Ήταν 3 Αυγούστου 1844, ημέρα διεξαγωγής των πρώτων εκλογών στην Ελλάδα, 23 χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 και επί βασιλείας Όθωνα. Η διενέργεια των εκλογών ήταν αποτέλεσμα της λαϊκής επανάστασης του 1843, με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια από την επανάσταση του 1821, ώσπου οι Έλληνες ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή. Κι όταν, το 1844, το απέκτησαν, το ευχαριστήθηκαν: Στις πρώτες εκλογές, ψήφιζαν επί τέσσερις ολόκληρους μήνες (κάποιοι υποστηρίζουν ότι ψήφιζαν μέχρι τον Σεπτέμβριο)!
Η εθνοσυνέλευση που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, είχε να επιτελέσει δυο αποστολές: Δημιούργησε τον πρώτο καταστατικό χάρτη της Ελλάδας (συνταγματική βασιλεία) και, στις 18 Μαρτίου 1844, ψήφισε τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας. Συμβολικά, δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου και, παρά τα φολκλορικά του στοιχεία, ήταν ο πιο προοδευτικός στον κόσμο, ως την ώρα εκείνη:
Απαγόρευε το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» στις γυναίκες, στους νέους κάτω των 25 χρόνων, σ’ όσους είχαν δοσοληψίες με την Δικαιοσύνη (υπόδικους ή καταδικασμένους) και στους τεμπέληδες: Για να γινόταν κάποιος υποψήφιος βουλευτής, έπρεπε να έχει επάγγελμα ικανό να τον θρέψει ή κτηματική περιουσία στην εκλογική του περιφέρεια. Ισοδυναμούσε ένας βουλευτής σε κάθε 10.000 κατοίκους. Οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν σε οχτώ μέρες. Το πρόβλημα ήταν ότι ο νόμος δεν ξεκαθάριζε, αν αυτές οι οχτώ μέρες έπρεπε να είναι κοινές για όλη τη χώρα ή όχι. Με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία τον Απρίλιο του 1844 και, τον Σεπτέμβριο, να συνεχίζεται ακόμα σε ορισμένες περιοχές.
Το γαλλικό κόμμα πρόβαλε τον άκρατο εθνικισμό, ενώ το αγγλικό τη μετριοπάθεια και τον εγγλέζικου τύπου κοινοβουλευτισμό. Το ρωσικό είχε σημαία την επικράτηση της ορθοδοξίας (και άρα ήταν εναντίον του μη ορθόδοξου Όθωνα) και την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού. Λεγόταν και κόμμα των Ναπαίων, από το όνομα κάποιου θηριώδη Κερκυραίου ρωσόφιλου Νάπα.
Ο Όθων ήθελε μια εκλογική κυβέρνηση συνασπισμού με τους Μαυροκορδάτο – Κωλέττη αλλ’ ο τελευταίος αρνήθηκε να μετάσχει, για να μπορεί να κινείται πιο ελεύθερα.
Οι «εκλογές»
Αυτά, που ακολούθησαν, ελάχιστα έχουν να κάνουν με τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως σήμερα τις εννοούμε. Ο Κωλέττης συμμάχησε με τους στρατιωτικούς, που ήξεραν πώς να «πείθουν» το λαό. Κι όπου δεν μπορούσαν να τον πείσουν, σήκωναν επαναστατική σημαία. Με πρώτον τον Θεόδωρο Γρίβα, που, τέλη Απριλίου, σήμανε εξέγερση στην Ακαρνανία. Ο Μαυροκορδάτος έστειλε τον στρατό, μεσολάβησε ο Γάλλος πρεσβευτής Πισκατόρι, ένα πλοίο έφερε τον Γρίβα στον Πειραιά, ο καπετάνιος αρνήθηκε να τον παραδώσει, το πλοίο σαλπάρισε και τον έβγαλε στην Αλεξάνδρεια, όπου του έγινε υποδοχή ήρωα.
Μέσα Μαΐου, Τζαννετάκηδες και Μαυρομιχάληδες αρπάχτηκαν στη Μάνη αλλά τα βρήκαν, πριν να φτάσει ο στρατός. Από τις αρχές Ιουνίου, οι ρωσόφιλοι ξεκίνησαν διαδηλώσεις και ταραχές εναντίον αόρατων συνωμοτών, ενώ οι ίδιοι δημιουργούσαν μυστικές οργανώσεις κι, όπου χρειαζόταν, συμμαχούσαν με τους γαλλόφιλους.
