Με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή η Ευρωπαϊκή Ενωση μέχρι το 2050 αποσκοπεί σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Ο στρατηγικός στόχος της «πράσινης ενεργειακής μετάβασης» είναι η διαρκής φορολογική αφαίμαξη των πολιτών. Αμφισβητούμενες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση και αποθήκευση CO2 εντός γεωλογικών σχηματισμών (CCS), προβάλλονται με το ψευδές επιχείρημα της πλήρους αποανθρακοποίησης. Παρά το γεγονός ότι η αναδάσωση είναι οικονομικότερη της CCS, η τελευταία, με όχημα τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τις «πιστώσεις άνθρακα» που πληρώνουν οι φορολογούμενοι, ευνοεί τα υπερκέρδη της ελίτ. Αν και ένα στρέμμα δάσους δεσμεύει ετησίως έναν τόνο CO2, η αναδάσωση θεωρείται ελλιπής, επειδή η ελίτ δημιουργεί πλούτο μέσω της «πράσινης» οικονομίας.
Η ενεργειακή πολιτική ενισχύεται από τους κανονισμούς της Ε.Ε. (EU ETS), που εκτοξεύουν το ενεργειακό κόστος. Το αποτέλεσμα της ενεργειακής παράνοιας είναι ορατό. Η αποβιομηχανοποίηση είναι ταχύτατη. Την ίδια στιγμή που η Δύση εφαρμόζει αντιφατική ενεργειακή πολιτική, η Κίνα, με το 33% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, έναντι 6% της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κατασκευάζει δύο θερμοηλεκτρικά εργοστάσια άνθρακα την εβδομάδα. Η Ινδία, με το 13% των παγκόσμιων εκπομπών, βασίζει το 70% της ηλεκτροπαραγωγής της στον άνθρακα.
Αυτή η μονόπλευρη γεωπολιτική ενεργειακή ανισότητα που χαρακτηρίζεται από υποκρισία και απληστία έχει εμπεδώσει στη συλλογική αντίληψη ότι η Δύση θυσιάζει την οικονομία και την ευημερία της για τα υπερκέρδη των ελαχίστων. Ολιγάρχες όπως ο Bill Gates επενδύουν σε γεωργικές εκτάσεις για εναλλακτικές διατροφικές πρωτεΐνες (έντομα) με σκοπό να περιορίσουν, όπως ισχυρίζονται, τις εκπομπές CO2 από τη γεωργία, ενώ οι ίδιοι διατηρούν υψηλότατο αποτύπωμα άνθρακα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ιδιωτικά τζετ που εκπέμπουν 8.300 τόνους αερίων θερμοκηπίου τον χρόνο.
Με σκοπό τα υπερκέρδη της ελίτ και την υπερφορολόγηση η απολιγνιτοποίηση και η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα άρχισε το 2019 από τη Ν.Δ. Η «πράσινη μετάβαση» οδήγησε σε δραματική αύξηση των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, από 0,12 ευρώ/kWh το 2010 σε 0,22 ευρώ/kWh το 2024. Η «πράσινη» πολιτική όχι μόνο δημιούργησε 4.000 θέσεις ανεργίας στη Δυτική Μακεδονία, όχι μόνο τα χρέη των πολιτών και της βιομηχανίας προς τη ΔΕΗ εκτινάχτηκαν στα 3,6 δισ. το 2024, αλλά το πλέον αρνητικό σημείο του εγχειρήματος είναι ότι μέσω εικονικών εταιριών «πράσινης ανάπτυξης» δημιουργήθηκαν καταστάσεις αντίστοιχες του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ενέργεια. Το αποτέλεσμα των ενεργειακών πολιτικών της Ν.Δ. συνοψίζεται στο γεγονός ότι μία ολιγάριθμη ενεργειακή ελίτ απολαμβάνει ετήσια κέρδη δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οταν οι ολιγάρχες της ενέργειας εμφανίζονται στον κατάλογο του «Forbes», τότε το χρήμα αφαιρείται από τις τσέπες των πληβείων. Μέσα από την εντατική προβολή της κλιματικής αλλαγής οι ελίτ προωθούν τα ίδια πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μέσω των επιδοτήσεων της πράσινης μετάβασης, τις «αγορές άνθρακα» και κυρίως μέσω της εκτίναξης του κόστους της ενέργειας. Μονοπώλια ηλιακής και αιολικής ενέργειας ή ηλεκτρικών οχημάτων επωφελούνται από τις κρατικές επιδοτήσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις. Η μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» δημιουργεί νέες αγορές όπου οι ελίτ κερδίζουν. Οι αγορές πιστώσεων άνθρακα (carbon credits) επιτρέπουν στις εταιρίες να «εξισορροπούν» τις εκπομπές τους, αλλά ταυτόχρονα να λειτουργούν ως κερδοσκοπικό εργαλείο ρύπανσης.
Τραπεζικοί κολοσσοί και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαχειρίζονται αυτές τις αγορές αποκομίζοντας αστρονομικά κέρδη. Ταυτόχρονα οι πολιτικοί αποκτούν πολιτική επιρροή μέσω της προώθησης της «πράσινης» ατζέντας από τους διεθνείς οργανισμούς, ενισχύοντας την εξουσία των ελίτ. Η επιβολή κανονισμών πλήττει τις μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ οι μεγάλες πολυεθνικές κερδίζουν. Ταυτόχρονα ενισχύονται ο κοινωνικός έλεγχος και η μετάβαση στη νέα φεουδαρχία, επειδή η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την επιβολή των πράσινων φόρων και τον περιορισμό της κατανάλωσης. Είναι λοιπόν προφανές ότι η διεθνής ενεργειακή ανισορροπία και η πολιτική υποκρισία δεν θα διαρκέσουν πολύ.
Η αδελφή του Μητσοτάκη διευθύνει ΜΚΟ για την “πράσινη ανάπτυξη”, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ η μάσα.