Το σκάνδαλο της (νοθευμένης) κινίνης ξέσπασε στα μέσα Οκτωβρίου του 1930 , στη Θεσσαλονίκη, όταν βρέθηκαν δισκία του φαρμάκου τα οποία δεν περιείχαν την προβλεπόμενη ποσότητα κινίνης, αλλά στην θέση της περιείχαν… αλεύρι.
Τα ροζ κουφετάκια του κινίνου, αποτελούσαν για πάρα πολλά χρόνια το μοναδικό φαρμακευτικό μέσο άμυνας, απέναντι στην ελονοσία και την γρίπη. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, το γενικό φάρμακο με τη μεγαλύτερη κατανάλωση ήταν το κινίνο, το πράσινο, το πολύ χλωμό και κάπως φθηνό, αλλά και το επικαλυμμένο με ζάχαρη, χρώματος ροζ και ασφαλώς ακριβότερο. Υπήρχε σε κάθε σπίτι… δια πάσαν νόσον.
Φαρμάκι σκέτο γι αυτό και έμεινε από τότε η φράση «…πιές το μην φοβάσαι δεν είναι κινίνο…»
Στις 14 Δεκεμβρίου 1929 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης εκλέχθηκε με την στήριξη των «Φιλελευθέρων» δεύτερος πρόεδρος της Δημοκρατίας διαδεχόμενος τον γηραιό Παύλο Κουντουριώτη. Η εκλογή αυτή αποτέλεσε βαρύ πολιτικό σφάλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, καθώς ο υπέργηρος Ζαΐμης (όπως άλλωστε αποδείχθηκε λίγα χρόνια μετά) δεν είχε ούτε την διάθεση αλλά ούτε και το σθένος να στηρίξει με πρωτοβουλίες τον νεόκοπο θεσμό που κλήθηκε να εκπροσωπήσει. άλλωστε πολλοί αναλυτές της περιόδου και ιστορικοί θεωρούν πως η εκλογή Ζαΐμη ήταν η αρχή της παλινόρθωσης της Βασιλείας. Ακόμα χειρότερα για τον Βενιζέλο, το παρασκήνιο της εκλογής Ζαΐμη αποτέλεσε έναν εμπαιγμό του Καφαντάρη που αρχικώς είχε προβληθεί ως ο επικρατέστερος υποψήφιος, αλλά και του Παπαναστασίου που επίμονα προωθούσε την λύση αυτή. Η εκλογή ενός αδύναμου προσώπου για έναν τόσο κρίσιμο Θεσμό εξόργισε τους βενιζελογενείς πολιτικούς αρχηγούς (Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Κονδύλης) αλλά και βενιζελογενείς ανεξάρτητες προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος.
Οι Καφαντάρης και Παπαναστασίου επιτέθηκαν με άρθρα τους στον Τύπο κατά του Βενιζέλου κατηγορώντας τον για πολιτικό συγκεντρωτισμό αλλά και για εσκεμμένη προσπάθεια να συντηρεί το Πολιτειακό για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο Ζαβιτσάνος με αρθρογραφία του κατηγόρησε την κυβέρνηση Βενιζέλου για την σπάταλη οικονομική πολιτική της η οποία δεν υπολόγιζε την παγκόσμια οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει το Φθινόπωρο του 1929. Τον Ιούνιο του 1930 οι Καφαντάρης και Κονδύλης κατήγγειλαν τα σύμφωνα της Ελληνοτουρκικής Φιλίας ως ασύμφορα και τα καταψήφισαν στην βουλή. Γενικότερα ο Τύπος που επηρεαζόταν από τους τρεις Βενιζελογενείς πολιτικούς αρχηγούς διεξήγαγε σκληρότατες επιθέσεις όχι μόνο κατά της πολιτικής της κυβέρνησης αλλά κατά και του ίδιου του Βενιζέλου προσωπικά.
Σε αυτή την εκστρατεία συμμετείχαν οι βενιζελικές εφημερίδες «Πατρίς», «Ακρόπολις», «Ημερήσιος τύπος», ενώ επανακυκλοφόρησαν οι αντιβενιζελικές εφημερίδες «Ημέρα» και «Πολιτεία». Πάντως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για χρηματοδότηση της επίθεσης κατά του Βενιζέλου από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Στα τέλη του 1930 η επίθεση των εφημερίδων εντάθηκε λόγω του σκανδάλου του «λογιστικού λάθους» στην τιμή του ψωμιού αλλά κυρίως λόγω του σκανδάλου της κινίνης. Το σκάνδαλο του «λογιστικού λάθους» στην τιμή του άρτου, ήταν ένα λάθος της αγορανομίας που χρέωνε εκ παραδρομής ακριβότερα 50 λεπτά την οκά του ψωμιού. Το λάθος το βρήκε ο Γενικός Διευθυντής του Χημείου του Κράτους Ευστράτιος Γαλόπουλος.
Η είδηση του «λογιστικού λάθους» πήρε αμέσως διαστάσεις με την αντιπολίτευση να προσπαθεί να την εκμεταλλευθεί. Ο Βενιζέλος απέδειξε εύκολα πως από το λάθος κανείς δεν ευνοήθηκε και εξήρε δημοσίως τον ρόλο του Γαλόπουλου ως εξαίρετου υπαλλήλου που απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης του. Λίγες εβδομάδες πριν στα μέσα Οκτωβρίου του 1930 είχε ξεσπάσει το μεγάλο σκάνδαλο της νοθευμένης κινίνης στην Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα βρέθηκαν δισκία κινίνης τα οποία δεν περιείχαν την προβλεπόμενη ποσότητα κινίνης αλλά στην θέση της περιείχαν… αλεύρι. Η βασική υποψία ήταν ότι οι Φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκεύαζαν τα δισκία παρακρατούσαν την κινίνη που τους παρείχε το κράτος και την εμπορεύονταν προς ίδιο όφελος. Το σκάνδαλο είχε σημαντικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη καθώς στρεφόταν άμεσα κατά της δημόσια υγείας. Ο Βενιζέλος όταν πληροφορήθηκε το σκάνδαλο διέταξε αμέσως κατεπείγουσα έρευνα για να βρεθούν οι ένοχοι.
Στα τέλη Νοεμβρίου αμέσως μετά το σκάνδαλο του «λογιστικού λάθους» ο Γαλόπουλος κλήθηκε να απολογηθεί στον ανακριτή για το σκάνδαλο της νοθευμένης κινίνης και μετά την απολογία του προφυλακίστηκε ως βασικός ύποπτος. Η αντιπολίτευση έφερε το θέμα στο κοινοβούλιο με πρόθεση να εκθέσει τον Βενιζέλο που είχε επαινέσει τον Γαλόπουλο. Η επερώτηση έγινε από τον βουλευτή του Λαϊκού κόμματος Νικολίτσα, αλλά στηρίχθηκε επίσης από τους Παπαναστασίου, Κονδύλη και Ζαβιτσάνο που επιτέθηκαν ομαδικά κατά του Βενιζέλου. Ο πρωθυπουργός ήρθε σε δύσκολη θέση, αλλά δεν εγκατέλειψε την υπεράσπιση του Γαλόπουλου. Ανέφερε μάλιστα πως θεωρούσε τον Γαλοπουλο εντιμότατο και αυτή την άποψη θα υποστήριζε μέχρι να αποφανθούν διαφορετικά τα αρμόδια δικαστήρια. Η λέξη «εντιμότατο» από τον λόγο Βενιζέλου έγινε την επομένη ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο αντικυβερνητικό σύνθημα που προβλήθηκε από την αντιπολίτευση αλλά και από τον τύπο. Οι εφημερίδες κατηγόρησαν τον Βενιζέλο για προσπάθεια επηρεασμού της δικαιοσύνης υπέρ του Γαλόπουλου, ενώ η λέξη «εντιμότατος» χρησιμοποιήθηκε ειρωνικά για συλλήβδην όλα τα Βενιζελικά στελέχη, αλλά και γενικότερα για πρόσωπα αμφίβολης ηθικής.
Ο Γαλόπουλος όμως ήταν αθώος. Το πενταμελές εφετείο με απόφαση του στις 20 Ιουνίου 1931 τον απάλλαξε από της κατηγορίες ύστερα από μια εξονυχιστική διαδικασία. Αυτό όμως δεν κόπασε καθόλου την πολεμική του αντιπολιτευόμενου τύπου, που είτε πέρασε την είδηση στα «ψιλά», είτε κατηγόρησε την δικαιοσύνη ότι μερολήπτησε υπέρ του προστατευόμενου του Βενιζέλου. Όπως όμως αναφέραμε ο Γαλόπουλος ήταν αθώος και ήταν όντως εντιμότατος. Αυτό πιστοποίησε ο επόμενος διευθυντής του Χημείου του Κράτους Δόσιος που τοποθετήθηκε στην θέση αυτή από το Λαϊκό κόμμα όταν αυτό ήρθε στην εξουσία. Σύμφωνα με τον Δόσιο από τους ελέγχους που έγιναν, η νοθευμένη κινίνη βρέθηκε μόνο σε μια μερίδα κουφέτα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Σε όλα τα υπόλοιπα δείγματα που εξετάστηκαν βρέθηκε μια αστάθεια της ποσότητας κινίνης ανά κουφέτο που όμως δεν ξεπερνούσε τα 2 χιλιοστά του κιλού ενώ η αστάθεια ήταν μερικές φορές προς τα πάνω (περιείχαν δηλαδή περισσότερη κινίνη). Αυτή η αστάθεια όμως ήταν νόμιμη καθώς προβλεπόταν από την σύμβαση με τους εργολάβους. Ουσιαστικά σε κάθε κιλό κινίνης που έβγαινε στην αγορά έλειπαν 2 η 3 γραμμάρια στην χειρότερη περίπτωση.
Έτσι λοιπόν εντελώς αυθαίρετα ο εισαγγελέας πολλαπλασίασε τους τόνους που είχαν διατεθεί με την φύρα αυτή και μήνυσε -άδικα- τον Γαλόπουλο ως καταχραστή. Το 1934 επί κυβερνήσεως Τσαλδάρη έγινε αναθεώρηση της δίκης Γαλόπουλου ο οποίος αθωώθηκε τελεσίδικα. Ο ίδιος όμως βγήκε ένα ψυχικό ερείπιο από την διαπόμπευση του ονόματος του. Έζησε για λίγα χρόνια στον Βόλο όπου και πέθανε, η σύμφωνα με άλλη εγκυρότερη μαρτυρία τον προσέλαβε ο Θεσσαλονικιός επιχειρηματίας Κοσμάς Πανούτσος ως διευθυντή του μύλου της «Αλλατίνη» μετά από προσωπική παράκληση του Βενιζέλου. Το όνομα του έμεινε για πολλά χρόνια στην συνείδηση της κοινής γνώμης ως συνώνυμο της κρατικής διαφθοράς, φήμη που συντηρήθηκε και στα μεταπολεμικά χρόνια.