Κωλέττης και Μεταξάς υπονόμευαν συστηματικά τον Μαυροκορδάτο, στο παιχνίδι μπήκε και ο Όθων, ενώ η αγγλική πρεσβεία άφησε ακάλυπτο τον εκλεκτός της. Τέλη Ιουλίου, ένα σκάνδαλο έδωσε τη χαριστική βολή στον Μαυροκορδάτο, καθώς δημοσιεύτηκε μια επιστολή του Ανδρέα Λόντου προς κάποιον στην Πάτρα, που έδινε οδηγίες για το πώς να πεισθούν οι ψηφοφόροι να τον προτιμήσουν. Στις 6 Αυγούστου, ο Μαυροκορδάτος παραιτήθηκε. Την ίδια μέρα, ορκίστηκε ο Κωλέττης και όρισε υπουργό Στρατιωτικών τον ρωσόφιλο Κίτσο Τζαβέλα, που ανέλαβε δράση.
Στις περισσότερες περιοχές, οι εκλογές έγιναν Μάιο και Ιούνιο. Στην Αθήνα, μετά από πολλές αναβολές, ξεκίνησαν τέλη Ιουλίου και ολοκληρώθηκαν αρχές Αυγούστου. Χάρη κυρίως στην επαρχία, ο Μαυροκορδάτος είχε εκλέξει 52 βουλευτές σε ένα σύνολο 127 εδρών. Ο Κωλέττης, ως την ώρα που ορκίστηκε, είχε μια μικρή μειοψηφία. Από τη στιγμή, που ανέλαβε πρωθυπουργός, η δύναμή του ανέβαινε συνεχώς στις υπολειπόμενες περιφέρειες. Παρ’ όλα αυτά, όταν στα τέλη Αυγούστου συνήλθε η Βουλή, ενώ οι εκλογές συνεχίζονταν, το γαλλικό κόμμα εξακολουθούσε να είναι μειοψηφία. Μέσα στη Βουλή, συμμάχησε με το ρωσικό. Άρχισε ο «έλεγχος» των εκλεγμένων.
Ο νόμος όριζε πως, μετά την ολοκλήρωση της κάθε ψηφοφορίας, οι κάλπες έπρεπε να σφραγιστούν και να μεταφερθούν στις πρωτεύουσες των νομών για καταμέτρηση. Το πώς έφταναν στον προορισμό τους, το περιέγραψε ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης. Συνοπτικά: «Οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες»: «Πρόκειται να κυρωθώσι φιλικαί εκλογαί; Ευθύς αι δεινόταται παραβιάσεις παρεσιωπώντο ή εχαρακτηρίζοντο επουσιώδεις παρατυπίαι, και η μεν βία, η στάσις αυτή, απεκαλούντο δικαία άμυνα, η δε αδικία, η ακολασία, το ψεύδος, δικαιοσύνη, μετριότης, αλήθεια. Και αυταί αι λέξεις ήλλαξαν σημασίαν, η μεν παραβίασις των καλπών ωνομάσθη συστολή των σανίδων, αι δε σαπουνοκασέλαι και τα σακκούλια κάλπαι, η λύμανσις των σφραγίδων τυχαία σύντριψις, οι συμβολαιογράφοι επί της ψηφοφορίας επιτροπαί και οι απόβλητοι του λαού εκλεκτοί αυτού».
Στη Βουλή, όταν ο «εκλεγμένος» με ψηφοδέλτια που προέρχονταν από τέτοιες κάλπες ήταν κωλεττικός, σηκωνόταν κάποιος και εξηγούσε ότι το σπάσιμο των σανιδιών οφειλόταν στο νόμο της συστολής των στερεών σωμάτων, η λιμαρισμένη σφραγίδα ήταν απλά τυχαία σπασμένη κατά τη μεταφορά, η «σαπουνοσακούλα» ήταν κάλπη και ο κακοποιός που έκανε την καταμέτρηση είχε τον σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων της περιοχής του. Στις περιπτώσεις των μαυροκορδατικών όμως, αρκούσε μια γρατσουνιά στην κάλπη, για να ξεσπάσει θύελλα καταγγελιών ότι είχαν να κάνουν με καραμπινάτη περίπτωση νοθείας!».
Δεν μπορούμε να ξέρουμε, πόσο αντικειμενικός είναι ο Δραγούμης που είχε διατελέσει γραμματέας του μισητού στους Γάλλους Καποδίστρια. Το βέβαιο είναι πως ο Μαυροκορδάτος (από τους 52 που εξέλεξε) έμεινε με δώδεκα βουλευτές, ενώ η δική του εκλογή ακυρώθηκε έξι φορές, ώσπου να επικυρωθεί μια έβδομη!
