Οι ταινίες με ιστορικό περιεχόμενο είναι πολλές. Κάποιες από αυτές είναι γνωστές υπερπαραγωγές. Τα θέματα άλλωστε που προσφέρονται είναι πολλά. Κυριαρχεί βέβαια στην υπόθεση η μυθοπλασία, ώστε να γίνει όσο πιο «κινηματογραφική» για να προσελκύσει περισσότερους θεατές.
Υπάρχουν όμως ιστορικά θέματα που δεν χρειάζονται… «παρεμβάσεις». Φανταστείτε λοιπόν να μάθουν στο Χόλυγουντ πως υπάρχει μια τέτοια ιστορία, η οποία είναι ασύγκριτα ανώτερη από κάθε πλασματική περιπέτεια, είναι αληθινή, μοναδική και συναρπαστική. Το εντυπωσιακότερο;
Ότι υπήρξε πρωταγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας ενός καταπληκτικού έπους από τα μεγαλύτερα της ανθρώπινης ιστορίας που ο ίδιος κατέγραψε! Το όνομά του Ξενοφών. Αν το γνώριζαν εκεί στο Χόλυγουντ…
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ. βρίσκει τη Σπάρτη νικήτρια και την Αθήνα ηττημένη να συνθηκολογεί με δυσβάσταχτους όρους. Μετά τόσα χρόνια στρατιωτικής θητείας, πολλοί είχαν ξεχάσει πως είναι ο αγρότης ή ο κτηνοτρόφος ή ο τεχνίτης…
Ίσως δεν τη γνώρισαν και ποτέ λόγω ηλικίας έτσι ώστε μόνη διέξοδο για να ζήσουν ήταν να προσφέρουν τον εαυτό τους ως μισθοφόρο στρατιώτη οι δυνατότητες των οποίων στη μάχη αναγνωρίζονταν και θαυμάζονταν ιδιαιτέρως στον αρχαίο κόσμο. Εκπαιδευμένοι, καταρτισμένοι σε πολεμικές επιχειρήσεις και στρατηγικές μάχης. Κάτι που έμαθαν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο.
Έτσι, με δεδομένο ότι υπήρχε πρόσφορο έδαφος στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Περσική αυλή, χιλιάδες ήταν οι Έλληνες πολεμιστές οι οποίοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε βασιλιάδες, διεκδικητές θρόνων και σατράπες του περσικού βασιλείου. Άλλωστε, τα πλούτη του Μεγάλου Βασιλιά αποτελούσαν ισχυρό δέλεαρ για τους Έλληνες στρατιώτες.
Μια από τις συμμετοχές ελληνικού τμήματος μισθοφόρων στην Περσία, καταγράφει βήμα προς βήμα ο Ξενοφών που την ονόμασε «Κύρου Ανάβαση». Ο Ξενοφώντας ήθελε να γνωρίσει τον Κύρο, για τον οποίο άκουγε τα καλύτερα λόγια. Ένας φίλος του λοιπόν, ο Πρόξενος, που ζούσε στο παλάτι του Κύρου στις Σάρδεις, τον κάλεσε να πάει εκεί για να τον γνωρίσει.
Ο Ξενοφώντας πήγε στις Σάρδεις, συνάντησε αυτόν τον περίφημο πρίγκιπα και καταγοητεύτηκε από την προσωπικότητά του και δέχθηκε να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του κατά των Πισιδών. Στην πραγματικότητα όμως, ο Κύρος είχε βάλει στο μάτι το θρόνο του αδελφού του Αρταξέρξη.
Την ίδια άγνοια είχαν και οι 13.000 μισθοφόροι συμπατριώτες του που εν τω μεταξύ είχαν στρατολογηθεί στο στρατό του Κύρου. Όταν το έμαθαν, ήταν πια αργά, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω… Ήταν 13.000 Έλληνες μισθοφόροι από όλα τα μέρη της Ελλάδας, Αρκάδες, Αχαιοί, Λακεδαιμόνιοι, Αργείοι και άλλοι Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Θράκες, Αθηναίοι, νησιώτες, Κρητικοί, Ίωνες και άλλοι Μικρασιάτες. Οι μισθοφόροι ήταν τυχοδιώκτες, εξόριστοι, φτωχοί που ονειρεύονταν να πλουτίσουν.
Εκεί, στη Βαβυλώνα, σε μια κωμόπολη που την έλεγαν Κούναξα, έγινε η μάχη ανάμεσα στους στρατούς των δύο αδελφών και νίκησε ο Αρταξέρξης. Ο Κύρος σκοτώθηκε. Εδώ να πούμε πως στην Ανατολή, οι στρατοί, όταν σκοτώνονταν ο Αρχηγός τους εγκατέλειπαν τη μάχη και παραδίδονταν ή υποχωρούσαν ατάκτως.
Η μάχη στα Κούναξα έγινε στις 5 Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. Οι μισθοφόροι Έλληνες ξεκινούν από τις Σάρδεις μαζί με το στρατό του Κύρου, περνούν την Κιλικία και τη Μεσοποταμία και το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς με το στρατό το βασιλιά Αρταξέρξη.
Μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου εκεί κοντά στη μυθική Βαβυλώνα, αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους στους Πέρσες, περνούν τον ποταμό Τίγρη και φτάνουν στις όχθες του ποταμού Ζαπάτα με το στρατό του νικητή και νόμιμου βασιλιά Αρταξέρξη γύρω-γύρω να τους καταδιώκει. Να σημειωθεί ότι οι Πέρσες είχαν καλέσει στο στρατόπεδό τους, τους Έλληνες στρατηγούς και τους σκότωσαν. Τώρα έπρεπε να βρουν τον τρόπο να σωθούν και να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Χωρίς αρχηγούς, χωρίς χρήματα και με τον κίνδυνο να συλληφθούν, ο Ξενοφών τους εμψυχώνει και τους παρακινεί να οργανωθούν και να επιστρέψουν.
Εδώ ξεκινά και το έπος της καθόδου των Μυρίων.
Οι Έλληνες καταδιωκόμενοι μισθοφόροι διασχίζουν τον ποταμό Ζαπάτα και μπαίνουν στη χώρα των Καρδούχων (προγόνων των σημερινών Κούρδων). Συνεχίζουν προς τα βόρεια μέσα από τα δύσβατα και ψηλά βουνά της χώρας, ενώ οι Καρδούχοι, πολεμικός λαός μαθημένος να ζει σ’ εκείνες τις απρόσιτες περιοχές, τους επιτίθεται διαρκώς.
Προχωρούν με δυσκολία μέσα στα παγωμένα βουνά, τους γκρεμούς και τις σφοδρές ανεμοθύελλες. Αλλά και ο Περσικός στρατός τους ακολουθεί, τους στήνει ενέδρες και τους επιτίθεται. Αντιστέκονται και υποχωρούν συντεταγμένοι. Όμως, δεν ήταν εύκολο να εμπλέκονται συνεχώς σε μάχες. Το φαγητό λιγοστό και έπρεπε να τρέχουν…!
Έπρεπε λοιπόν να τις αποφεύγουν και να ψάχνουν να βρουν την πολυπλοκότερη διαδρομή για να αποφύγουν τους εχθρούς με αντίκτυπο όμως τη σωματική τους αντοχή καθώς περιπλανιούνται σε άγνωστες, αδιάβατες και επικίνδυνες περιοχές.
Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Κύρου Ανάβαση που αναφέρεται στις κακουχίες που δοκίμασαν οι θρυλικοί εκείνοι Μύριοι: «Ακολουθούσαν μερικοί από τους εχθρούς και άρπαζαν όσα υποζύγια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν και τσακώνονταν μεταξύ τους γι’ αυτά. Και όσοι στρατιώτες είχαν χάσει την όρασή τους (Σημ: λόγω του χιονιού) και όσων τα δάχτυλα των ποδιών είχαν σαπίσει από το ψύχος έμεναν πίσω.
Για την όραση ένα βοήθημα κατά του χιονιού ήταν να προχωρεί κανείς κρατώντας μπροστά από τα μάτια του κάτι μαύρο. Για τα πόδια βοηθούσε να κινείται συνέχεια και να μη σταματά ποτέ και τη νύχτα να βγάζει τα παπούτσια του.
Όσοι κοιμούνταν φορώντας τα παπούτσια τους, χώνονταν οι ιμάντες μέσα στα πόδια τους και τα παπούτσια κοκάλωναν γύρω-γύρω. Γιατί φορούσαν τσαρούχια φτιαγμένα από δέρμα νεόγδαρτων βοδιών, καθώς τα παλιά τους παπούτσια είχαν λιώσει». (Ξενοφ. Κύρου Ανάβασις, βιβλ. Δ΄, κεφ. ε, 12-14).
Τον Δεκέμβριο του 400 π.Χ. περνούν την Καρδουχία και στρατοπεδεύουν στην πεδιάδα του ποταμού Κεντρίτη, παραπόταμου του Τίγρη, στα σύνορα μεταξύ Καρδουχίας και Αρμενίας. Στην απέναντι όχθη τους περιμένει εχθρικός στρατός, πεζοί και ιππείς Αρμένιοι έτοιμοι να τους επιτεθούν. Πίσω τους Καρδούχους. Επιλέγουν να μην εμπλακούν.
Είναι εξουθενωμένοι. Ξεφεύγουν μέσα από δυσκολοδιάβατα περάσματα, περνούν τον Κεντρίτη ποταμό και διασχίζουν την Αρμενία. Εδώ δοκιμάζονται από τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, από την πείνα και από τις δύσβατες οροσειρές που πρέπει να περάσουν. Φτάνουν στον ποταμό Φάση, τον περνούν κι αυτόν κι έρχονται αντιμέτωποι με άλλους παραταγμένους εχθρούς, άγριους και ανυπόταχτους, τους Χάλυβες, τους Ταόχους και τους Φασιανούς. Υποχρεώνονται να εμπλακούν.
