Λένε ότι ο θάνατος ενός ζωγράφου είναι… ευλογία για τους κληρονόμους του. Η αξία των έργων του αυξάνεται όπως και το ενδιαφέρον του κοινού.
Ο Μίμης Βιτσώρης δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Για βιοποριστικούς λόγους εικογραφούσε βιβλία και εργαζόταν σε εφημερίδες. Σήμερα θεωρείται εξαιρετικός εξπρεσιονιστής ζωγράφος. Στα 32 του χρόνια εργαζόταν στην εφημερίδα Βραδυνή εικογραφώντας διάφορα ρεπορτάζ.
Εδώ πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση. Οι εφημερίδες προπολεμικά δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τις σημερινές. Δεν είχαν ούτε χρώμα, ούτε την εκτύπωση που έχουν οι σύγχρονες. Οι φωτογραφίες έβγαιναν σκοτεινές και οι υπεύθυνοι προτιμούσαν τα σκίτσα.
Ο Βιτσώρης είχε εργαστεί στη Γαλλία σε περιοδικά και επιστροφή του στην Αθήνα το 1927 για λόγους υγείας τον οδήγησε γραφεία των ελληνικών πια εφημερίδων και περιοδικών.
Τον Ιούλιο του 1934 η εφημερίδα Βραδυνή δημοσίευσε σε δύο συνέχειες ένα ρεπορτάζ για τις… διακοπές των Αθηναίων στην Αθήνα. Το ρεπορτάζ μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για τον τρόπο διασκέδασης εκείνης της εποχής. Η πρωτεύουσα προσπαθούσε να ακολουθήσει την υπόλοιπη Ευρώπη στη διασκέδαση, αλλά υπήρχε έντονο και το προσφυγικό στοιχείο που την οδηγούσε στην Ανατολή και στις αναμνήσεις από τις πατρίδες που χάθηκαν. Μόλις 12 χρόνια νωρίτερα είχε αρχίσει το κύμα των προσφύγων να έρχεται στην Ελλάδα.
Κάπου εκεί μπαίνει το πενάκι του Βιτσώρη που μας δίνει υπέροχες εικόνες της εποχής. Η αξία τους είναι σημαντικότερη κι από την πιο καλοτραβηγμένη φωτογραφία. Στα σκίτσα υπάρχει και το συναίσθημα, η ευαισθησία του καλλιτέχνη.
Το ρεπορτάζ ξεκινά από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, το σύνορο των δύο κόσμων, όπως γράφει ο δημοσιογράφος Δ.Σ. Δέβαρης. Εκεί που συνυπάρχουν οι μοδάτες μπυραρίες με την ευρωπαϊκή μουσική και οι ρεμπέτικες σκηνές που έσβηνε ο κόσμος από τα προσφυγικά, τα σημερινά Κουντουριώτικα τους καημούς και τις πίκρες. Στα δεξιά βρίσκεται η ευρωπαϊκή πλερά της διασκέδασης, στα αριστερά η ανατολίτικη.
Προφανώς ο δρόμος αυτός το έχει να αποτελεί σύνορο. Τότε ήταν η διασκέδαση, σήμερα είναι ο δακτύλιος!
Ο δημοσιογράφος και ο ζωγράφος παίρνουν το τραμ 10, κατεβαίνουν στο τέρμα, στην οδό Ιπποκράτους κι αρχίζουν τη βόλτα τους.
Πρώτος σταθμός το ζυθοπωλείο του Μουρούζη όπου κάνει θραύση η Εβραία Θεσσαλονικιά η Ρόζα. Αναφαίρετα φυσικά στη Ρόζα Εσκενάζυ, το μεγάλο όνομα της εποχής. Τότε είχε γράψει περισσότερα από 300 τραγούδια σε δίσκους και είναι η πρώτη που κατάφερε να υπογράψει συμβόλαιο με ποσοστό. Από τον κάθε δίσκο που πουλούσε εισέπρατε το 5%!
Προς έκπληξή τους όμως δεν βρίσκουν ούτε τον Μουρούζη, τον ιδιοκτήτη, ούτε τη Ρόζα. Στη θέση της υπάρχει μια νέα μπυραρία με το όνομα Ορφανός από το επώνυμο του ιδιοκτήτη κι έχει γίνει ένα σικ ευρωπαϊκό κέντρο.
