Ακούγοντας τον Μίμη Πλέσσα, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεται απέναντί σου ένας εξαιρετικός συνομιλητής και, ακόμα περισσότερο, ένας υπέροχος άνθρωπος. Με τις μουσικές συνθέσεις του όχι μόνο πρόσφερε μια υψηλής ποιότητας μουσική ψυχαγωγία, αλλά συγχρόνως συνέβαλε στη διαμόρφωση της αισθητικής παιδείας ενός μεγάλου ποσοστού του ελληνικού λαού.
Ο Μίμης Πλέσσας έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό «ENJOY» της κυριακάτικης εφημερίδας «δημοκρατία» και μίλησε για όλους και για όλα.
Το πλούσιο ταλέντο του εκδήλωσε από μικρή κιόλας ηλικία, αφού έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Το 1952, σε ηλικία μόλις 27 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε να ασχολείται με τη σύνθεση και από το 1956 με τη διεύθυνση ορχήστρας και τη σύνθεση.
Η καλλιτεχνική και συνθετική δραστηριότητά του έχει καλύψει όλους τους τομείς της μουσικής, του θεάτρου, του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Εχει συνεργαστεί με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών, πολλούς από τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Δικές του συνθέσεις έγιναν μεγάλες επιτυχίες από τη Ζωή Κουρούκλη, τη Νάνα Μούσχουρη, την Τζένη Βάνου, τη Γιοβάννα, την Μαρινέλλα, τη Ρένα Κουμιώτη, τον Γιάννη Βογιατζή, τον Φώτη Δήμα, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Στράτο Διονυσίου κ.ά. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχοντας στο ενεργητικό του 104 ταινίες και 70 παραστάσεις. Διηύθυνε τις μεγαλύτερες ορχήστρες σε όλο τον κόσμο, ενώ τιμήθηκε επανειλημμένως με χρυσούς και πλατινένιους δίσκους.
Το έργο του «Ο δρόμος» (στίχοι: Λ. Παπαδόπουλος) κατέχει αναμφισβήτητα την πρώτη θέση στην ελληνική δισκογραφία. Τον Ιανουάριο του 2001 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά του στον πολιτισμό. Στις 30 Μαΐου 2002, υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού, τιμήθηκε για τα 50 χρόνια του στην ελληνική μουσική σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, σε μια συναυλία που σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, με τη συμμετοχή κορυφαίων ονομάτων της ελληνικής μουσικής σκηνής. Για την προσφορά του το Hellenic College of London του έχει απονέμει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα της μουσικής.
- Έχω συχνά την αίσθηση ακούγοντάς σας να μιλάτε ότι στη χαμογελαστή μορφή σας αποτυπώνονται η διαχρονική νεότητα και η ομορφιά του ελληνικού τραγουδιού. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα σας έβρισκε σύμφωνο;
Δεν θέλω να προλάβω να γεράσω! Δημιουργώ ασταμάτητα, τρέχω ακούραστα και έχω νέους ανθρώπους υπερδραστήριους δίπλα μου.
