«Η Δύση ίσως πάψει να υφίσταται όπως την ξέραμε», υποστηρίζει ο Αλεξάντερ Γιακόβενκο, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του μέσου Rossiya Segodnya, μέλους του Προεδρικού Επιστημονικού-Συμβουλευτικού Συμβουλίου του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας και Πρέσβης επί τιμή. Στο άρθρο του με τίτλο «2025: Ο Μετασχηματισμός του Κόσμου», αναλύει τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που διαμορφώνουν την παγκόσμια τάξη.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο κόσμος εισήλθε σε μια περίοδο βαθιάς μετάβασης. Η Δύση, και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρερμήνευσαν τη «νίκη» τους στον Ψυχρό Πόλεμο, πιστεύοντας πως αυτή θα οδηγούσε αυτόματα στην παγκόσμια κυριαρχία του δυτικού μοντέλου. Η λανθασμένη αυτή προσέγγιση οδήγησε σε προβληματικές πολιτικές και στην αποτυχία κατανόησης των νέων γεωπολιτικών και οικονομικών ισορροπιών.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας, αγνόησε προειδοποιήσεις και ενίσχυσε τον διχασμό, προετοιμάζοντας το έδαφος για νέες συγκρούσεις. Η πεποίθηση της Δύσης ότι η Ρωσία δεν θα ξαναγίνει παγκόσμια δύναμη διαψεύστηκε, με την Ουκρανία να μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαράθεσης και «ανάσχεσης» της ρωσικής επιρροής.
Η μεταψυχροπολεμική εποχή χαρακτηρίστηκε από μια «μονοπολική στιγμή», κατά την οποία οι ΗΠΑ ήταν η μόνη υπερδύναμη. Ωστόσο, δεν υπήρξε μακροπρόθεσμη στρατηγική. Η αποτυχία να υιοθετηθεί ένα πολυπολικό μοντέλο –όπως είχαν προτείνει προσωπικότητες όπως ο Κίσινγκερ– εξασθένησε την αμερικανική διπλωματία. Η επεκτατική πολιτική του ΝΑΤΟ και οι αμερικανικές επεμβάσεις σε Ιράκ και Σερβία επιδείνωσαν περαιτέρω τις σχέσεις με τη Ρωσία.
Η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της δεκαετίας του 1980, οδήγησε τις βιομηχανίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε φθηνότερες αγορές εργασίας. Αυτό, όμως, σήμανε απώλεια θέσεων εργασίας στη Δύση. Η αδυναμία της να μεταρρυθμίσει παγκόσμιους θεσμούς, όπως το σύστημα του Bretton Woods, και να ενσωματώσει αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία, αποσταθεροποίησε το διεθνές σύστημα και οδήγησε σε χαμένες ευκαιρίες.
Η προσπάθεια αναζωογόνησης της δυτικής κυριαρχίας και του καπιταλιστικού μοντέλου αποδείχθηκε ασταθής και συνοδεύτηκε από μακροχρόνιες οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Μπάιντεν προώθησε υπερφιλελεύθερες ατζέντες –όπως η ενίσχυση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, οι πολιτικές μειονοτήτων και η πολιτιστική αναθεώρηση– προκαλώντας πολιτισμικές συγκρούσεις. Αυτές οι εντάσεις είναι ιδιαίτερα έντονες στις ΗΠΑ, όπου οι «πολιτισμικοί πόλεμοι» και οι κρίσεις ταυτότητας έχουν φτάσει στο προσκήνιο.
Η ιδεολογική εποχή που ξεκίνησε το 1914, με δύο παγκόσμιους πολέμους και μια παρατεταμένη πορεία προς την πολυπολικότητα, φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Η κυριαρχία της Δύσης που ακολούθησε τον Ψυχρό Πόλεμο υποχωρεί, καθώς αναδύονται μη δυτικές δυνάμεις, σχηματίζοντας μια νέα, πολιτισμικά πολυποίκιλη παγκόσμια τάξη. Οι θεσμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη και το διεθνές σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ίσως χρειάζονται αναθεώρηση ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτή τη μεταβολή.
Οι ΗΠΑ επιχειρούν επαναβιομηχάνιση με μια στρατηγική που διαφέρει από τον παραδοσιακό ρόλο του ΝΑΤΟ. Η πολιτική Τραμπ με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» επιδιώκει οικονομική και γεωπολιτική μεταμόρφωση. Η έμφαση του στις δασμολογικές πολιτικές, η μείωση του χρέους και η επιρροή μέσω οικονομικών κολοσσών, όπως η BlackRock, δείχνουν στροφή προς την οικονομική αυτάρκεια και την αποδέσμευση από διεθνείς συμμαχίες.
Ο Τραμπ προκρίνει τη γεωοικονομία έναντι της γεωπολιτικής, δηλαδή την υπεροχή της οικονομικής ισχύος έναντι της στρατιωτικής. Η αποτυχία της Δύσης στην Ουκρανία, οι στρατιωτικές επιτυχίες της Ρωσίας και η κλιμάκωση με την Κίνα διαμορφώνουν έναν νέο ρόλο για τις ΗΠΑ, όπου το κύριο όπλο είναι η οικονομική επιρροή και όχι η πολεμική ισχύς.
Οι διεθνείς σχέσεις του μέλλοντος θα καθοριστούν από τη σύγκρουση πολλών τάσεων. Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα προέρχεται από τη «βαθιά τομή» που επιχειρεί η αμερικανική πολιτική με τον Τραμπ, η οποία μπορεί να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε μια νέα παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος να περιοριστεί στο ρόλο του προμηθευτή πρώτων υλών.
Η επόμενη μέρα της Αμερικής, μετά την περίοδο υπερφιλελεύθερων πειραμάτων, παραμένει ασαφής. Ο Παγκόσμιος Νότος –και ειδικά οι χώρες του BRICS+– αντιδρούν σε αυτά τα σχέδια, υποστηρίζοντας ένα πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα και μια νέα οικονομική αρχιτεκτονική. Αυτό αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση θεσμών όπως το ΔΝΤ και ο ΠΟΕ, που παραμένουν υπό δυτικό έλεγχο.
Η μετάβαση από έναν αγώνα εξοπλισμών σε έναν αγώνα ανάπτυξης θα βασιστεί στην ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου, με την υγεία, την παιδεία και τον πολιτισμό να γίνονται βασικές προτεραιότητες. Αν η Ρωσία επικρατήσει στην Ουκρανία, η σημασία της στρατιωτικής ισχύος στην παγκόσμια πολιτική ίσως μειωθεί σημαντικά.
Η ιστορική παρακμή της Δύσης ενδέχεται να οδηγήσει σε αποσύνθεση της Ε.Ε. και σε μια πολιτική αναδιάταξη της Ευρώπης, με στροφή προς εθνικές ελίτ και τοπικά συμφέροντα. Εντάσεις εντός των δυτικών κρατών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, είναι πιθανές.
Τέλος, παγκόσμιες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή θα αντιμετωπίζονται κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο, με τη δημιουργία συνεργατικών συνασπισμών, που ίσως αποτελέσουν τη βάση για νέες μορφές παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Δείτε Επίσης: