Ένας Μπαϊρακτάρης χρειάζεται σήμερα, μονολογούν οι παλαιότεροι και ξαφνιάζονται οι νεώτεροι. Αν και ο νους κάποιων καλοφαγάδων πηγαίνει στο γνωστό στέκι στο Μοναστηράκι, η πραγματικότητα είναι πως ο Μπαϊρακτάρης ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Ήταν ο Αστυνομικός Διευθυντής που «καθάρισε» τα «Εξάρχεια» του 1900, που «καθάρισε» το κέντρο από τους κουτσαβάκηδες. Οι συνθήκες βέβαια δεν είναι οι ίδιες, αλλά το σίγουρο είναι πως η κοινωνία αναμένει την υλοποίηση της προεκλογικής εξαγγελίας. Αν υπάρχει Μπαϊρακτάρης σήμερα, θα το δείξει ο χρόνος…
(1832 – 27 Δεκεμβρίου 1904)
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο και καταγόταν από οικογένεια Σουλιωτών. Το 1848 κατατάχθηκε στο στρατό το ως στρατιώτης και γρήγορα προάχθηκε σε αξιωματικό του πεζικού. Έλαβε ενεργό μέρος στη Κρητική επανάσταση του 1866 όπου διακρίθηκε για τη δράση του. Το 1893 όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, (με τον νόμο ΒΡΠΗ΄ στις 20 Μαρτίου 1893) διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των τότε κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. Ειδικότερα, στην εποχή του ξύριζαν τα μουστάκια των κουτσαβάκηδων και τους ψαλίδιζαν τις αφέλειες των μαλλιών τους, ενώ τους ψαλίδιζε και το αφόρετο μανίκι από το σακάκι τους.
Το 1895 στο Φάληρο αντιμετώπισε τους γυμνιστές (που έκαναν μπάνιο ολόγυμνοι για να μη βρέξουν τα εσώρουχά τους και να μπορούν τα τελευταία να παραμένουν στεγνά) με το να τους κατάσχονται τα ρούχα. Το μέτρο ήταν αποτελεσματικό, καθώς νόμος για το γυμνισμό δεν υπήρχε και οι παραβάτες έπαιρναν πίσω τα ρούχα τους μόνο με ενυπόγραφη δήλωση στο Αστυνομικό Τμήμα, διαβεβαιώνοντας ότι η πράξη τους δεν θα επαναλαμβανόταν.
Το 1897 φέροντας τον βαθμό του Συνταγματάρχη ονομάστηκε ταξίαρχος και με την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 μετέβη στην Άρτα όπου σε ταχύτατο χρόνο συγκρότησε ολόκληρη ταξιαρχία με δυνάμεις πεζικού, μηχανικού, πυροβολικού αλλά και ιππικού καθώς και δύο τάγματα χωροφυλακής και αστυφυλακής (περίπου σύνολο 7.000 αξιωματικοί και οπλίτες). Με την δύναμη αυτή και με τη βοήθεια μιας ακόμη ταξιαρχίας (του Γκολφινόπουλου) συνήψε την τριήμερη μάχη του Γριμπόβου (1897) (από 30 Απριλίου μέχρι και 2 Μαΐου 1897) κατά την οποία και διακρίθηκε για την ανδραγαθία του περιτρέχοντας στη πρώτη γραμμή του πυρός εμψυχώνοντας τους άνδρες του.
Αποστρατεύθηκε στις 10 Μαρτίου του 1900 προαχθείς σε υποστράτηγο. Απεβίωσε 4 χρόνια μετά, σε ηλικία 72 ετών στην Αθήνα.
Ο διωγμός των κουτσαβάκηδων
Αθήνα, 19ος αιώνας, συνοικία του Ψειρή (συναντάται κι ως Ψυρή ή Ψυρρή).
Η συνοικία αυτή έγινε πασίγνωστη, λόγω του ότι, το κυρίαρχο στοιχείο της, ήταν οι Κουτσαβάκηδες, ιδιόρρυθμοι τύποι κακοποιών, που είχαν κυριαρχήσει στην περιοχή αυτή, επί 50 περίπου χρόνια, από τα τελευταία χρόνια του Όθωνος, έως το τέλος του 19ου αιώνος και είχαν μεταβάλει τον κοσμοβριθή οικισμό του Ψειρή, σε ένα «κράτος εν κράτει». Το όνομά τους οι Κουτσαβάκηδες, λέγεται ότι το οφείλουν στον Μήτσο Κουτσαβάκη, έναν δεκανέα του στρατού επί Όθωνος, που είχε γίνει ονομαστός για τα κατορθώματά του ως κακοποιός.
Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία και ο Μπαϊρακτάρης διορίστηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη, ξεκίνησε ο διωγμός των κουτσαβάκηδων…
Οι φασαριόζοι ψευτόμαγκες χάριν επίδειξης περπατούσαν αργά σαν να κούτσαιναν και ανεβοκατέβαζαν τους ώμους τους ακολουθώντας τον βηματισμό. Παράλληλα έγερναν ελαφρά το κεφάλι τους στην κάθε πλευρά….
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο τη δράση του περίφημου αστυνομικού.
Τα μάτια όλων πέφτουν πάνω στον Μπαϊρακτάρη. Σε όσους έχουν ροπή προς το έγκλημα προκαλεί φόβο και τρόμο. Και σ’ εκείνους που επιθυμούν την ήρεμη ζωή, την ευταξία και την ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη. «Φέρε μου το γουρνοψάλιδο! …» διατάζει τον αστυνομικό. Εκείνος, βιαστικά, βγάζει απ’ το δισάκι του ένα χοντρό ψαλίδι, από εκείνα που κουρεύουν τα γιδοπρόβατα. Οι τρεις μάγκες αρχίζουν να δυσανασχετούν. Σηκώνουν ψηλά το κεφάλι σα να κάνουν ικεσία στον ύψιστο και ψιθυρίζουν… «Όχι κύριε διευθυντέα, να χαρείς τα πεθαμένα σου…» – «Γιατί κύρ’ αστυνόμε, εγώ είμαι αθώος…» –«Σκάστε ζαγάρια! Τώρα θα σας δείξω ψωρόμαγκες της μισής οκάς!» Και αφού παίρνει στα χέρια του το ψαλίδι, φωνάζει στον εύζωνα. «Φέρε μου αυτόν τον σέρτικο που συνέχεια φωνάζει».
Ο αστυφύλακας αρπάζει τον πιο ψηλό απ’ τα μαλλιά και το μπράτσο και τον οδηγεί βιαίως μπροστά στον διευθυντή. – «Να δω ρε ζαγάρ αν θα ξαναπάς κάτω από το παράθυρο της χήρας και θα μαχαιρώνεστε…». Και με τη βοήθεια άλλων δύο αστυνομικών που τον κρατούν χεροπόδαρα, με μια ψαλιδιά αφαιρεί το αριστερό μέρος του τσιγκελωτού μουστακιού και του το δίνει στο χέρι. «Πάρτο! Πάρτο! Κι αν σε ξαναδώ, θα σε κουρέψω! Μπρος! Κυκλοφόρα τώρα έτσι, ρεζίλι! Θα σας μάθω εγώ!… Φέρτε μου τον άλλο!» Οι άνδρες του οδηγούν με όχι τόσο κομψό τρόπο και τον δεύτερο και κατόπιν τον τρίτο. Και οι τρεις χωρίς το μισό μουστάκι! Ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη τους δει ο κόσμος που γελά με το χάλι τους. Τα ειρωνικά γέλια με τα πικρόχολα σχόλια ακούγονται τώρα στ’ αυτιά των κουτσαβάκηδων ενοχλητικά. Μοιάζουν με ανήμερα θηρία! Αν μπορούσαν, θ’ άρπαζαν ένα μαχαίρι για να τιμωρήσουν αυτούς που τους χλευάζουν. Τώρα όμως κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη φανεί στα αδηφάγα μάτια των περιέργων το κομμένο μουστάκι και ρεζιλευτούν ακόμα περισσότερο. -«Ε, εσύ! Εσύ με το ζωνάρι στο χέρι! Αυτό το μαχαίρι δεν είναι δικό σου;» -«Τι; Η σκανταλιάρα; Ηηήταν κύρ’ Αστυνόμε. Την είχα μαζί μου να καθαρίζω κάνα μήλο…». -«Και απ’ το σακάκι γιατί αφήνεις να κρέμεται το μανίκι σου;» «Όχι κύρ’ αστυνόμε, πονάει ο πιασμένος ώμος μου, γι αυτό…». -«Για να μη το φοράς, πάει να πει ρε ρεζίλι ότι δεν σου χρειάζεται». «Οοόχι κύρ’ διαφεντή! Καινούργιο πράμα είναι, μηηη!…» Με μιας ο συνταγματάρχης αρπάζει το κρεμάμενο μανίκι και με το ψαλίδι το κόβει με μανία. -«Μπρος! Πάρτο και μην το ξαναδώ να κρέμεται γιατί θα στο ξανακόψω!…» Την ίδια τύχη είχαν όσα μανίκια κρέμονταν……
Οι κουτσαβάκηδες
