«…Την Πολιτεία δύο Λάμιες την ρημάζουνε:
Η λύσσα του καλόγερου, του δάσκαλου η μανία.»
Κωστής Παλαμάς, ως γραμματέας του πανεπιστημίου Αθηνών, αμέσως μετά τα αιματηρά επεισόδια της Πέμπτης 8 Νοεμβρίου (Η Τριλογία του Θυμού)
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Στην ελληνική πολιτική ιστορία είναι πολλές οι φορές που κάποιες χαρακτηριστικές εκφάνσεις και στιγμές της, λειτούργησαν άλλοτε στο παρασκήνιο συμπληρώνοντας το συνολικό ιστορικό σκηνικό, και άλλοτε στο προσκήνιο συνιστώντας οι ίδιες αυτόνομα ιστορικά γεγονότα. Και μάλιστα με διεθνή αντίκτυπο καθώς οι Μ. Δυνάμεις παρεμβαίνουν μέσω των πρεσβειών και των διασυνδέσεων τους στο παλάτι και στα κοινωνικά-οικονομικά δίκτυα ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και την Ισχυρή παρουσία της ομογένειας. Κάποιες είναι ενδεχομένως γνωστές, ενώ άλλες, εξίσου σημαντικές, παρέμειναν άγνωστες, φιλοξενούμενες μόνο σε εξειδικευμένα ιστορικά βιβλία.
Αυτά τα γεγονότα επιχειρούμε στις Κοινοβουλευτικές Ιστορίες να εξιστορήσουμε ή να υπενθυμίσουμε, θεωρώντας σε κάθε περίπτωση ότι συνέβαλαν με τον τρόπο τους στη διαμόρφωση του ευρύτερου πλαισίου του ιστορικού πολιτικού «σκηνικού».
Μετά από τα Σκιαδικά, τα Λαυρεωτικά, την υπόθεση Παρκερ, τα Μουσουρικά, και τα Πετσωματικά, συνεχίζουμε στον εικοστό αιώνα με τα Ευαγγελιακά ή Ευαγγελικά.
Τα ευαγγελιακά ξεκινούν, με την μετάφραση της Όλγας το 1898. Έμεινε όμως να εννοούμε όταν λέμε «Ευαγγελικά», ή Ευαγγελιακά, μια ακόμα ταραγμένη περίοδο στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου του 1901.
Με αφορμή τη δημοσίευση από την εφημερίδα «Ακρόπολις» των Ευαγγελίων, μεταφρασμένων ή μεταγλωττισμένων θα λέγαμε ή ακόμα και παραφρασμένων, κατά την τρέχουσα τότε άποψη, στη δημοτική γλώσσα, φοιτητές κυρίως αλλά και απλός κόσμος, ξεχύθηκαν στους δρόμους με αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρά επεισόδια.
Δυστυχώς και η ανατολή του 20ου αιώνα, βρήκε την Ελλάδα να βιώνει την πρώτη και αιματηρή σύγκρουση με αφορμή ένα ζήτημα θρησκευτικού, αυτή τη φορά χαρακτήρα.
Μια σύγκρουση, η οποία προκάλεσε σοβαρότατη πολιτική κρίση με άμεση συνέπεια την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας και παραίτηση του Μητροπολίτη Προκόπιου.
Η ιστορία αρχίζει το 1898, ένα χρόνο μετά τον εξαντλητικό για τη Χώρα ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η βασίλισσα Όλγα, αποφασίζει και αναθέτει στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη τη μετάφραση του Ευαγγελίου σε γλώσσα που να διαβάζεται από το λαό. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, συλλαμβάνει την ιδέα όταν επισκεπτόμενη τα νοσοκομεία κατά τη διάρκεια του πολέμου αντιλαμβάνεται ότι η τότε εγκεκριμένη μετάφραση των «εβδομήκοντα» ελάχιστα γίνεται κατανοητή από τους περισσότερους ασθενείς και τραυματίες του πολέμου.
