Μία νέα συνδυαστική ανοσοθεραπεία αυξάνει ακόμα και κατά 50% τις πιθανότητες επιβίωσης των ασθενών με προχωρημένο μελάνωμα!
Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από τη νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο της European Society for Medical Oncology (Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ιατρικής Ογκολογίας) στη Βαρκελόνη και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «New England Journal of Medicine», σύμφωνα με την οποία οι μισοί ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα, που λαμβάνουν συνδυαστικά δύο μονοκλωνικά αντισώματα, την ιπιλουμάμπη και τη νιβολουμάμπη, έχουν πλέον τη δυνατότητα να ζήσουν πέντε ή και περισσότερα χρόνια.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όταν τα δύο αυτά μονοκλωνικά αντισώματα χορηγούνται συνδυαστικά «διδάσκουν» το ανοσοποιητικό σύστημα πώς να καταπολεμά τον καρκίνο, συμβάλλοντας στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ασθενών. Όπως εξήγησε ο Τζέιμς Λάρκιν, καθηγητής του Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο και σύμβουλος ιατρικής ογκολογίας στον βρετανικό ημιαυτόνομο οργανισμό του νοσοκομείου «The Royal Marsden» στο Λονδίνο, που παρουσίασε τη συγκεκριμένη μελέτη, «στο παρελθόν το μεταστατικό μελάνωμα θεωρούνταν ανίατη νόσος. Οι ογκολόγοι θεωρούσαν ότι το μελάνωμα είναι διαφορετικό από τους υπόλοιπους όγκους και, από τη στιγμή που αρχίζει να εξαπλώνεται, δεν μπορεί να θεραπευτεί. Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι οι πιθανότητες μακροπρόθεσμης επιβίωσης των ατόμων με προχωρημένο μελάνωμα είναι τώρα πάνω από 50%».
Σχολιάζοντας περαιτέρω την έρευνα, ο Λάρκιν ανέφερε ότι οι πιθανότητες να ζήσει κανείς πέντε χρόνια είναι ακριβώς οι ίδιες με το να ζήσει τρία ή τέσσερα χρόνια, ενώ οι ασθενείς, φτάνοντας στα πέντε χρόνια, σταματούν τη θεραπεία και μπορούν να ζήσουν φυσιολογικά. «Αυτός είναι εξάλλου ο ορισμός της θεραπείας, το να ζει κανείς μια ζωή με φυσιολογικό προσδόκιμο και να πεθάνει από κάτι άλλο» υπογράμμισε ο Λάρκιν.
Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, το γεγονός ότι η θετική επίδραση της συνδυαστικής ανοσοθεραπείας είναι εμφανής ακόμα και για εκείνους που την ακολουθούν για μια μικρή χρονική περίοδο, καθώς αρκετοί αναγκάζονται να τη διακόψουν εξαιτίας των σοβαρών παρενεργειών, οι οποίες δεν γίνονται πάντα ανεκτές.