Ο Φρίντριχ Μερτς δηλώνει αποφασισμένος να καταστήσει τη Γερμανία την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης. Όμως το φιλόδοξο αυτό σχέδιο εξαρτάται απόλυτα από μία χώρα: την Κίνα.
Όπως εξηγεί στο Politico ο ειδικός στην πολιτική των σπάνιων γαιών, Γιάκομπ Κούλικ, «αν οι κινεζικές πρώτες ύλες κοπούν απότομα, τότε το γερμανικό εξοπλιστικό σχέδιο μπορεί να καταρρεύσει σε μια νύχτα».
Η γερμανική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να επενδύσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για την ενίσχυση του στρατού μέχρι το 2029, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές δημοσιονομικές επιφυλάξεις. Η παραγωγή τεθωρακισμένων, πυραύλων και πυρομαχικών έχει ήδη πάρει φωτιά, με τις βιομηχανίες να ξανανοίγουν εγκαταλελειμμένες γραμμές παραγωγής από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Ωστόσο, το όλο εγχείρημα βασίζεται σε ένα εξαιρετικά ευάλωτο θεμέλιο: την εξάρτηση από κινεζικά ορυκτά.
Οι πρώτες ύλες πίσω από τα όπλα
Κάθε άρμα μάχης, κάθε drone ή πύραυλος που παραγγέλνει το Βερολίνο χρειάζεται εξειδικευμένα υλικά όπως νεοδύμιο, δυσπρόσιο, βολφράμιο, γραφίτη, τιτάνιο και καθαρό μαγνήσιο. Πρόκειται για στοιχεία που κινούν ραντάρ, ηλεκτρικούς κινητήρες, συστήματα καθοδήγησης και θερμικές κάμερες — τα “σωθικά” του σύγχρονου πολέμου.
Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των υλικών εισάγεται από την Κίνα. Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), η ΕΕ εισάγει το 95% των στρατηγικών της ορυκτών, και το 90% προέρχεται από χώρες εκτός ΕΕ. Η Γερμανία ουσιαστικά δεν διαθέτει δική της παραγωγή. Αντιθέτως, η Κίνα επεξεργάζεται πάνω από το 50% των παγκόσμιων ποσοτήτων σε πολλά από αυτά τα υλικά — και φτάνει έως και το 86% σε στοιχεία όπως το γάλλιο και το γερμάνιο, άκρως απαραίτητα για την άμυνα.
Ένας υπαρκτός κίνδυνος
Η κινεζική κυβέρνηση δεν διστάζει να περιορίσει τις εξαγωγές αυτών των υλικών προς τη Δύση, με επιπτώσεις όπως καθυστερήσεις παραγωγής και αυξήσεις κόστους για τις αμυντικές βιομηχανίες. Ήδη στο παρελθόν είχε απαγορεύσει την εξαγωγή 11 κρίσιμων στοιχείων ως απάντηση στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, προκαλώντας σοβαρές αναταράξεις.
Ακόμη και αν δεν υπάρξει νέα απαγόρευση, η εξάρτηση παραμένει. «Όλες οι χώρες που χρησιμοποιούν σύγχρονες αμυντικές τεχνολογίες — από τη Γαλλία και την Ισπανία μέχρι τη Βρετανία — εξαρτώνται από τις ίδιες αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίες οδηγούν στην Κίνα», σημειώνει ο Κούλικ.
Οι ΗΠΑ προνοούν, η ΕΕ καθυστερεί
Η προσέγγιση ΕΕ και ΗΠΑ απέναντι σε αυτή την πρόκληση είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Η Ουάσινγκτον αντιμετωπίζει τα κρίσιμα ορυκτά ως στρατηγικά αποθέματα και ενεργοποιεί νόμους όπως ο Defense Production Act, ο οποίος επιτρέπει την άμεση κρατική παρέμβαση και χρηματοδότηση. Διατηρεί μάλιστα εθνικό απόθεμα σε περίπτωση κρίσης.
Η ΕΕ, αντίθετα, προσεγγίζει το ζήτημα με τη νομοθεσία για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act), η οποία θέτει γενικούς στόχους, αλλά αφήνει την υλοποίηση στα κράτη-μέλη, χωρίς ενιαία εποπτεία και χωρίς κεντρικά αποθέματα. «Σε αντίθεση με το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο, δεν υπάρχει στρατηγικό απόθεμα ορυκτών», λέει ο Κούλικ. «Η πρόληψη απουσιάζει εντελώς».
Γερμανία: Κάλεσμα για εθνική αφύπνιση
Η συντηρητική βουλευτής Βανέσα Τσόμπελ (CDU), μέλος της επιτροπής Οικονομικών της Bundestag, θεωρεί τον ευρωπαϊκό νόμο «καλοπροαίρετο αλλά αναποτελεσματικό». Κάνει λόγο για «γραφειοκρατικό τέλμα» και καλεί τα κράτη να αναλάβουν δράση, ειδικά στον τομέα της άμυνας. «Χωρίς ασφαλείς αλυσίδες εφοδιασμού δεν υπάρχει αξιόπιστη αποτροπή», προειδοποιεί. «Η εξάρτηση σε τομείς κρίσιμους για την ασφάλεια είναι ανεύθυνη».
Ακόμη και η δημιουργία εθνικών αποθεμάτων, όπως προτείνεται, θεωρείται από πολλούς προσωρινή λύση. «Κάθε απόθεμα έχει όριο», τονίζει η Τσόμπελ. «Αν θέλουμε πραγματική ανθεκτικότητα, χρειάζονται διαρθρωτικές αλλαγές».
Αυτό σημαίνει εκμετάλλευση των δικών μας πόρων, λέει. «Η Γερμανία διαθέτει κοιτάσματα λιθίου, αλλά υπάρχει πολιτική αντίσταση στην εξόρυξη. Όποιος θέλει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, πρέπει να εγκρίνει ορυχεία και να δώσει χρήματα».

«Η Zeitenwende πρέπει να γίνει πράξη»
Το συνολικό μήνυμα που στέλνουν οι ειδικοί και οι πολιτικοί είναι σαφές: η εποχή της αφέλειας πρέπει να τελειώσει. Η Γερμανία δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς. Χρειάζεται να σκέφτεται γεωπολιτικά.
«Η Zeitenwende, η καμπή της εποχής, πρέπει να φανεί και στη στρατηγική μας σκέψη», υπογραμμίζει η Τσόμπελ, αναφερόμενη στο δόγμα του πρώην καγκελάριου Σολτς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Όλα είναι πολιτικά. Όλα είναι στρατηγικά».
Δείτε Επίσης: