Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ που σημάδεψε την ιστορία

Must Read

Ήταν μεσημέρι Σαββάτου, 6 Οκτωβρίου του 1973, ανήμερα της μεγαλύτερης εβραϊκής γιορτής, του Γιομ Κιπούρ (Ημέρα της Εξιλέωσης), όταν το Ισραήλ δέχεται ταυτόχρονη επίθεση από δυνάμεις της Αιγύπτου που περνούν το Κανάλι του Σουέζ και της Συρίας που εισχωρεί στα υψίπεδα του Γκολάν. Στην επίθεση συνδράμουν τουλάχιστον άλλες δέκα αραβικές χώρες. Στόχος, η ανάκτηση εδαφών που χάθηκαν στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967.

  • Γράφει ο Τάκης Κάμπρας

Το Ισραήλ αιφνιδιάζεται – αν και υπήρχαν πληροφορίες για την επικείμενη επίθεση* – και στις εχθροπραξίες που ακολουθούν γνωρίζει αλλεπάλληλες ήττες. Η σύγκρουση είχε όλα τα στοιχεία μιας σοβαρής διεθνούς κρίσης και ολοκληρώθηκε με μια έμμεση σύγκρουση των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, οι οποίες εφοδίασαν σε μεγάλη κλίμακα τους εμπόλεμους συμμάχους τους.

* Αργότερα αποκαλύφθηκε σ’ ένα βιβλίο που εκδόθηκε από τον Ισραηλινό ιστορικό Ρόνι Μπρέγκμαν, με έδρα το Λονδίνο, πως ο πληροφοριοδότης (ή πιθανώς και διπλός πράκτορας) δεν ήταν άλλος από τον επιχειρηματία Ασράφ Μαρουάν, ισχυρό Αιγύπτιο οικονομικό και πολιτικό παράγοντα και γαμπρό του προέδρου Νάσερ (όταν ο επιχειρηματίας πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες το 2007 στο Λονδίνο, παρασημοφορήθηκε και από την αιγυπτιακή, και από την ισραηλινή κυβέρνηση, που αμφότερες δήλωσαν πως πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στις χώρες τους, οι οποίες όμως, για «ειδικούς λόγους», έπρεπε να μείνουν απόρρητες). «Έντεκα προειδοποιήσεις για πόλεμο πήρε το Ισραήλ το Σεπτέμβριο από καλά πληροφορημένες πηγές. Αλλά ο Ζβι Ζαμίρ (ο αρχηγός της Μοσάντ) συνέχισε να επιμένει πως ο πόλεμος δεν ήταν στις επιλογές των Αράβων. Ακόμα και οι προειδοποιήσεις του Χουσέιν δεν πέτυχαν να τον συνταράξουν». Αργότερα δήλωσε πως «Απλώς δε νιώθαμε πως ήταν ικανοί (για πόλεμο)». Αποδείχτηκε πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο φιάσκο των περιβόητων για την υψηλή αποτελεσματικότητά τους, ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Επίσης, τη νύχτα της 25ης Σεπτεμβρίου, ο Χουσέιν πήγε μυστικά στο Τελ Αβίβ για να προειδοποιήσει την Ισραηλινή πρωθυπουργό Γκόλντα Μεΐρ, πως επίκειται άμεση επίθεση από τη Συρία.

Παρά την άρνησή του να συμμετάσχει στην επίθεση, ο βασιλιάς Χουσέιν της Ιορδανίας είχε συναντηθεί με τον Σαντάτ και τον Άσαντ στην Αλεξάνδρεια, δύο εβδομάδες προηγουμένως. Έχοντας υπόψη την αμοιβαία καχυποψία που επικρατούσε ανάμεσα στους Άραβες ηγέτες, μάλλον δεν του ειπώθηκαν συγκεκριμένα πολεμικά σχέδια. Είναι όμως πιθανόν πως ο Σαντάτ και ο Άσαντ είχαν εκφράσει την προοπτική τους για πόλεμο εναντίον του Ισραήλ με γενικούς όρους, για να εκμαιεύσουν την πιθανότητα να τους ακολουθήσει η Ιορδανία. «Θα πάνε σε πόλεμο χωρίς τους Αιγυπτίους;» ρώτησε η κυρία Μεΐρ. Ο βασιλιάς είπε πως δεν το πιστεύει αυτό. «Πιστεύω πως εκείνοι (οι Αιγύπτιοι), θα συνεργαστούν». Προς έκπληξη, αυτή η προειδοποίηση έπεσε στο κενό. Η Aman κατέληξε πως ο Ιορδανός βασιλιάς δεν τους είπε κάτι που δεν το ήξεραν ήδη.

