Το Νοέμβριο του 1918 ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει και η Ελλάδα είχε πολλά ανοιχτά θέματα. Μπορεί να είχε μεγαλώσει εδαφικά, αλλά υπήρχαν πολλές αλύτρωτες περιοχές. Ο Βενιζέλος έπρεπε να διεκδικήσει την Ανατολική Μακεδονία, τη Θράκη (ενιαία κι όχι Ανατολική και Δυτική όπως έγινε αργότερα), τη Σμύρνη, τη Βόρεια Ήπειρο, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο.
Ο κατάλογος ήταν μεγάλος και έτρεμε στην ιδέα ότι οι Σύμμαχοι θα έδιναν το ελάχιστο μόνο και μόνο επειδή η χώρα είχε μπει με σημαντική καθυστέρηση στο Μεγάλο Πόλεμο.
Στις 27 Νοεμβρίου ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέπτεται το Παρίσι. Συναντάται με τον Γάλλο ομόλογό του Ζορζ Κλεμανσό. Τον συνοδεύει ο πρεσβευτής μας στο Παρίσι Άθως Ρωμάνος που είχε δεχτεί προτάσεις για τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία στην Ουκρανία. Η πρόταση πλέον είναι επίσημη κι ακούει την «αντιπροσφορά»:
«Η γαλλική κυβέρνηση θα πάρει πρωτοβουλία για την επέκταση της Ελλάδας στη Θράκη», αλλά παράλληλα κρατά αποστάσεις από τα άλλα αιτήματα:
«Θα υποστηρίξουμε την Ελλάδα στο ζήτημα της Σμύρνης, αρκεί να προταθεί από την Αγγλία ή τις ΗΠΑ».
Δεν ήταν η καλύτερη εξέλιξη, αλλά ο Βενιζέλος δηλώνει ότι η Ελλάδα θα συνδράμει στην προσπάθεια.
Τι γινόταν όμως στην Ουκρανία; Εμφύλιος πόλεμος. Από τη μια οι Σοβιετικοί, ο Κόκκινος Στρατός δηλαδή και οι «Λευκοί» οι αντεπαναστάτες δηλαδή.
Γιατί καίγονταν οι Δυτικοί για το ποιος θα επικρατήσει;
Η προφανής απάντηση είναι ότι δεν ήθελαν ένα εργατικό καθεστώς να επικρατήσει σε μια πρώην Αυτοκρατορία. Μπορούσε να δημιουργήσει παράδειγμα για ανάλογες εξεγέρσεις και σε άλλες χώρες. Η σωστή απάντηση είναι τα δάνεια που είχαν δώσει στο τσαρικό καθεστώς οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και οι Μπολσεβίκοι δεν τα αναγνώριζαν, άρα και δεν τα πλήρωναν!
Η αλληλογραφία του πρεσβευτή Άθου Ρωμάνου με το Υπουργείο Εξωτερικών δείχνει ότι ο Βενιζέλος το ξανασκέφτηκε. Είχε επιφυλάξεις. Μέχρι και φόβους για τους «κινδύνους να μολυνθούν οι Έλληνες στρατιώτες από το μικρόβιο του κομμουνισμού» επικαλέστηκε. Μάταια. Οι Γάλλοι υπολόγιζαν στο ετοιμοπόλεμο των Ελλήνων. Οκτώ χρόνια πολεμούσε η Ελλάδα, θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά.
Τελικά συμφωνήθηκε το εκστρατευτικό σώμα να αποτελείται από έξι Μεραρχίες και μάλιστα με ελλειπή στελέχωση και να είναι «επικουρικό». Δηλαδή, να προσφέρει υπηρεσίες αφού θα ήταν υπό τις διαταγές του Γάλλου Στρατηγού Εσπερί. Ο Βενιζέλος συναντήθηκε μαζί του στη Θεσσαλονίκη. Θα έστελνε 22.500 οπλίτες και 842 αξιωματικούς.
Αναχώρησαν από τη Χαλκιδική την Πρωτοχρονιά του 1919, σχεδόν μυστικά. Οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν υπό καθεστώς λογοκρισίας ανέφεραν το γεγονός μέρες αργότερα! Επικεφαλής ήταν ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ, επιτελάρχης ο Αλέξανδρος Οθωναίος και διοικητές Συνταγμάτων οι Γεώργιος Κονδύλης, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και Νικόλαος Πλαστήρας.
Η εκστρατεία αντιμετώπισε από την αρχή προβλήματα. Ο ντόπιος πληθυσμός έβλεπε το σώμα ως «εισβολείς», οι Έλληνες πάλι γινόντουσαν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους ελληνικούς πληθυσμούς των περιοχών, οι Πόντιοι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί τα τελευταία χρόνια τους θεωρούσαν προστάτες τους, αλλά όλα αυτά τους έκαναν αντιπαθείς στις υπόλοιπες εθνικές ομάδες.