Να εξηγήσουμε εδώ ότι η μετάφραση των Εβδομήκοντα αποτελεί τη σπουδαιότερη από τις πρώτες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης και την πρώτη, στην ουσία, γραπτή μετάφραση από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή γλώσσα. Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος, πρώην ιερέας των ανακτόρων και όπως λέγεται έμπιστος του παλατιού, «μελετήσας αυτήν(τη μετάφραση) επισταμένως απεφάνθη ότι είναι καλή και έδωκε την άδεια εις την βασίλισσα ίνα τη δημοσιεύση». Η βασίλισσα Όλγα ενθαρρυμένη από τη στάση του Προκοπίου προχωρεί και πιέζει το Υπουργείο Παιδείας να εκδώσει εγκύκλιο με την οποία να συνιστά τη διάδοση της μετάφρασης. Ο Υπουργός Παιδείας Αντώνης Μομφεράτος ζητά την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Η Ιερά Σύνοδος της οποία Πρόεδρος είναι ο Προκόπιος, όταν της ζητείται επίσημα η άδεια να εκδοθεί μεταφρασμένο το Ευαγγέλιο απαντά αρνητικά. Ο Αρχιεπίσκοπος συμπλέει με την απόφαση. Ωστόσο η βασίλισσα επιμένει, και το έργο κυκλοφορεί αρχικά σε χίλια αντίτυπα στις αρχές του 1901 με την ένδειξη «κείμενον» και μετάφρασις του ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του Ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Αυτού Μεγαλειότητας της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας εκδιδόμενα».
Η έκδοση αν και περιορισμένη, προκαλεί έντονες αντιδράσεις στον Τύπο, τους εκκλησιαστικούς κύκλους και την ιδιαίτερα ισχυρή τότε Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Στο… παιχνίδι θα λέγαμε σήμερα, μπαίνει και ο Τύπος με την εφημερίδα «Ακρόπολη», η οποία τον Σεπτέμβριο δημοσιεύει μια άλλη μετάφραση των Ευαγγελίων, από τον Αλέξανδρο Πάλλη, στη δημοτική, την λεγόμενη «μαλλιαρή».
Λέγεται, ότι η λέξη Μαλλιαρή, – κατά τον Πανεπιστημιακό Καθηγητή Κουμανούδη – η συνήθης τιτλοφόρηση είναι από το 1892 και μετά: «χυδαία» και όσοι την μιλούν: «χυδαισταί» – η λέξη Μαλιαρή λοιπόν, καθιερώθηκε το 1898, όταν ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Ιωάννης Κονδυλάκης απευθυνόμενος στους δημοτικιστές συναδέλφους του που συνέπιπτε να αφήνουν μακριά μαλλιά σχολίασε: ιδού και η μαλλιαρή φιλολογία…
Στις 5 Νοεμβρίου η «Ακρόπολις» δημοσιεύει άρθρο για τους καθηγητές της Θεολογικής, διερευνώντας τον τρόπο εκλογής τους, τις πανεπιστημιακές τους συμμαχίες και φυσικά τις ενδοπανεπιστημιακές τους κόντρες, καταλήγοντας μάλιστα με το εξής ειρωνικό σχόλιο:
«Ν’ αφορίσομεν δεν και την Βασίλισσαν που θέλει να κατεβάσει τα λόγια του Χριστού μέχρι των μανάβηδων και των μπακάληδων. Αυτοί είναι οι Θεολόγοι ! Και από τέτοιες κουτσές εμπνεύσεις συγγράφονται τα κουτσοφόρα υπομνήματά τους»! Το άρθρο εξοργίζει όχι μόνο τους φοιτητές της θεολογικής αλλά και από άλλες σχολές και σημαντικό είναι ότι πρωτοστατούν οι φοιτητές από αλύτρωτες περιοχές- που συνεδριάζουν στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου, καταλήγουν σε ψήφισμα και βαδίζουν κατά των γραφείων της εφημερίδας, της «Ακρόπλολης» και προξενούν φθορές. Οι εφημερίδες «Εμπρός», «Σκριπ», και «Καιροί» ξεσπάθωσαν εναντίον των δημοτικιστών αποκαλώντας τους «πουλημένους», «προδότες». Βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι με τη μετάφραση γίνεται διάσπαση της θρησκευτικής και της εθνικής ενότητας.
Έτσι το ζήτημα αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή. Δεν ήταν πλέον γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό θέμα αλλά είχε αναδειχθεί σε πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων». Υποδαυλίζονταν τα πνεύματα με απόψεις όπως ότι η «μετάφραση» του Ευαγγελίου ήταν έργο των «ἐχθρῶν τῆς πατρίδος» και ότι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος».
Έτσι, δεν άργησε, τα πράγματα να εξελιχθούν σε τραγωδία.
Εδώ να εξηγήσουμε ότι σύμφωνα με τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, που ασχολήθηκε και ερεύνησε διεξοδικά το θέμα των «Ευαγγελικών», τα δραματικά γεγονότα των Αθηνών ουσιαστικά υποκινήθηκαν από τις ξένες διπλωματικές αποστολές της Γερμανίας και της Ρωσίας. Να θυμίσουμε ότι η Σοφία, αδελφή του Γερμανού Κάιζερ ήταν σύζυγος του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ η βασίλισσα Όλγα, αδελφή του Ρώσου τσάρου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Γιάννη Κορδάτο, η γερμανική διπλωματία, διαθέτοντας τεράστια ποσά εξαγόρασε μια σημαντική μερίδα του ελληνικού Τύπου της εποχής, που διατάχτηκε να επιτεθεί κατά της μετάφρασης του Ευαγγελίου, προκειμένου να μειωθεί το κύρος της βασίλισσας Όλγας, η οποία είχε την πρωτοβουλία της αρχικής μετάφρασης, και παράλληλα να κατασυκοφαντηθεί και η ρωσική πολιτική, ότι δήθεν επιδίωκε την αλλοτρίωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και των χριστιανικών δογματικών τους παραδόσεων. Στα πλαίσια της γερμανικής αυτής προπαγάνδας διαδιδόταν ότι η έκδοση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου είχε γίνει με «ρωσικά ρούβλια».
Από το πρωί της 6ης Νοεμβρίου όλο το Πανεπιστήμιο ήταν επί ποδός. Οι παραδόσεις των καθηγητών διακόπηκαν και οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν αρχικά στα Προπύλαια και στη συνέχεια έκαναν διαδήλωση στα γραφεία των εφημερίδων «Ακροπόλεως» (στην οδό Σοφοκλέους) και «Άστεως» (στην οδό Φιλελλήνων), οι οποίες είχαν γράψει επικριτικά σχόλια για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις .
Πέμπτη 8 Νοεμβρίου
Οι φοιτητές παραμένουν συγκεντρωμένοι στα προπύλαια. Η συντονιστική επιτροπή των φοιτητών συνεδριάζει και από κοινού με μέλη συντεχνιών αποφασίζει να πραγματοποιήσει πορεία και συλλαλητήριο με κατάληξη τις στύλους του Ολυμπίου Διός.
Η Κεντρική Επιτροπή Φοιτητών του Πανεπιστημίου και λαού Αθηνών- Πειραιώς, που πρωτοστάτησε στα «Ευαγγελιακά». Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που καταγράφεται συμμετοχή της νεολαίας σε αντιδραστικό κίνημα.
Την ίδια ώρα ο Αρχηγός της Χωροφυλακής Δημήτρης Σταϊκος, ενημερώσει τις πρυτανικές αρχές ότι βάσει σχετικής απόφασης που έχει λάβει τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα η κυβέρνηση, δεν θα επιτραπεί καμία πορεία η εκδήλωση εκτός του πανεπιστημιακού χώρου. Οι πρυτανικές αρχές τοιχοκολλούν το έγγραφο της αστυνομίας. Οι φοιτητές επιμένουν διαβεβαιώνοντας ότι θα «πορευθούν ειρηνικά» μέχρι τις στύλους του Ολυμπίου Διός και στην απόφασή τους βρίσκουν αρωγούς τους προέδρους των συντεχνιών, οι οποίοι αποφασίζουν συμμετοχή των μελών τους στο συλλαλητήριο. Παράλληλα με τα όσα διαδραματίζονται στο Πανεπιστήμιο, δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής λαμβάνουν θέσεις σε νευραλγικά σημεία της πρωτεύουσας, αποκλείοντας την οδό Σταδίου και Πανεπιστημίου στο ύψος της σημερινής πλατείας Συντάγματος. Άλλα τμήματα παρατάσσονται γύρω από τη Βουλή (στη σημερινή πλατεία Κολοκοτρώνη) και άλλα γύρω από τα Ανάκτορα (τη σημερινή Βουλή). Στη συνέχεια, ένα τμήμα των συγκεντρωμένων που βρίσκονταν επί του μέσου της οδού Κοραή θεώρησε ότι ξεκίνησε η πορεία προς τη Μητρόπολη και άρχισε να κινείται προς την οδό Σταδίου. Κάποιοι «ἐν ἐθνικῇ μέθῃ τελοῦντες» όπως έγραφαν κάποιες εφημερίδες επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη. Αλλοι, θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής με την αιτιολογία «διὰ νὰ φρονηματίσουν» τον Αρχιεπίσκοπο», και η Χωροφυλακή —καθώς δεν υπήρχε Αστυνομία τότε— «ἐδοκίμασε ἐπὶ κεφαλῶν (των διαδηλωτών) ἄμετρον βίαν». Τα επεισόδια έλαβαν μεγάλες διαστάσεις.
Τότε κινήθηκε και το ιππικό το οποίο προσπάθησε να εμποδίσει την πορεία.