Το πρώτο (ΦΕΚ 33/10.11.1844) δεν αφορούσε άμεσα τις εκλογές. Αναφερόταν στην αμνήστευση διαφόρων ληστών, που όμως είχαν πάρει… μέρος στις εκλογές, όπως ο Γιάννης Γιαταγάνας, για τον οποίο στα Πρακτικά της Βουλής διαβάζουμε ότι «με 15 περίπου άνδρας του περιέρχετο στα χωριά (σ.σ. της επαρχίας Φθιώτιδας) και απειλούσε τους κατοίκους ότι θα τους σκοτώσει, θα κάψει τις καλύβες τους και θα σκοτώσει τα ζώα τους εάν δεν δώσουν ψήφο στο Δ. Χατζίσκο».
Ο Χατζίσκος εκλέχτηκε πρώτος σε σταυρούς στην επαρχία, αλλά ήταν «κυβερνητικός» βουλευτής. Έτσι, η Βουλή επικύρωσε το αποτέλεσμα των εκλογών και ο Γιαταγάνας βρέθηκε ανάμεσα στους αμνηστευμένους ληστές.
Αντίθετα, ένας άλλος ληστής, ονόματι Άλμπουρας, που έδρασε σε πόλεις της Ηλείας υπέρ βουλευτή που δεν κατονομάζεται αλλά προφανώς ανήκε στην αντιπολίτευση, δεν αμνηστεύτηκε και οι εκλογές εκεί επαναλήφθηκαν.
Για να έχουν αμνηστία και τα μέλη των συμμοριών τους εκδόθηκε νέο Διάταγμα (ΦΕΚ 37/29.12.1844), ενώ τον Ιανουάριο του 1845 εκδόθηκε και ένα τρίτο Διάταγμα (ΦΕΚ 1/10.1.1845) με το οποίο αμνηστεύτηκαν έπαρχοι, δήμαρχοι και γενικά όλοι όσοι διέπραξαν εκλογικά αδικήματα.
Η εφημερίδα «Αθηνά» (φ.5.4.1844) αποτύπωνε, παραστατικά, το προεκλογικό κλίμα γράφοντας ότι «ευρισκόμεθα εις την παραμονήν των εκλογών, αι οποίαι προετοιμάζουν εις γενικήν κίνησιν το έθνος».
«Αφ’ ενός μέρους οι αποτυχόντες εις την Σύνοδον (σ.σ. στη συντακτική εθνοσυνέλευση) καταβάλλουν όλας των τας δυνάμεις διά να υποσκελίσουν εκείνους οίτινες έγιναν αιτία της αποτυχίας των, και αφ’ ετέρου πάλιν οι εν τοις πράγμασι φαίνεται ότι δεν κοιμώνται», εξηγούσε η εφημερίδα, σημειώνοντας ότι «η Κυβέρνησις απεφάσισε να τοποθετήση διάφορα στρατιωτικά σώματα εις τα κεντρικώτερα της Πελοποννήσου μέρη διά να επαγρυπνούν εις την διαγωγήν των σφόδρα τούτων πατριωτών».
Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν επαναληπτικές εκλογές σε 14 δήμους και να χάσουν την έδρα τους περίπου 40 βουλευτές από το κόμμα του Μαυροκορδάτου, το οποίο αποστερημένο από τους ικανότερους αρχηγούς του, όπως ο Τρικούπης και ο Ανδρέας Λόντος, και αριθμητικά αποδυναμωμένο κατέστη σκιά αντιπολιτεύσεως.
Με καυστικό τρόπο ο λαός έγραψε ή μίλησε για τους «βουλευτές της σακούλας» («βουλευταί των σακκουλίων») ή τους «βουλευτές αίματος», ενώ διαπίστωνε ότι χάριν της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των αρχηγών των τριών κομμάτων της εποχής έμεναν εκτός Βουλής μεγάλοι αγωνιστές της Επανάστασης, όπως ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Σπύρος Μήλιος ή Σπυρομήλιος, ο Χρύσανθος Σισσίνης, ο Δημήτρης Καλλέργης και άλλοι.