Το ελληνικό στοιχείο δεν είχε άλλο σημείο επαφής με τη Μητέρα Πατρίδα. Διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική ¨Ενωση, ενώ οι πλούσιοι που φοβόντουσαν την Επανάσταση εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ των Συμμάχων.
Η κατάρρευση των «Λευκών», η αδιαφορία των Γάλλων, το ρεύμα που είχαν οι «κόκκινοι» στους τοπικούς πληθυσμούς, αλλά και η υπεροπλία σε άνδρες έγειραν γρήγορα την πλάστιγγα υπέρ τους. Ο Νικόλαος Πλαστήρας σε επιστολή του στην Πηνελόπη Δέλτα διαπίστωνε ότι οι αντίπαλοι είχαν λόγο να πολεμήσουν. Ήταν η πατρίδα τους…
Τέσσερις μήνες κράτησε η περιπέτεια και συχνά οι στρατιωτικοί έπρεπε να λύσουν και θέματα καθαρά πολιτικά που είχαν να κάνουν με τους ελληνικούς πληθυσμούς και τις ανάγκες τους.
Οι Γάλλοι πάλι είχαν άλλα προβλήματα. Αρκετοί στρατιώτες και ειδικά ναύτες ασπάζονταν τις θέσεις των Μπολσεβίκων. Άρχισαν να αναρωτιούνται τι δουλειά έχουν στην άλλη άκρη (κυριολεκτικά για αυτούς) της Ευρώπης και επηρέαζαν αρνητικά τους υπόλοιπους.
Τον Απρίλιο όλα είχαν τελειώσει. Η εκστρατεία είχε αποτύχει και ο Ελληνικός Στρατός άφηνε 380 οπλίτες και 18 αξιωματικούς που είχαν πέσει στα πεδία των μαχών. Υπήρχαν και 657 τραυματίες (627 οπλίτες και 30 αξιωματικοί).
Η περιπέτεια όμως για τους Ελληνικούς πληθυσμούς μόλις άρχιζε. Τα Σοβιέτ που εγκαταστάθηκαν τους θεώρησαν ως τους υπ’ αριθμόν ένα εχθρούς. Είχαν συνεργαστεί με τους «εισβολείς» πολλοί μάλιστα τους είχαν βοηθήσει τόσο στη μεταφορά των όπλων, όσο και οικονομικά.
Ένα κύμα Ελλήνων προσφύγων είχε δημιουργηθεί. Πολλοί από αυτούς γινόντουσαν πρόσφυγες για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια. Ήταν Πόντιοι που είχαν καταφύγει εκεί τα προηγούμενα χρόνια για να γλιτώσουν από τις διώξεις των Τούρκων. Τώρα ξανά πρόσφυγες.
Στην Αθήνα επικράτησε πανικός. Η χώρα δεν μπορούσε να τους δεχτεί, ενώ υπήρχαν και αυτοί που υποστήριζαν ότι όλος αυτός ο κόσμος θα ήταν οργισμένος με τα λάθη της κυβέρνησης που τους έφερε σε αυτή την κατάσταση.
Ο Βενιζέλος προτείνει να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο υπουργός Εξωτερικών, ο διπλωμάτης Νικόλαος Πολίτης ξεχνά τους διπλωματικούς του τρόπους και μεταφέρει επιστολή στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας στην οποία διατυπώνει τις ενστάσεις του Βενιζέλου:
« … συμμετοχή ημών εις εκστρατείαν Ρωσσίας εγένετο τη επιμόνω αιτήσει Συμμάχων και ότι αφ ’ ου ζητούσι όπως στρατεύματά μας παραμείνωσιν επί του Δνειστέρον, η εις Ελλάδα μεταφορά προσφύγων θα ηύξανε δυσφορίαν κοινής γνώμης περί ανοήτου ταύτης εκστρατείας και θα καθίστα περαιτέρω παραμονήν Ελληνικού Στρατού επί ρωσσικών συνόρων προβληματικήν».
Μόνο, όταν έγινε γνωστό ότι ο αριθμός των προσφύγων δεν θα ήταν 100.000 όπως αρχικά είχε υπολογιστεί, αλλά λιγότεροι από 15.000 δόθηκε έγκριση μεταφοράς τους στην Ελλάδα. Όσο για τον Στρατό επέστρεψε αφού για ένα διάστημα μεταφέρθηκε στα σύνορα της Ρωσίας με τη Ρουμανία. Το ηθικό είχε πέσει, με τους Γάλλους είχαν δημιουργηθεί πολλά προβλήματα, ακόμα και σε επίπεδο οπλιτών. Οι Σύμμαχοι είχαν τη νοοτροπία του στρατού Κατοχής κι αντιμετώπιζε το ντόπιο στοιχείο ως υποδεέστερο. Οι ¨Έλληνες πάλι, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από πρόσφατα απελευθερωμένες περιοχές, αναγνώριζαν σε αυτές τις συμπεριφορές τους δικούς τους δυνάστες και αντιδρούσαν.