Ο επικεφαλής ίλαρχος Μηλιώτης διατάσσει επέλαση. Οι ιππείς δέχονται πέτρες αλλά και πυροβολισμούς που προέρχονται από το πλήθος, με αποτέλεσμα να παρέμβουν στρατός και Χωροφυλακή απαντώντας αρχικά με πυροβολισμούς στον αέρα. Επικρατεί πανικός. Σε λίγα λεπτά η περιοχή έχει αδειάσει. Ο τραγικός απολογισμός των επεισοδίων αυτών ήταν οκτώ έως έντεκα, σύμφωνα με διάφορες πηγές, νεκροί. Επίσης, υπήρξαν 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα.
Εδώ να πούμε πως ο Κωστής Παλαμάς γράφει την «Τριλογία του Θυμού» εν βρασμώ ψυχής για πρώτη φορά, κατά τον πανικό και την άναρχη κατάσταση, που επικράτησε λόγω του θανάτου των διαδηλωτών. Μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς , κατευθύνονται προς την οικία του Παλαμά, στην αρχή της οδού Ασκληπιού, και «…μπροστά από το αμπαρωμένο σπίτι του ποιητή, για να ξεθυμάνουν, έκαψαν κάμποσα βιβλία από την μετάφραση του Ευαγγελίου και φύλλα της Ακρόπολης. Ο Παλαμάς, έτυχε κείνη την ώρα να μην είναι στο σπίτι του, γιατί βρισκόταν στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο…» . Την Τριλογία… θα την ξαναδουλέψει ο ποιητής και πάλι εν βρασμώ ψυχής, αμέσως μετά τα Ορεστιακά.
Σαρανταοκτώ ώρες μετά τα γεγονότα της 8ης Νοεμβρίου 1901, η Βουλή περιφρουρούμενη από τμήματα του στρατού και της χωροφυλακής, συνεδρίασε σε ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Πλήθος κόσμου έχει συγκεντρωθεί επί της οδού Σταδίου και με ανάμεικτες αντιδράσεις «υποδέχεται» τα μέλη της κυβέρνησης και τον Αρχηγό της αντιπολίτευσης Θόδωρο Δηλιγιάννη.
Πριν αρχίσει η συζήτηση η αντιπολίτευση ζητεί την εκκένωση των θεωρείων, αίτημα το οποίο απορρίπτεται. Ο βουλευτής Ροδόπουλος κατηγορεί την κυβέρνηση ότι με εντολή της ο στρατός άνοιξε πυρ. Απαντώντας ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης ζήτησε αποδείξεις: «Φέρατε τας αποδείξεις σας, κατηγορήσατέ μας και ημείς θα απολογηθώμεν. Δεν υπάρχει ανάγκη διατυπώσεων κατηγορίας, αφού έχομεν τα γεγονότα τα οποία συνετάραξαν ολόκληρον το πανελλήνιον, αντέτεινε η αντιπολίτευση».
Κουμουνδούρος: Το κράτος διατελεί εις αληθή επανάστασιν και σεις θέλετε κατηγορητήριον;
Θεοτόκης: Επιμένω εις τα όσα είπον. Όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή, εγώ δι επισήμων εγγράφων τα οποία θα προσκομίσω εις την Βουλήν θα αποδείξω οποία υπήρξεν η δράσις της κυβερνήσεως… Μας αποκαλέσατε δολοφόνους αλλά δεν έχετε το θάρρος να μας το ειπείτε από του βήματος της Βουλής, διότι είμεθα έτοιμοι να αντικρούσομεν τοιαύτην μιεράν συκοφαντίαν.
Δαούτης: Δολοφόνους σας απεκάλεσεν ο λαός.
Θεοτόκης: Μα απεκαλέσατε δολοφόνους, αλλ’ ημείς θα αποδείξωμεν το ενάντιον. Ο στρατός δεν έλαβεν διαταγάς να πυροβολήσει. Καίτοι προεπιλακίσθη, ελιθοβολίθη και εξυβρίσθη, εντούτοις όπου εδιατάχθη να πυροβολήση επυροβόλησεν εις τον αέρα. Όλαι αι εξαχθείσαι σφαίραι από τους φονευθέντας και τους τραυματίας δεν είναι σφαίραι του στρατού. Απεδείχθη ότι είναι σφαίραι μικροτέρας διαμέτρου. Έχομεν επισήμους αποδείξεις περί τούτου. Οι φόνοι και οι τραυματισμού προήλθον εκ σφαιρών περιστρόφων τα οποία έφερον οι διαδηλωταί.