Ο νέος ιδιοκτήτης Κώστας Ορφανός αποκαλύπτει στον δημοσιογράφο ότι στόχος του πλέον είναι ο… καλός ο κόσμος, αυτός που μπορεί να ξοδέψει, αφού οι… κατώτερες τάξεις που ακούνε ρεμπέτικα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Η βόλτα συνεχίζεται…
«Πλήθος δρόμοι και δρομάκια – ρυάκια εκβάλλουν στον ποταμό τούτον της ζωής. Κοριτσόπουλα, από τους συνοικισμούς ιδία, πιασμένα από το χέρι, που έκαμαν επιμελώς την τουαλέττα των, περιάγουν τη νειότη των, την οποίαν επιδεικνύουν στα φωτεινότερα μέρη της οδού, νεαρές γυναίκες με τα μωρά των, μαθήτριες με τις μπλούζες των, φανταράκια από το έκτο στρατιωτικό νοσοκομείο (ΣΣ: Το σημερινό Ελπίς, δίπλα στη ΓΑΔΑ) βγαίνουν να ξεσκάσουν και να κάνουν περιπάτους πάνω – κάτω επί της λεωφόρου. Τα φανταράκια κοιτάζουν τα πιοτά, τα γλυκά, τα κοριτσόπουλα, με την ίδια όρεξι, αλλά εδώ εφαρμόζεται το φάτε μάτια…το πολύ πολύ να καταφύγουν σε πασατέμπο...»
Ανεβαίνοντας προς τους Αμπελόκηπους ο δημοσιογράφος γράφει:
«Αριστερά ένα πελώριο τείχος με πολυάριθμα παράθυρα διαγράφεται αδρά στον εσπερινόν ουρανό. Τα παράθυρα είναι σκοτεινά, σαν μάτια δίχως φως. Είνε οι φυλακές Αβέρωφ...»
Σήμερα φυσικά φυλακές δεν υπάρχουν. Όμως υπάρχει ο Άρειος Πάγος και τα άλλα κτίρια που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτές.
«Επιτέλους φθάνουμε σ’ ένα μέρος όπου ο αέρας είναι ζωηρότερος, πιο παιχνιδιάρης. Τέσσερις λεύκες πελώριες υψώνονται εμπρός μας. Αναπνέομεν. Εδώ υπάρχει λαϊκό πνεύμα, λαϊκό χρώμα. Μιλά η Ανατολή. Πλήθη ανθρώπων παρακολουθούν με κατάνυξι. Οι περισσότεροι όρθιοι. Βλέπεις γέρους πρόσφυγες με βράκες και ψηλούς μαύρους σκούφους και γρηούλες πρόσφυγες με μαύρα που ακούνε τη γνώριμη φωνή που είναι σαν να έρχεται από τα βάθη του παρελθόντος. Αλλά και οι γηγενείς δεν είναι λιγότεροι. Τα ανατολίτικα τραγούδια δεν είναι ξένα όπως τα ευρωπαϊκά. Βρισκόμαστε το κέντρο Ο πατέρας των αδελφών Τσούβαλη. Μια μικρή παράγκα αναπήρου, από την οποία βγαίνει ολόκληρος κόσμος. Ένα υπαίθριο ζυθεστιατόριο και στο βάθος ένα πάλκο με τρεις ψηλές πλευρές ντυμένες με πανί από χτυπητά χρώματα. Στη σκηνή μια γυναίκα με κόκκινο μεταξωτό ντεκολτέ, η Μαρία Μπρουσσαλιά και η Τασία με κίτρινο φόρεμα μεταξωτό σκεπασμένο από χάνδρες ασημένιες, συνοδευόμενες από βιολί και σαντούρι λικνίζουν τη σκέψι των ακροατών με τα παθητικά ανατολίτικα τραγούδια…»
Στα Λεύκα όμως, λίγο πιο πάνω τραγουδά το αστέρι η Μαρία Φραντζεσκοπούλου ή Πολίτισσα.
Εδώ αξίζει να κάνουμε μια ακόμα παρένθεση. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε η Αγία Τριάδα του ρεμπέτικου στις γυναικείες φωνές. Την αποτελούσαν η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρότα Αμπατζή και η Μαρίκα, δηλαδή η Μαρία Φραντζεσκοπούλου ή απλά Πολίτισσα.
Τα περισσότερα τραγούδια της τα έγραψε ο Γιάννης Δραγάτσης γνωστός και ως Ογδοντάκης.
Επιστρέφουμε στην περιγραφή της εφημερίδας:
«Η Μαρίκα τραγουδάει με την ίδια ευχέρεια εις την ελληνικήν, την αραβικήν και την τουρκικήν. Και τραγουδάει με άνεσι, δίχως τσακίσματα, τεχνίτρια αληθινή, μεταδίδοντας με το τραγούδι της κάτι από την ψυχή της Ανατολής. Την πλησιάζουμε καθώς τελείωσε το τραγούδι και απόθεσε το ντέφι στα γόνατά της. Βαμμένη με τέχνη, φέρουσα πολλά κοσμήματα – ο κ. Λεφάκης με εβεβαίωσε ότι η Μαρίκα έχει σπίτι κοσμήματα αξίας ενός εκατομμυρίου και κοσμήματα αξίας διόμισυ εκατομμυρίων – έχει την ησυχία, την βεβαιότητα του κατακτητού. Έχει τραγουδήσει σε όλες τις φωνογραφικές εταιρείες. Επαρχιώτες που έρχονται στην Αθήνα ρωτούν που τραγουδάει η Μαρίκα η Πολίτισσα για να πάνε να την ακούσουν…»
Αφήνοντας την Μαρίκα την Πολίτισα και τα ακριβά της κοσμήματα ο δημοσιογράφος μας πληροφορεί για την… άλλη πλευρά. Εκεί που οι επιγραφές με νέον ενημερώνουν για τους κινηματογράφους Βερντέν, Νινόν, Παναθήναια, για το θέατρο Λουξ, τα καμπαρέ Χόλυγουντ και Στρέλνα.
Ο άλλος πόλος της νυχτερινής Αθήνας του 1934 είναι η περιοχή γύρω από τον Σταθμό Λαρίσσης. Στο τέρμα του τραμ 5. Εδώ τα φώτα είναι λιγότερα και η διασκέδαση έχει άρωμα από το χτες και το… σήμερα.
Αριστερά ο κινηματογράφος Βικτώρια με τους σταρ της εποχής στις προθήκες να χαμογελούν, ίσως επειδή απέκτησαν… φωνή με την εισβολή του ομιλούντα, δεξιά ο Καραγκιόζης που εξακολουθεί να αποτελεί ψυχαγωγία όχι μόνο των μικρών, αλλά και των μεγάλων.
Εκεί δίνει παράσταση ο Παντελής Μελίδης, αντιπρόεδρος του σωματείου Καραγκιοζοπαικτών που έχει 45 μέλη. Εφαρμόζει νεωτερισμούς και δηλώνει:
«Η θάλασσα κινείται. Τα κύματα τα βλέπετε που κινούνται και τ’ ακούτε κιόλας. Απόψε θα παίξουμε το Ματωμένο μαχαίρι ή Ο Καραγκιόζης κλέφτης. Ενοχοποιούν δηλαδή τον Καραγκιόζη ενώ δεν είναι κλέφτης»
Επτακόσιες φιγούρες έχει ο Μελίδης, αλλά δεν είναι αρκετές αφού όπως λέει ένα βράδυ που έπαιζε τον Κατσαντώνη ήθελε να σκοτώσει καμμιά τρακοσιαριά Τούρκους και αναγκάστηκε να δανειστεί φιγούρες!
Το Ζέπελιν εκτός από αερόστατο είναι το όνομα θεάτρου ποικιλιών στην περιοχή. Την εποχή εκείνη έπαιζε η ορχήστρα Παπαδόπουλου, οι Μαρλένε και Τσάρλι έκαναν ακροβατικά, το Ντούο Σεριέ εκτελούσε κωμικούς χορούς.
Στόχος να διασκεδάσει ο κόσμος ευρωπαϊκά. «Θα δείτε μονόκλ κάθε βράδυ» αναφέρει ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Βασίλης Μεσολογγίτης που έχει παρατήσει τη δημοσιογραφία και ερμηνεύει ο ίδιος τα κείμενα που γράφει.
Στην περιοχή πιένες γνωρίζουν και δύο ονομαστά θερινά θέατρα, το Περοκέ και το Σαμαρτζή.
Το πρώτο έχει ανεβάσει την επιθεώρηση Σερενάτα των Σπυρόπουλου – Παπαδούκα. Ο Βασίλης Αυλωνίτης ερμηνεύει έναν Μενιδιάτη. Η περιοχή αυτή απομακρυσμένη από την Αθήνα διατηρούσε, τότε, τον αγροτικό της χαρακτήρα και οι κάτοικοί της αποτελούσαν συχνά στόχο των επιθεωρησιογράφων ως αφελών επαρχιωτών που έρχονται στην πρωτεύουσα.
Στο Σαμαρτζή έχει ανέβει η επιθεώρηση του Πολ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης) Άλλο Πράγμα. Ο δημοσιογράφος, ποιητής και πολλά άλλα Νορ έκανε και μια γκεστ εμφάνιση στην παράταση υποδυόμενος των Αισχύλο και ο Βιτσώρης δεν παρέλειψε να τον αποτυπώσει στο χαρτί.
Στις μέρες μας όλα αυτά φαίνονται μακρινά, γραφικά. Είναι όμως πολύτιμες μαρτυρίες, η μικροϊστορία της πόλης πριν σχεδόν έναν αιώνα. Τότε που ο κόσμος, ο ίδιος κόσμος με τα ίδια, ίσως και μεγαλύτερα προβλήματα σήμερα, αναζητά λίγη δροσιά λίγη διασκέδαση, την απόδραση από την καθημερινότητα…