Φορούσαν μαύρο σακάκι, αλλά το φορούσαν μόνο απ’ το αριστερό μανίκι. Είχαν ριγέ χρωματιστό παντελόνι, που ήταν πολύ φαρδύ στα σκέλη, αλλά και πολύ στενό στους αστράγαλους. Στη μέση τους είχαν ζωσμένο ένα πολύ πλατύ και πολύπτυχο ζωνάρι, όπου τοποθετούσαν, τόσο τα όπλα τους (συνήθως κουμπούρες ή φοβερές αμφίστομες κάμες), όσο και τα καπνιστικά τους είδη. Στο κεφάλι φορούσαν μια μαύρη ρεπούμπλικα, με πλατύ όμως πένθος που το αποκαλούσαν «θλίψη» ή «χλίψη». Υπετίθετο, ότι το πένθος αυτό το όφειλαν στον ανύπαρκτο θάνατο κάποιου συγγενούς ή στενού φίλου, που κι εκείνος κατά την έκφραση του Θουκυδίδη «εσιδηροφόρει» σαν αυτούς, που ήταν κι εκείνος «μάγκας βαρύς κι ασήκωτος», που φορούσε αναρριχτό σακάκι, αλλά και είχε πέσει νεκρός κατά την εκτέλεση κάποιας γενναίας πράξης, αλυσμόνητο θύμα για στιγμές γεμάτες φιλότιμο.
Αλλά και τα παπούτσια τους ήταν παράδοξα. Ήταν στιβάλια με ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά, που έπρεπε να είναι ανορθωμένα μπροστά στην άκρη, σαν ρύγχος. Κι έπρεπε να είναι πολύ τριζάτα. Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ως τα μάτια, αφημένα με περίτεχνη αμέλεια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο καλλυντικό των τύπων εκείνων.Τα μουστάκια τους ήταν άφθονα, στριμμένα στις άκρες κι ενώνονταν με τις άλλες τρίχες στα μάγουλα, ενώ δεν διατηρούσαν πραγματικά γένια.
Οι Κουτσαβάκηδες βάδιζαν λικνιστά, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο προς τα δεξιά και κουνώντας τα χέρια τους. Είχαν σχεδόν πάντα, ύφος βλοσυρό. Κάθε τόσο όμως αναστέναζαν, θέλοντας να δείξουν ότι έκρυβαν στην καρδιά τους κάποιο βαρύ «ντέρτι», δηλαδή στενοχώρια. Όταν κάθονταν στα καφενεία, έβγαζαν το ένα παπούτσι (πράγμα εύκολο, γιατί τα στιβάλια ήταν με λάστιχο) και τοποθετούσαν έπειτα το γυμνό πόδι ορθογώνια στο ύψος του γόνατος του άλλου ποδιού. Συνήθως όμως κάρφωναν και την κάμα τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, επίδειξη και σύμβολο εφεδρικού δυναμισμού για άμεση δράση.
Αλίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους) χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».Οι κακοποιοί εκείνοι, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι, έκαναν κάθε είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες. Κανένας δεν τολμούσε να αντιδράσει. Και το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό, παρέμεινε ατιμώρητο, ενώ οι φορείς του πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.
Αυτός ήταν ο τύπος του Κουτσαβάκη, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επιβληθεί και σε μερικές άλλες αθηναϊκές συνοικίες. Το βασίλειό τους όμως για ολόκληρες δεκαετίες, ήταν η συνοικία του Ψειρή. Η «Πλατεία των Ηρώων» στου Ψειρή, όπως και τα γύρω της στενά, αποτελούσαν μόνιμο στέκι και βασίλειο των Κουτσαβάκηδων. Οι περιδεείς κάτοικοι, ήταν κυριολεκτικά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς τους τύπους. Τα εγκλήματά τους ήταν και αναρίθμητα και ανατριχιαστικά. Ιδιαίτερη όμως επίδοση (σαν σκληροί αγαπητικοί, προστάτες και εκμεταλλευτές την «γκόμενας») σημείωναν στην εκμετάλλευση των «κοινών» γυναικών, τις οποίες στο τέλος, συχνά τις μαχαίρωναν για αιτίες ασήμαντες.