Ιδιαίτερη θλίψη, όμως, προκαλεί η εμπλοκή σ’ αυτή τη χειρότερη μορφή της πολιτικής των ονομάτων δύο θρυλικών μορφών του θαλάσσιου αγώνα της Επανάστασης του 1821, χωρίς οι ίδιοι να ευθύνονται γι’ αυτό. Συγκεκριμένα, στις εκλογές για την ανάδειξη των δύο βουλευτών των Ψαρών, που γίνονταν στην Ερμούπολη της Σύρου, είχαν πλειοψηφήσει ο Κωνσταντίνος Κανάρης με 119 ψήφους και ο επίσης περίφημος πυρπολητής Δημήτρης Παπανικολής με 115 ψήφους.
Ο Παπανικολής θεωρούνταν πολιτικά φίλος του Μαυροκορδάτου, «αλλά πώς να εξωσθή χωρίς να συνεξωσθή και ο συνάδελφος αυτού Κανάρης, ενώ κατά την εκλογήν ετηρήθησαν ακριβώς αι διατάξεις του νόμου;», γράφει, χαρακτηριστικά, ο Νικ. Δραγούμης, στο βιβλίο του «Ιστορικαί Αναμνήσεις» (Β’ τόμος, σελ. 129).
Έτσι… ανακαλύφθηκε ότι η κάλπη είχε κλείσει πέντε λεπτά νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα, με αποτέλεσμα να μην ψηφίσει «αριθμός εκλογέων, ικανός να μεταβάλη την πλειοψηφίαν ουχί την υπέρ του Κανάρη αλλά την υπέρ του Παπανικολή».
Με αυτό το σκεπτικό η επιτροπή της Βουλής εισηγήθηκε και εγκρίθηκε να επαναληφθεί η ψηφοφορία μόνο για τη δεύτερη θέση!
Μια άλλη εικόνα, που έμεινε χαρακτηριστική, ήταν αυτή του βουλευτή Μαντινείας, Ρήγα Παλαμήδη. Με το άνοιγμα της Βουλής, ο Παλαμήδης είχε εμφανιστεί εκεί κρατώντας ένα σάκο που περιείχε μεγάλο αριθμό ψηφοδελτίων. Νωρίτερα, αυτό τον σάκο τον είχε καταθέσει σε ένα συμβολαιογράφο. Φυσικά, κανένας δεν εγγυάτο ότι αυτά τα ψηφοδέλτια ήταν νόμιμα και πως συγκεντρώθηκαν στη διάρκεια των εκλογών. Η Βουλή έκρινε νόμιμα τα ψηφοδέλτια και τα συμπεριέλαβε στον αριθμό των ψήφων του Παλαμήδη, ο οποίος αν και αρχικά είχε βρεθεί στην έκτη θέση ανάμεσα σε επτά υποψήφιους ανέβηκε στη δεύτερη και φυσικά εκλέχτηκε!
Το ίδιο κόλπο έκανε σε άλλη περιοχή και ο Μιχ. Σχινάς, που μαζί με τον Παλαμήδη ονομάστηκαν «βουλευταί των σακκουλίων» (βλ. Νικ. Δραγούμης, ο.π, σελ. 131-133).
Στη Λακωνία, ιδιαίτερα στην επαρχία Γυθείου, οι εκλογές σημαδεύτηκαν από βίαια επεισόδια, καταστράφηκαν σπίτια, περιουσίες και τραυματίστηκαν πολλά άτομα, από τα οποία άγνωστος αριθμός έχασε τη ζωή του. Έτσι, η καταμέτρηση των ψήφων έγινε σε ένα πολεμικό πλοίο και ο παριστάμενος γιατρός Σπ. Καλογερόπουλος, οπαδός της κυβέρνησης Κωλέττη, χαρακτήρισε εγγράφως τους εκλεγέντες βουλευτές «βουλευτάς αίματος» (Νικ. Δραγούμης, ο.π. σελ. 131).
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις βίαιων επεισοδίων εμπλεκόμενοι ήταν δήμαρχοι, που επεδίωκαν ίδιο όφελος, όπως ο Κυριακούλης Πιερράκος, δήμαρχος Κορώνης, ή την εκλογή δικών τους προσώπων.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής ο Πιερράκος έχοντας τη δυνατότητα παραποίησε τον εκλογικό κατάλογο και άλλαξε τα ψηφοδέλτια στην κάλπη με αποτέλεσμα να βρεθεί ο ίδιος και ο συνυποψήφιός του, ονόματι Λαχανάς, να έχουν λάβει από 656 ψήφους και ούτε μία (!) οι αντίπαλοί τους, Σχινάς και Μπάστας…
Στον Δήμο Ερμιονίδας ο δήμαρχος κατηγορούνταν από 40 δημότες ότι παρεμπόδισε με ροπαλοφόρους, που στέκονταν στην είσοδο του ναού, πολλούς δημότες να ρίξουν τα ψηφοδέλτιά τους στην κάλπη, προφανώς γνωρίζοντας ότι έγραφαν το όνομα κάποιου υποψήφιου που ο ίδιος δεν ήθελε να εκλεγεί.