- Ασφαλώς και έχετε δεχτεί σε μεγάλο βαθμό την αγάπη και τον θαυμασμό του κόσμου για το έργο σας. Η έκφραση αυτής της αγάπης αποτέλεσε επιπλέον ένα κίνητρο, ώστε να προχωρήσετε πιο γόνιμα στις μουσικές αναζητήσεις σας;
Ο κόσμος -το ανώνυμο πλατύ κοινό- είναι ο αυστηρότερος κριτής. Αυτόν και μόνο αυτόν -τον κόσμο- προσπάθησα να μην απογοητεύσω στη ζωή μου. Δεν ακολούθησα ποτέ συνταγές και συμβουλές δισκογραφικών εταιριών, μάνατζερ ή κομμάτων…
- Τι ήταν εκείνο που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε ενεργά με τη μουσική; Ανατρέχοντας στο παρελθόν, ποιο ήταν το στοιχείο που συνέβαλε στην ανάπτυξη αυτής της τόσο δημιουργικής σχέσης;
Ήρθε σαν δώρο από τον Θεό! Έβαλα τα χέρια μου στο πιάνο -παιδάκι 4 ετών- και έπαιζα ό,τι άκουγα. Και ως έφηβος, άρχισα να συνθέτω πρωτότυπη μουσική. Μετά σπούδασα Χημεία. Αλλά η μουσική ήταν πάντα η ερωμένη μου…
- Ποιες θεωρείτε ότι ήταν οι πιο αγαπημένες σας συνθέσεις;
Το «Ποιος το ξέρει», σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη, που είπε μοναδικά ο αξέχαστος καλός μου φίλος Δημήτρης Χορν, και το «Έπεφτε βαθιά σιωπή», σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που είπε στον δίσκο με την ονομασία «Ο δρόμος» ο αξεπέραστος Γιάννης Πουλόπουλος. Το «Ποιος το ξέρει» μου το θύμισε η γυναίκα μου, η Λουκίλα, η οποία το λάτρευε και το είχε σε ένα μικρό σαρανταπεντάρι δισκάκι πίσω από τις «Χάντρες». Βλέπετε, η τεράστια επιτυχία που είχε το τραγούδι «Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές οι χάντρες» επισκίασε το τρυφερό «Ποιος το ξέρει». Η Λουκίλα όμως, φανατική συλλέκτρια των τραγουδιών μου, μου το θύμισε το 1990 και επέμενε να το ξαναπεί σε δεύτερη εκτέλεση ο Γιάννης Κούτρας το 1991. Τότε του έκανε την επιμέλεια παραγωγής σε έναν δίσκο και με παρακάλεσε να δώσω την άδεια να το ερμηνεύσει ο Κούτρας. Από αυτή τη δεύτερη εκτέλεση το θυμήθηκαν όλοι και ανακάλυψαν και την πρώτη, με τον Δημήτρη Χορν. Αυτό είναι το καλό των επανεκτελέσεων, βλέπετε…
- Υποχρεωθήκατε κάποιες στιγμές να κάνετε επώδυνους συμβιβασμούς στη δουλειά σας ως απόρροια πιέσεων από τις δισκογραφικές εταιρίες;
Όχι, δεν είχα ποτέ συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρία. Κινήθηκα ελεύθερος, με τα καλά και τα κακά που φέρνει μια τέτοια απόφαση. Το τίμημα της απόλυτης ελευθερίας μου το πλήρωσα με το να προσπαθούν να μη με αναφέρουν ως δημιουργό ποτέ. Ήταν «Η πέτρα» της Μαρινέλλας, «Το άγαλμα» του Πουλόπουλου, μα ποτέ του Πλέσσα! Και εδώ οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Λουκίλα, η οποία μέσα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της ανέφερε πάντα τους δημιουργούς των τραγουδιών. Δημιούργησε «σχολή» και τη μιμήθηκαν και άλλοι. Και, βέβαια, ήταν εκείνη που με έπεισε να κάνω συναυλίες -από το 1990- με δικά μου τραγούδια και να ανακαλύψει ο κόσμος ότι πολλά από τα τραγούδια που αγαπάει είναι δικά μου. Εγώ δεν πίστευα ότι τα λατρεύει ο κόσμος και θα μπορούσα να κάνω ολόκληρη συναυλία με τραγούδια που ξέρει και αγαπάει ο κόσμος.
- Οι επιτυχίες των τραγουδιών γίνονταν πιο εύκολα στις παλαιότερες δεκαετίες ή αυτό συμβαίνει κυρίως σήμερα;
Τότε είχαμε την ευθύνη όσων γράφαμε. Οι «κύκλοι τραγουδιών» είχαν το όνομα του συνθέτη και του στιχουργού και οι τραγουδιστές ήταν δική μας επιλογή. Σήμερα, μέσα από την προσπάθεια να κάνουν επιτυχίες οι τραγουδιστές, οι δισκογραφικές εταιρίες επιμένουν σε πρόσκαιρη επιτυχία και όχι σε διαχρονική.
- Όσον αφορά τους ερμηνευτές-τραγουδιστές, με ποιους η συνεργασία σας ήταν αξιομνημόνευτη;
Με όλους. Από τη «μαθήτριά» μου Νάνα Μούσχουρη, που με τίμησε με την παρουσία της στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβριο του 2019 -αν και 60 χρόνια είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας-, έως την Τζένη Βάνου, τη Μαρινέλλα, η οποία και εκείνη με τίμησε το 2002 στο Ηρώδειο, όταν γιόρτασα το ιωβηλαίο μου-, και την Κουμιώτη – μου χάρισαν με την ερμηνεία τους διαχρονικές επιτυχίες. Αλλά και από ερμηνευτές, τι να πω για τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Πουλόπουλο, τον Στράτο Διονυσίου; Ανεπανάληπτες συνεργασίες!
- Βασικό στοιχείο για την επιτυχία ενός τραγουδιού είναι, ασφαλώς, και η σύμπραξη με τους κατάλληλους στιχουργούς. Σε αυτό το πεδίο το αποτέλεσμα ήταν πάντα ικανοποιητικό ή διατηρούσατε κάποιες αντιρρήσεις;
Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ακο Δασκαλόπουλο, τον Κώστα Βίρβο, τον Ηλία Λυμπερόπουλο και τον Κώστα Πρετεντέρη, τον Κώστα Κινδύνη θεωρώ ότι γράψαμε διαχρονικές επιτυχίες. Δεν είναι τυχαίο ότι είχαμε στενή φιλική σχέση. Τα τελευταία χρόνια συνεργάστηκα με τον αξέχαστο Γιάννη Καλαμίτση στην όπερα «Ζευς», με τον Ιάκωβο Αυλητή στο ορατόριο «Κοσμάς ο Αιτωλός», με τον Δημήτρη Μπρούχο, τον Αγγελο Πυριόχο και τη γυναίκα μου, τη Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα, σε στίχους της οποίας έγραψα τις πιο τρυφερές μου μελωδίες. Όχι τυχαία…
- Θαυμάζετε κατά καιρούς τραγούδια άλλων συνθετών, αναλογιζόμενος ότι ίσως θα θέλατε να τα είχατε γράψει εσείς;
Του αγαπημένου, ξεχωριστού φίλου μου Μίκη Θεοδωράκη την «Όμορφη πόλη», του Μάνου Χατζιδάκι «Τ’ αστέρι του Βορηά» και του τρυφερού και καλού μου Γιάννη Σπανού την «Οδό Αριστοτέλους».
- Το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι -με σαφείς επιρροές από τη Δύση- μπόρεσε να σταθεί στην Ελλάδα ισάξια δίπλα στο λαϊκό τραγούδι ή εν τέλει επισκιάστηκε;
Ο χρόνος έδειξε ότι, όσο κι αν προσπάθησαν να το επισκιάσουν οι λαϊκές επιτυχίες, άντεξε και αντέχει. Το βλέπετε και μέσα από τις επανεκτελέσεις που γίνονται σήμερα.
- Ποιο είναι το στοιχείο που καθιστά έναν καλλιτέχνη αληθινό και σπουδαίο τόσο για την εποχή του όσο και διαχρονικά;
Η αλήθεια. Η έλλειψη μανιέρας και μίμησης…
- Υπάρχουν κάποια πράγματα στην έως τώρα σταδιοδρομία σας για τα οποία έχετε μετανιώσει;
Οχι! Θα έκανα ακριβώς τα ίδια πράγματα.
- Διακρίνετε σήμερα νέους και ταλαντούχους τραγουδιστές;
Ναι! Μου βάζει η Λουκίλα να ακούσω στο αυτοκίνητο διάφορες νέες κυκλοφορίες. Κάποια μου αρέσουν πολύ. Αλλά δεν θυμάμαι να σας πω ονόματα.
- Ως προς το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού πόσο αισιόδοξος είστε;
Δυστυχώς, το ελληνικό τραγούδι έχει περάσει σε «ξένα χέρια». Δεν ξέρω πόσο καλό είναι αυτό.