Η Αστυνομία
Η κακοοργανωμένη, η αμαθής και η εξοπλισμένη με φτωχά μέσα, αστυνομία της εποχής εκείνης (Δημοτική και Διοικητική Αστυνομία, όπως την αποκαλούσαν), ήταν ανίσχυρη στη μάχη εναντίον τους. Πολλές μάλιστα οικογένειες, μένοντας απροστάτευτες, αναγκάζονταν να προσλαμβάνουν ειδικούς σωματοφύλακες. Οι Κουτσαβάκηδες όμως γίνονταν περισσότερο ασύδωτοι και θρασείς. Με την πολιτική μάλιστα φαυλοκρατική διαφθορά που επικρατούσε στην Ελλάδα του 19ου αιώνος, συχνά μερικοί πολιτικοί τους προσεταιρίζονταν για δικούς τους σκοπούς. Με λίγα λόγια, όπως την ελληνική ύπαιθρο την μάστιζε τότε η ληστεία, ομοίως στην Αθήνα του Ψειρή κυριαρχούσαν οι Κουτσαβάκηδες.
Ο Δ. Μπαϊρακτάρης
Αποφασισμένος να εξαλείψει αυτό το άγος, ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός Χαρίλαος Τρικούπης, διόρισε τον Μπαϊρακτάρη στον ρόλο που του ταίριαζε. Και τότε ο κοντόσωμος, λιγομίλητος, μεγαλοκέφαλος και αμείλικτος αστυνομικός (πλέον), που έτρεφε πελώριες μουστάκες, έκανε έναν συνδιασμό από δυναμικά μέσα κι από ταπεινωτικό εξευτελισμό των κακοποιών.Έμειναν ιστορικές οι μέθοδοί του. Γιατί εκείνο που θα εξαφάνιζε κυριολεκτικά τους θρασύδειλους Κουτσαβάκηδες, ήταν όχι ο διωγμός που αποηρωοποιεί, αλλά ο εξευτελισμός που ταπεινώνει.
Άρχισε λοιπόν ο Μπαϊρακτάρης να εκκαθαρίζει σιγά σιγά τα κέντρα τους. Έπειτα όμως από κάθε επιδρομή σε κάποιο καφενείο του Ψειρή, άρπαζε όσους Κουτσαβάκηδες έβρισκε, τους έφερνε στην πλατεία Κλαυθμώνος κι εκεί, μπροστά στο πλήθος που αλάλαζε δινόταν μια κωμικοτραγική παράσταση:Υπήρχε εκεί ένα αμόνι και πάνω σ’ αυτό, ο αιχμαλωτισμένος Κούτσαβος υποχρεώνονταν να συντρίψει ο ίδιος τα όπλα του, την κουμπούρα του ή την περιλάλητη αμφίστομη κάμα.
Ακολουθούσε έπειτα η εμφάνιση μιας τεράστιας βλαχοψαλίδας, με την οποία ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης έκοβε όλα τα σύμβολα της παρεξηγημένης παλληκαριάς. Έκοβε ανελέητα τις αφέλειες των μαλλιών που έφθαναν ως τα μάτια, έπειτα τις μυτερές άκρες των παπουτσιών, στην συνέχεια το δεξί μανίκι (ακριβώς αυτό που δεν φορούσαν, έμβλημα της ρεμπέτικης παλληκαριάς) και τέλος το μακρύ ζωνάρι που σερνόταν για καβγά. Κατόπιν ο αστυνόμος με άγριες κλωτσιές πετούσε τους αχρηστευμένους Κουτσαβάκηδες, σαν άχρηστα τσόφλια, μέσα στο πλήθος που τους γιουχάιζε επίμονα. Ο εξευτελισμός αυτός, ήταν φοβερός, ώστε στο εξής αναγκάζονταν να αξαφανιστούν από προσώπου γης.
Με τέτοιες μεθόδους ο Μπαϊρακτάρης συνέτριψε κι εξαφάνισε τον Κουτσαβακισμό. Ίσως όμως δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει αυτό το κατόρθωμα, αν στο μεταξύ δεν είχε πραγματοποιηθεί μια βαθιά αλλαγή στην αστυνομία: Από πολιτική και διοικητική, η αστυνομία είχε γίνει στρατιωτική. Το 1890 ο στρατός είχε αναλάβει την αστυνομική εξουσία και την διατήρησε ως το 1908, οπότε παρέδωσε στην Χωροφυλακή. Και ο Μπαϊρακτάρης ήταν ήδη αντισυνταγματάρχης, όταν ανέλαβε την διεύθυνση της αστυνομίας. Για την επίθεσή του εναντίων των Κουτσαβάκηδων, δεν διέθετε συνεπώς ύποπτους και απείθαρχους «αστυνομικούς κλητήρες». Διέθετε τώρα σκληρούς Εύζωνους κι αφοσιωμένους πυροβολητές, που μάλιστα τους διάλεγε ο ίδιος.
Έτσι κατελύθη το παράδοξο εκείνο «κράτος του Ψειρή», από το οποίο σήμερα διατηρούνται μόνο οι μισολησμονημένοι γλωσσικοί όροι «Κούτσαβος» και «Κουτσαβάκης». Απήχηση όμως (σαν τύπος και σαν ντύσιμο) εξακολουθεί να είναι ο πασίγνωστος «Σταύρακας», ο γνωστός ήρωας στο ρεπερτόριο του ελληνικού Καραγκιόζη. Απ’ τη σκηνή του θεάτρου σκιών, παρακολουθούμε τον Σταύρακα, όχι μόνο να είναι ντυμένος όπως οι παλαιοί Κουτσαβάκηδες, αλλά και να χρησιμοποιεί φρασεολογία που κάνει άφθονη κατανάλωση για το φιλότιμο, αλλά και που από πίσω από την μεγαλοστομία των απειλών της, μας φανερώνει τον τύπο του θρασύδειλου παλικαρά.
Αγύρτες και Αργείτες
Εις τα αστυνομικά χρονικά του 1848 υπάρχει μία φαιδρά αλλά και τραγική παρεξήγησις οφειλομένη εις την αγραμματοσύνην και την διανοητικήν ισχνότητα ενός αστυνόμου της πρωτευούσης. Διετάχθη η αστυνομία να συλλαβή και να απέλαση εις τας πατρίδας των όλους τους αλήτας και αγύρτας. Εκείνος δε αγνοών την λέξιν αγύρτας, εξέλαβεν ή εξήγησε ταύτην ως αφορώσαν τους Αργείτας. Διέταξε την συγκέντρωσιν εις το κατάστημα της αστυνομίας όλων των εξ Άργους πολιτών, εις ούς ανεκοίνωσε την απόφασιν της απελάσεως εις την ιδιαιτέραν των πατρίδα! Η φαιδρά παρεξήγησις ήρθη μετ’ ολίγον και οι Αργείοι εζήτησαν την παύσιν του αστυνόμου επί… βλακεία!
Τα στήθια μου κατάντησαν
βασάνων κατοικία
που κατοικούν οι λέοντες
και τ’ άγρια θηρία, αχ! βαχ!
Ήταν η επωδός ενός τραγουδιού των «κουτσαβάκηδων» …
Οι χαρτοπαίκτες
Όμως υπάρχει και συνέχεια. Αφού εξόντωσε τους κουτσαβάκηδες ήρθε η σειρά να εξοντώσει τους χαρτοπαίκτες. Να πως περιγράφει κι αυτό μια εφημερίδα της εποχής: «Μετά ήρθε η σειρά στους χαρτοπαίχτες. Η Αθήνα είχε γίνει μια χαρτούπολη. Κάθε καφενείο και χαρτοπαίγνιο και ζάρι. Πολλές οικογένειες έμεναν νηστικές γιατί ο πατέρας είχε χάσει τα λεφτά του στα χαρτιά. Για να πετύχει την εξόντωσή τους, πήρε στο σώμα για χωροφύλακες μερικούς χαρτοπαίκτες. Αυτό ήτανε. Μέσα σε ένα μήνα περίπου κανένα χαρτοπαίγνιο δεν λειτουργούσε. Όσους έπιαναν, τους φόρτωνε στην πλάτη το τραπέζι και τις καρέκλες και τους γύριζε στην πόλη, με την πράσινη τσόχα ή καρφωμένα επάνω τους τα τραπουλόχαρτα.