Αναστασόπουλος: Οι φόνοι προήλθον εκ πυροβολισμών ριφθέντων εκ του Υπουργείου Οικονομικών. Διατί η εισαγγελική αρχή δεν ενήργησε τα δέοντα προς ανακάλυψιν των ενόχων;
Λεβίδης: Οι ιατροί του νοσοκομείου διεβεβαίωσαν ότι όλαι αι σφαίραι των θυμάτων έχουν διεύθυνσιν εκ των άνω προς τα κάτω. Ποία δε ήτο η ανάγκη των νεκροφόρων αμαξών αι οποίαι περιεφέροντο ανά την πόλην όπισθεν των ναυτικών αγημάτων;!
Στο τέλος ο Πρωθυπουργός ζήτησε την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Η ψηφοφορία έγινε με το πενταμελές (εκείνη την εποχή) υπουργικό συμβούλιο να απέχει και η κυβέρνηση την κέρδισε με διαφορά 22 ψήφων.
Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα παρέμενε τεταμένη με τις διαδηλώσεις να συνεχίζονται, σε μικρότερη όμως κλίμακα μεν, αλλά την ίδια ένταση και χωρίς να λείπουν οι ανταλλαγές πυροβολισμών μεταξύ πολιτών και αστυνομίας. Την Κυριακή 11 Νοεμβρίου, ο Γ. Θεοτόκης ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Γεώργιο και υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του. Στα ανάκτορα κλήθηκε, για να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος ηγούνταν στη Βουλή ομάδας 14 βουλευτών, και όχι ο αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης Θ. Δηλιγιάννης (το κόμμα του είχε 49 βουλευτές). Η νέα κυβέρνηση, που στηριζόταν και στις ψήφους των βουλευτών του κόμματος του Γ. Θεοτόκη, παρέμεινε στην εξουσία σχεδόν ένα χρόνο. Η κατάσταση εκτονώθηκε σταδιακά με κατάληξη ενός ακόμα συλλαλητηρίου στα μέσα Δεκεμβρίου, στο οποίο οι διαδηλωτές έκαψαν συμβολικά ένα αντίτυπο της επίμαχης μετάφρασης χωρίς όμως να επαναληφθούν επεισόδια…!
H εφημερίδα Ἀκρόπολις διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος ἀμείλικτος παντὸς φρονοῦντος ἀντεθνικῶς καὶ ἀτίμως ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον δὲν πρέπει νὰ ἀναγιγνώσκεται ἐν ταῖς εκκλησίαις εἰς ἄλλην τινὰ γλῶσσαν πλὴν ἐκείνης εἰς τὴν ὁποίαν ἐγράφη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀνδρῶν».
Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη. Τα «Ευαγγελιακά» όμως οδήγησαν και σε κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στη βασίλισσα Όλγα και τη σύζυγο του γιου της, διαδόχου Κωνσταντίνου, Σοφία. H εθνική και δογματική διαφορά που τις χώριζε τροφοδότησε ακόμη έναν εθνικό διχασμό, καθώς η Όλγα, Ρωσίδα μεγάλη δούκισσα, αδελφή του Τσάρου, θεωρούνταν εκφραστής των ρωσικών, δηλαδή «σλαβικών», συμφερόντων στην Ελλάδα και η Σοφία, πρώην πριγκίπισσα της Πρωσίας, αδελφής του Γερμανού Κάιζερ, των γερμανικών. Ο βασιλιάς Γεώργιος εξέφραζε τα αγγλικά συμφέροντα…
Είπαμε στην αρχή ότι με την έναρξη του 20ου Αιώνα, η Ελλάδα συνέχισε να βιώνει αιματηρές συγκρούσεις και μόλις το 1901, την πρώτη χρονιά, είχαμε και τα πρώτα επεισόδια που μόλις παρακολουθήσατε. Δυστυχώς όχι πολύ αργότερα, αλλά δυο χρόνια μετά, το 1903 ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει και η μετάφραση της Ορέστειας του Αἰσχύλου από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, ενός «διαπρεποῦς ἀρχαιολόγου» από τα αρχαία ελληνικά στην καθαρεύουσα. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινημένοι και αυτή τη φορά από τον καθηγητή τους Γεωργίου Μιστριώτη, διαδήλωσαν απαιτώντας να μη γίνει η παράσταση. Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν, ή κατά άλλες πηγές δύο, νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τα θλιβερά αυτά επεισόδια έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά». Δυστυχώς δεν ήταν τα μόνα. Τελικά, όπως φαίνεται ταραγμένες στιγμές στην Ελληνική πολιτική ιστορία πάντα υπήρξαν. Το ερώτημα είναι αν πέρασαν…