«Κραυγή» αγωνίας εκφράζουν οι οικογένειες που κατοικούν στον Βλοχό της Καρδίτσας, ζητώντας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη την μετεγκατάστασή τους από την περιοχή, που επλήγη ανεπανόρθωτα τον περασμένο Σεπτέμβρη, από τις πρωτοφανείς πλημμύρες που προκάλεσε η κακοκαιρία Daniel.
«Η πλειονότητα των οικογενειών του χωριού που αιτούμαστε τη μετεγκατάσταση, στη συντριπτική μας πλειοψηφία -96 από τις 115- διαθέτουμε εδώ τις μόνιμες κατοικίες μας, οι οποίες σχεδόν στο σύνολό τους είναι κτίσματα της δεκαετίας του 1960 και υπέστησαν ολοσχερή καταστροφή», αναφέρουν στην επιστολή τους και συνεχίζουν:
«Είναι γνωστό ότι στην περιοχή μας κατά τη διάρκεια των εποχικών εναλλαγών, πλην καλοκαιριού, και σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ο όγκος των νερών υπερβαίνει τη χωρητικότητα των τριών ποταμών που περικλείουν το χωριό, με συνέπεια την υπερχείλισή τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κάλυψη μεγάλων εκτάσεων αγροτικής γης και, κυρίως, θέτει τον οικισμό σε σοβαρό κίνδυνο πλημμύρας».
Φανερά αγανακτισμένοι, οι κάτοικοι εξηγούν πως ο Βλοχός βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της Θεσσαλίας και στο επίκεντρο κατάκλισης τριών ποταμών, οι οποίοι αδυνατούν να απορροφήσουν και να διοχετεύσουν τα νερά ομαλά, κατά τη φυσική τους ροή. «Επιθυμούμε εδώ να τονίσουμε ότι ο Daniel και η επακόλουθη καταστροφή, απλά επικαιροποίησε και επανέφερε στο προσκήνιο την αγωνία που βιώνει το χωριό μας κάθε χρόνο. Δεν τρέφουμε αυταπάτες, η μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος είναι εδώ και η βαρβαρότητα της καταστροφής θα χτυπήσει σύντομα την πόρτα μας και πάλι. Το γνωρίζουμε», συμπληρώνουν μεταξύ άλλων.
Ολόκληρη η επιστολή
Ανοικτή επιστολή 115 οικογενειών της Τ.Κ Βλοχού Καρδίτσας
«Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,
Αισθανόμαστε την ανάγκη να επικοινωνήσουμε μαζί σας μέσω της παρούσας ανοικτής επιστολής, ώστε να σας εκθέσουμε το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε συνεπεία του καιρικού φαινομένου «Daniel» που έπληξε την περιοχή μας στις 7 Σεπτεμβρίου 2023, και το οποίο αφορά στο μείζον ζήτημα της μερικής μετεγκατάστασης του χωριού μας.
Είναι γνωστό ότι στην περιοχή μας κατά τη διάρκεια των εποχικών εναλλαγών, πλην καλοκαιριού, και σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ο όγκος των νερών υπερβαίνει τη χωρητικότητα των τριών ποταμών που περικλείουν το χωριό, με συνέπεια την υπερχείλισή τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κάλυψη μεγάλων εκτάσεων αγροτικής γης και, κυρίως, θέτει τον οικισμό σε σοβαρό κίνδυνο πλημμύρας.
Η ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση είναι μία επαναλαμβανόμενη διαδικασία την οποία βιώνουμε και δυστυχώς δεν υπάρχει διέξοδος. Η γεωγραφική θέση του χωριού μας είναι απολύτως εσφαλμένη και απόδειξη αυτού είναι η ολική πλημμυρική καταστροφή που υπέστη το 1953 και η παρ’ ολίγον επανάληψή της το 1994, η οποία αποσοβήθηκε χάρη στις προσπάθειες των κατοίκων, αλλά και τη βοήθεια της τύχης.
