκληση να είστε το ντεκόρ στη συνάντηση στο Σαρμ ελ Σέιχ; Αποτυπώνει άριστα την εξωτερική πολιτική σας, σας ενδιαφέρει μόνο η επικοινωνία και όχι η ουσία. Η Ελλάδα είναι στο περιθώριο εδώ και πολλά χρόνια».
Επακόλουθο αυτής της αντιπαράθεσης ήταν η αξιοποίηση των δηλώσεων της ελληνικής αντιπολίτευσης από ορισμένα τουρκικά ΜΜΕ, τα οποία, επιχείρησαν να τις παρουσιάσουν ως ένδειξη «ρήγματος» στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στο κυβερνητικό αφήγημα και στις απαξιωτικές τοποθετήσεις της αντιπολίτευσης αναδεικνύει εκ νέου τις γνωστικές μεροληψίες που επηρεάζουν την αντίληψη της κοινής γνώμης σχετικά με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας.
Σε αντίθεση με την Τουρκία όπου κυριάρχησε η προβολή του Ερντογάν ως διεθνούς ηγέτη και ρυθμιστή των εξελίξεων, στην Ελλάδα το κυβερνητικό αφήγημα επικεντρώθηκε στην αναβάθμιση του ρόλου της χώρας ως παράγοντα σταθερότητας στη Μέση Ανατολή, την ώρα που η αντιπολίτευση επιχείρησε να υποβαθμίσει τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού και να αμφισβητήσει τη διεθνή βαρύτητα της ελληνικής παρουσίας στη Διάσκεψη.
Υπό το ανωτέρω πλαίσιο, για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτές οι γνωστικές μεροληψίες που επηρεάζουν τον τρόπο που η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τα διεθνή δρώμενα, η Ελλάδα οφείλει να επενδύσει στη στρατηγική διαχείριση της πληροφορίας και της στρατηγικής επικοινωνίας ως αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής ισχύος.
Συγκεκριμένα, για την προστασία της εθνικής εικόνας και την ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας στο διεθνές περιβάλλον απαιτείται η διαμόρφωση ενός εθνικού μηχανισμού στρατηγικής επικοινωνίας, ο οποίος θα προβλέπει, θα παρακολουθεί, θα διαχειρίζεται και θα αποδομεί τις αφηγήσεις των αντιπάλων, ώστε οι ελληνικές θέσεις να μην υποβαθμίζονται ή διαστρεβλώνονται από τρίτους, είτε πρόκειται για αντίπαλα κράτη είτε δημοσιογραφικά συγκροτήματα με ιδιοτελή συμφέροντα.
Επίσης, ο εν λόγω μηχανισμός θα πρέπει να συντονίζει και προβάλει με ενιαίο τρόπο το αφήγημα της κυβέρνησης και των εθνικών θεσμών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις της Ελλάδας σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής θα παρουσιάζονται με συνέπεια, τεκμηρίωση και σαφήνεια τόσο στο διεθνές περιβάλλον όσο και στο εσωτερικό της χώρας.
Παράλληλα, απαιτείται η ενδυνάμωση της γνωστικής ανθεκτικότητας (cognitive resilience) των πολιτών, όπου μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης και ενημέρωσης, θα μπορούν να αντιστέκονται στη συναισθηματική χειραγώγηση, την παραπληροφόρηση και την μικροπολιτική πόλωση και θα αποκτήσουν την ικανότητα να προσεγγίζουν και αναλύουν τη διεθνή πραγματικότητα με κριτικό πνεύμα, νηφαλιότητα και χωρίς γνωστικές μεροληψίες.
Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, όπου η ισχύς δεν μετριέται μόνο από στρατιωτικές δυνατότητες, αλλά και από την ικανότητα διαμόρφωσης και ελέγχου της αντίληψης της κοινής γνώμης, η στρατηγική διαχείριση των αφηγήσεων αναδεικνύεται σε κρίσιμο συντελεστή εθνικής ισχύος και ασφάλειας.
Συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει να υπερβεί τη λογική της διαχείρισης εντυπώσεων και των αρνητικών αφηγημάτων, υιοθετώντας μια πολιτική στρατηγικού ελέγχου των αφηγήσεων που θα της επιτρέψει να μεταβεί από την παθητική αντίδραση σε μια ενεργητική στρατηγική διαμόρφωσης και καθοδήγησης της αντίληψης της κοινής γνώμης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό πεδίο.
Η Ελλάδα πρέπει να κυριαρχήσει στη διαμόρφωση της αντίληψης των εσωτερικών και διεθνών ακροατηρίων της και στην ερμηνεία των διεθνών γεγονότων.
Μόνο έτσι θα μπορέσει να διαμορφώνει τις εξελίξεις αντί να τις ακολουθεί, ασκώντας ενεργητική στρατηγική επιρροής με θεσμική συνέπεια και εθνική αυτοπεποίθηση.
Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος
[email protected]

Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος
Πρώην Γενικός Διευθυντής – Γενικής Διεύθυνσης
Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)
Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)