Τους νικούν στη μάχη και μπαίνουν στη χώρα των Ταόχων. Μετά περνούν τη χώρα των Χαλύβων και φτάνουν στον ποταμό Άρπασο. Διασχίζουν τη χώρα των Σκυθηνών και φτάνουν στην πόλη Γυμνιάδα, όπου για πρώτη φορά, εκεί, τους υποδέχονται φιλικά.
Τους πληροφορούν ότι με πορεία λίγων ημερών θα φτάσουν στην ελληνική πόλη Τραπεζούντα. Οι 8.600 από τους 13.000 αρχικά, καταπονημένοι επιζώντες μισθοφόροι, ξεκινούν και μετά από πορεία πέντε ημερών αντικρίζουν από το όρος Θήχη τον Εύξεινο Πόντο στο βάθος. Η χαρά τους είναι απερίγραπτη, βρίσκονται πια πολύ κοντά σε ελληνική πόλη. Είναι ήδη Μάρτιος του 400 π.Χ.
Αυτό που έμεινε στην ιστορία είναι η περίφημη φράση «Θάλασσα, θάλασσα!» που ξεφώνησαν, όταν είδαν τον Πόντο… Συγκινημένοι αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν… Τα κατάφεραν. Περιπλανήθηκαν στις αφιλόξενες και δύσβατες χώρες της Ασίας και τα κατάφεραν.
Αυτό που έκαναν ήταν ένας άθλος. Γι’ αυτό εμπλέκουμε στην ιστορία μας και το ρόλο του Κινηματογράφου. Μιας ταινίας για να καταγράψει και να κάνει γνωστό σε όλον τον κόσμο αυτό το έπος, όπου 13.000 Έλληνες μισθοφόροι, κατάφεραν να αποφύγουν τον περσικό στρατό, διέσχισαν ορεινές χώρες μέσα σε βαρύτατο χειμώνα, διάβηκαν ποτάμια, σκαρφάλωσαν σε όρη απόκρημνα, αντιμετώπισαν πληθυσμούς εχθρικούς που τους επιτέθηκαν με αγριότητα και έφτασαν σε ελληνικό έδαφος ύστερα από εφτά περίπου μήνες μετά τη μάχη στα Κούναξα…
Δεν ήταν συντεταγμένος στρατός. Δεν ήταν πολεμιστές που πολέμησαν για να υπερασπίσουν την πατρίδα τους. Οι διχόνοιες μεταξύ τους είναι καθημερινή υπόθεση. Το ατομικό συμφέρον τους το βάζουν πάντα πάνω από το γενικό. Η αρπαγή και η λεηλασία από όπου περνούν είναι κάτι αυτονόητο. Οι στρατηγοί τους για να τους κάνουν καλά τους δελεάζουν με υλικά οφέλη σε κάθε δύσκολη περίσταση, αλλά κι εκείνοι δεν είναι καλύτεροι. Όποτε βρίσκουν την ευκαιρία υπεξαιρούν μέρος της κοινής λείας.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει κάτι που τους ενώνει και τους υποχρεώνει να συμμορφώνονται στις υποδείξεις των ανωτέρων τους… Είναι το συναίσθημα του φόβου. Καταλαβαίνουν ενστικτωδώς ότι πρέπει να είναι ενωμένοι, αν θέλουν να σωθούν. Στη «Κύρου Ανάβαση» ο Ξενοφώντας αναφέρει πως εκεί τα βράδια γύρω από φωτιά, επικαλούνταν τον Όμηρο ή άλλους ποιητές. Αυτό τους κάνει πιο ευγενικούς ή έχοντας καλούς τρόπους; Όχι βέβαια. Είπαμε τι είναι, ποιος ο σκοπός τους και ότι ακολουθούν μόνο τα χρήματα.
Γι’ αυτό λοιπόν η συγκεκριμένη περιπέτεια έχει κάτι το πρωτογενές στα ιστορικά δεδομένα. Ποτέ στρατός αποτελούμενος από στρατιώτες τόσο ανεξάρτητους δεν βρέθηκε τόσο χρόνο και σε τόσο κρίσιμες περιστάσεις σε συνεχή αγώνα προς τους εχθρούς του και δεν διαλύθηκε. Και… σημειωτέον, ως Αρχηγό εμπιστεύθηκαν έναν μη στρατιωτικό.
Τον Ξενοφώντα ο οποίος δεν γνώριζε τη στρατιωτική ορολογία και συμπεριφορά Στρατηγού προς τους στρατιώτες του, αλλά που κατάφερε τιθασεύσει το δυσήνιο αυτό πλήθος με τη λογική του, την ψυχραιμία του και την ηρεμία του. Κατάφερε να τον σέβονται. Δεν είναι επομένως παράξενο που ο Μέγας Αλέξανδρος μελέτησε την Κύρου Ανάβαση με προσοχή και διδάχτηκε από τη συνετή στάση του Ξενοφώντα απέναντι στους απείθαρχους στρατιώτες…