Ο Βλοχός βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της Θεσσαλίας και στο επίκεντρο κατάκλισης τριών ποταμών, οι οποίοι αδυνατούν να απορροφήσουν και να διοχετεύσουν τα νερά ομαλά, κατά τη φυσική τους ροή. Επιθυμούμε εδώ να τονίσουμε ότι η καταιγίδα «Daniel» και η επακόλουθη καταστροφή, απλά επικαιροποίησε και επανέφερε στο προσκήνιο την αγωνία που βιώνει το χωριό μας κάθε χρόνο. Δεν τρέφουμε αυταπάτες, η μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος είναι εδώ και η βαρβαρότητα της καταστροφής θα χτυπήσει σύντομα την πόρτα μας και πάλι. Το γνωρίζουμε.
Μετά από έλεγχο ιστορικών χαρτών και σκαριφημάτων της περιοχής, διαπιστώθηκε ότι κατά την Οθωμανική περίοδο (τέλη του 17ου αιώνα) και μέχρι το 1925, το χωριό βρισκόταν στο πρανές του λόφου «Μακρυβούνι» και στη συνέχεια επεκτάθηκε στο πεδινό τμήμα, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν και παραμένει απολύτως ακατάλληλο.
Οι παραπάνω λόγοι μάς κάνουν να πιστεύουμε ότι η απομάκρυνση του οικισμού από την παρούσα θέση σε άλλη, ασφαλέστερη περιοχή, η οποία έχει ήδη υποδειχθεί από το Δήμο Παλαμά, είναι η μοναδική και οριστική λύση του προβλήματος.
Για τον σκοπό αυτό, σας αναφέρουμε ότι η πλειονότητα των οικογενειών του χωριού (115, με 450 μέλη συνολικά) που αιτούμαστε τη μετεγκατάσταση, στη συντριπτική μας πλειοψηφία (96 από τις 115) διαθέτουμε εδώ τις μόνιμες κατοικίες μας, οι οποίες σχεδόν στο σύνολό τους είναι κτίσματα της 10ετίας του 1960 και υπέστησαν ολοσχερή καταστροφή. Η αποκατάστασή τους, με τις όποιες επιχορηγήσεις διατεθούν, θα είναι μάταιη, καθώς ακριβώς λόγω της παλαιότητάς τους και της παραμονής τους στα νερά για διάστημα άνω των 20 ημερών, οι τοιχοποιίες, οι στέγες και κυρίως η συνολική στατική επάρκειά τους έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές τις οποίες καμία εργασία δεν δύναται να αποκαταστήσει, ώστε να τις καταστήσει ασφαλείς.
Πέραν αυτού, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι δυνατή η αποκατάσταση των ζημιών, πώς μπορούμε να επενδύσουμε σ’ έναν τόπο που εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι είναι απολύτως ευάλωτος στις θεομηνίες, ακόμη και μικρής έντασης;
Πώς μπορούμε να χτίσουμε πάλι τις ζωές και τις περιουσίες μας σ’ ένα μέρος όπου αποδεδειγμένα οι πλημμύρες θα προκαλέσουν ολικές καταστροφές, ενδεχομένως και θανάτους;
Ποια οικονομική δραστηριότητα και πρόοδο μπορούμε να αναπτύξουμε, όταν κάθε φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη θα επικρέμεται η απειλή της καταστροφής;
Και, τέλος, ίσως το σημαντικότερο, πώς θα πεισθεί η νέα γενιά του χωριού να μην επιλέξει, υπό το βάρος των δυσκολιών, την εύκολη λύση της μετανάστευσης – αστικοποίησης και να πιστέψει ότι τα όνειρα, οι ελπίδες, οι προσδοκίες και οι φιλοδοξίες που έχει μπορούν να πραγματοποιηθούν στον τόπο της, τη στιγμή που είναι γνωστό ότι αυτή η βιαιότητα θα επαναληφθεί;
Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ, σας απευθύνουμε έκκληση να λάβετε τη γενναία απόφαση και να επιτρέψετε την αιτούμενη μερική μετεγκατάσταση των 115 οικογενειών. Δώστε μας την ευκαιρία να ζήσουμε και να ευημερήσουμε στον τόπο μας με τις συνθήκες που μας αξίζουν. Γνωρίζουμε ότι μπορείτε να το κάνετε. Θα είναι τραγικό εξαιτίας της μη ομοφωνίας να «καταδικαστούμε» να ζήσουμε σ’ ένα καθεστώς ζόφου, φόβου και ανασφάλειας. Σας ευχαριστούμε».