Στην επαρχία Ξηρομέρου και Βονίτσης «φυλακίστηκαν και καταδιώχτηκαν διάφοροι εκ των προκρίτων διότι δεν ήσαν σύμφωνοι με τα φρονήματα των Υπουργικών (σ.σ. εννοεί κυβερνητικών) υποψηφίων Μαγγίνα, Μοναστηριώτου και Τριανταφύλλη». Το εκπληκτικό είναι ότι οι συλλήψεις έγιναν έπειτα από αίτηση (μήνυση) του πατέρα του υποψήφιου βουλευτή Μαγγίνα ή Μαγγινόπουλου, που ήταν δήμαρχος, και ένταλμα που εξέδωσε ο εισαγγελέας Τριανταφύλλης, αδελφός του υποψήφιου βουλευτή Σ. Τριανταφύλλη!
Και εάν κάπου δεν δικαιολογούνταν ή δεν βόλευε η ανατροπή του αποτελέσματος, υπήρχε και άλλος… δρόμος για να χωρέσουν όλοι. Η επιτροπή της Βουλής ελέγχοντας τον αριθμό των βουλευτών της κάθε επαρχίας δεν δίσταζε να κρίνει, με αυθαίρετους υπολογισμούς, ότι ο πληθυσμός είχε αυξηθεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επαρχία Άργους, της οποίας ο πληθυσμός, σύμφωνα με την απογραφή του 1842, ανερχόταν σε 19.571 άτομα και κατά συνέπεια έπρεπε να εκλεγούν δύο βουλευτές. Όμως, και ο τρίτος ήταν φιλικός προς την κυβέρνηση. Γι’ αυτό η επιτροπή έκρινε και έγινε δεκτό ότι ο πληθυσμός «ηυξήθη αναντιρρήτως επέκεινα των 20 χιλιάδων κατά το 1843 […] κατά λόγον της έτος παρ’ έτος φυσικής του πληθυσμού αυξήσεως». Και έτσι προτάθηκε (κατά πλειοψηφία) να κηρυχτούν νόμιμοι και οι τρεις βουλευτές.
Η εκλογική διαδικασία
Οι εκλογές έγιναν σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της 4ης Μαρτίου 1829, δηλαδή με «έμμεση και καθολική ψηφοφορία του άρρενος πληθυσμού άνω των 25 ετών». Εξελέγησαν 244 πληρεξούσιοι από 92 εκλογικές περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων και εκπροσώπων των αλύτρωτων περιοχών που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821.
Στις 26 Νοεμβρίου 1843 εξελέγη επιτροπή με 21 μέλη για να καταρτίσει σχέδιο Συντάγματος. Το τελικό σχέδιο ψηφίστηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1844, κυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση και εκδόθηκε από το μονάρχη στις 18 Μαρτίου. Με βάση τον εκλογικό νόμο, που καταρτίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844, κάθε επαρχία αποτελούσε ξεχωριστή εκλογική περιφέρεια. Ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγονταν σε κάθε εκλογική περιφέρεια εξαρτιόταν από τον πληθυσμό της. Επαρχίες πάνω από 10.000 κατοίκους εξέλεγαν ένα βουλευτή, έως 20.000 κατοίκους 2 βουλευτές, έως 30.000 κατοίκους 3 βουλευτές , πάνω από 30.000 κατοίκους εξέλεγαν 4 βουλευτές, Προνομιακά η Ύδρα θα εξέλεγε 3 βουλευτές, οι Σπέτσες 2 βουλευτές και «οι εν Ελλάδι Ψαριανοί» 2 βουλευτές. Επίσης ένα βουλευτή θα εξέλεγαν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Νικητής των εκλογών ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης αρχηγός του Γαλλικού κόμματος, ήταν ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Η πρώτη εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων συγκροτήθηκε σε σώμα και συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845. (Ωστόσο, αν θα θέλαμε να είμαστε ακριβείς, κοινοβουλευτικό σύστημα με την ορθή έννοια του όρου, υπήρξε με την καθιέρωση της αρχής της Δεδηλωμένης στα 1875 από το Χαρίλαο Τρικούπη. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, πρώτος κοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης).