Πρωτοβουλία -καθυστερημένη και σε μέσο υπηρεσιακό επίπεδο- αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών, με την αποστολή υπομνήματος στην Ε.Ε., μετά το πλήγμα που υπέστησαν τα συμφέροντα της Ελλάδας λόγω της εξαγοράς της ιταλικής αεροναυπηγικής εταιρίας Piaggio Aerospace από τον τουρκικό όμιλο Baykar.
Η Piaggio είναι κατασκευάστρια σημαντικών τμημάτων του μαχητικού F-35, ενώ η Baykar, που είναι ευρέως γνωστή για τα επιτυχημένα μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV) Bayraktar, θα συναλλάσσεται από πλεονεκτική θέση και με άλλες ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες. Επιπλέον, θα έχει ευκαιρίες αξιοποίησης των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων της Ε.Ε. (πρόγραμμα EDIP, πρωτοβουλία ReArm Europe/Readiness 2030, Κανονισμός SAFE).
Το ελληνικό υπόμνημα έχει ως αποδέκτες τη Γενική Διεύθυνση Εμπορίου και Οικονομικής Ασφάλειας (TRADE) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη Γενική Γραμματεία της ιταλικής κυβέρνησης, επισημαίνοντας:
– Πρώτον, οι έως τώρα ιταλικές απαντήσεις, στο πλαίσιο του Κανονισμού και της διαδικασίας ελέγχου Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (FDI) από τρίτες χώρες στα μέλη της Ε.Ε., είναι ανεπαρκείς.
– Δεύτερον, μολονότι η Baykar είναι ιδιωτική εταιρία, επηρεάζεται, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τις αμυντικές βιομηχανίες σε όλα τα κράτη, από τις κατευθυντήριες γραμμές της τουρκικής κυβέρνησης.
– Τρίτον, η παροχή τεχνογνωσίας από την Piaggio στην Baykar αποτελεί, πρακτικά, ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Τουρκίας, η οποία έχει επανειλημμένα καταγγελθεί από τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. για την πολιτική της.
– Τέταρτον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση για μελλοντικό σεβασμό της Αγκυρας προς τις βασικές αρχές της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας των «27», όπως αποδεικνύεται και από την -επί τριετία- μη συμμόρφωσή της στις 16 διαδοχικές δέσμες κυρώσεων της Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
– Πέμπτον, η εξαγορά της Piaggio αποτελεί μόνον την αρχή ενός μεγάλου σχεδίου ανταγωνισμού της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας από την αντίστοιχη τουρκική και σε άλλους τομείς, πέραν των UAVs. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν οι ώριμες συζητήσεις της Baykar με τον αμυντικό κολοσσό Leonardo (σ.σ.: όπου το ιταλικό Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος).
Τα πέντε κύρια σημεία του υπομνήματος, αφενός, αποδεικνύουν τα ισχυρά ελληνικά επιχειρήματα και τον επαγγελματισμό των αρμόδιων στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών. Αφετέρου, αποκαλύπτουν τα λάθη και τις παραλείψεις, προσωπικά, του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Κανείς δεν θα απαιτούσε να έλθει σε ευθεία ρήξη με τη φίλη και εταίρο Ιταλία, αλλά ασφαλώς μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στα πρώτα στάδια της συναλλαγής. Γιατί, όπως προκύπτει από το κείμενο του υπομνήματος, υπήρξε μακρά περίοδος -υπηρεσιακής- αποστολής ερωτήσεων και απαντήσεων μεταξύ Αθήνας και Ρώμης, χωρίς πολιτική στήριξη. Επιπλέον, αν και τα ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας είναι περίπλοκα (όπως έχει αποδειχθεί ήδη από τα πρώτα χρόνια ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ), μάλλον θα ήταν πιο χρήσιμη η παρέμβαση στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και στους άμεσους συνεργάτες της, παρά στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση.
Επίσης, ενδεικτικό της αδράνειας του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι δεν κάνει τίποτα για να αξιοποιήσει ούτε την ευκαιρία της επικείμενης 17ης δέσμης κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Μόσχας. Η νέα δέσμη θα περιέχει διατάξεις και κατά εταιριών και φυσικών προσώπων από χώρες, όπως η Τουρκία, που παραβιάζουν τα ήδη εφαρμοζόμενα μέτρα, οπότε η συγκυρία είναι ιδανική.
Πάντως, τα χειρότερα μάλλον έρχονται για τα ελληνικά συμφέροντα. Πολλοί Ελληνες και ξένοι διπλωμάτες προβλέπουν ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θα επιτύχει την άμεση (ονομαστική) ούτε την έμμεση (περιγραφική) εξαίρεση της Τουρκίας από τις διατάξεις του Κανονισμού SAFE για τη συμμετοχή τρίτων χωρών στα αμυντικά βιομηχανικά προγράμματα των «27». Το μόνο που, πιθανόν, θα μπορούσε να εξασφαλίσει η Αθήνα, αν κινηθεί εγκαίρως και μεθοδικά, είναι η παραπομπή του θέματος της τουρκικής συμμετοχής σε μεταγενέστερο στάδιο και υπό την προϋπόθεση υπογραφής ξεχωριστής διμερούς συμφωνίας.
Είναι πολύ αργα για δάκρυα!