«Καθόμασταν εκεί, δίπλα στ’ απομεινάρια της παγωμένης χτεσινής φωτιάς και περιμέναμε ν’ ακούσουμε το σάλπισμα…
Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σού πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου ‘ρχόταν, σα μωρό, να μπήξεις τα κλάματα, έτσι χωρίς να ξέρεις κι εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ’ αυτό.
Απ’ το περιορισμένο του χώρου δεν μπορούσες να κάνεις δυο βήματα και καθόσουν εκεί ακίνητος, ξυλιασμένος, έτσι σα να ‘χει παγώσει κι αυτό το ίδιο το μυαλό σου, χτυπώντας μόνο από καιρό σε καιρό το ‘να σου χέρι με τ’ άλλο, έτσι σαν στο στίχο της απελπισίας του Σολωμού. Αν πεις πια για τα πόδια σου εκείνα δεν ήξερες αν τά ‘χεις πια…
Εδώ και δυο-τρεις ώρες πιο πίσω από τις πρώτες γραμμές, η βοή της ακατάπαυτης μάχης μάς ερχότανε σαν ένα βαρύ, μόνιμο, χωρίς καμιά διακοπή, εξακολουθητικό μπουμπουνητό.
Πίσω απ’ το βουνό οι λάμψεις φωτίζανε τη νύχτα εκτυφλωτικά τον βαρυσυννεφιασμένο ουρανό, κ’ οι νυχτερινές αεροπορικές επιδρομές, σε μας και στον αποκάτω μας δρόμο όπου πέρναγαν εσπευσμένως όλες οι εφοδιοπομπές μας, δεν παύανε μια στιγμή…
Το πολεμικό τους υλικό ήταν άφθονο και το ρίχνανε αφειδώς. Το δικό μας γλίσχρο, αγωνιώδες, προβληματικό, μα σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμετάκλητη απόφαση: “Δεν θα περάσουν”».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ, Το πλατύ ποτάμι