Το τέλος του Πολέμου των Έξι Ημερών βρήκε το Ισραήλ να απολαμβάνει πιο ασφαλή σύνορα, ενώ κατέστησε τους Εβραίους -για πρώτη φορά- κυρίαρχους της εδαφικής επικράτειας του «Μεγάλου Ισραήλ». Όμως, η ήττα των Αράβων στον Πόλεμο των Έξι Ημερών δημιούργησε εντάσεις στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν με τη σύγκρουση των ιορδανικών αρχών με διάφορες παλαιστινιακές οργανώσεις που δρούσαν εντός της Ιορδανίας, κατά τη διετία 1968-1970.

Ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Νάσερ άρχισε ένα εντατικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, κατά το οποίο αναπληρώθηκε όλο το στρατιωτικό υλικό που χάθηκε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 μέσα σε δύο χρόνια. Κύριος προμηθευτής αυτών των εξοπλισμών, με αντισταθμιστικά βεβαίως οφέλη ήταν η ΕΣΣΔ, η οποία και ενίσχυσε με επιπλέον 3.000 στρατιωτικούς συμβούλους το Κάιρο, ανεβάζοντας τον τότε αριθμό των Σοβιετικών στρατιωτικών στην Αίγυπτο στις 20.000. Τον Ιούλιο του ’69 εγκαινιάστηκε από τον Νάσερ ο Πόλεμος της Φθοράς, με την πρόκληση μικρής κλίμακας σποραδικών συγκρούσεων στην ανατολική όχθη της Διώρυγας του Σουέζ, σε αντιστάθμιση παρόμοιων δραστηριοτήτων των Ισραηλινών, επιβάρυνσης της ισραηλινής κοινωνίας λόγω της αδιάκοπης παρενόχλησης στα κατεχόμενα εδάφη και στην προσπάθεια διατήρησης στο αιγυπτιακό συλλογικό υποσυνείδητο του άσβεστου πόθου επανάκτησης του Σινά και της διατήρησης υψηλού φρονήματος γι΄ αυτό το σκοπό. Ωστόσο το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε με το θάνατο του Νάσερ το Σεπτέμβριο του 1970

Ο νέος Αιγύπτιος ηγέτης Anwar Sadat, έφερε νέα τροπή στην αραβοϊσραηλινή διαμάχη, καθώς από την αρχή της θητείας του, έδειξε αποφασισμένος για την επίτευξη λύσης. Το 1971, προέβη σε προετοιμασίες για στρατιωτική σύγκρουση με το Ισραήλ, ξεκινώντας ταυτόχρονα μια διεθνή διπλωματική εκστρατεία προβολής της πρόθεσής του να αναγνωρίσει το εβραϊκό κράτος, ακόμη και να υπογράψει συνθήκη ειρήνης μαζί του – υπό τον όρο, όμως, ότι το Ισραήλ θα αποχωρούσε πλήρως από τα κατεχόμενα αραβικά εδάφη. Υιοθέτησε υπό τη νέα υφιστάμενη κατάσταση ιδιαίτερα σκληρή στάση, η οποία έγινε γνωστή ως πολιτική των Τριών Όχι (όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, στις διαπραγματεύσεις με αυτό και στην ειρήνη). Ο Σαντάτ ήθελε επίσης τον πόλεμο και εξαιτίας της εσωτερικής κατάστασης στη χώρα του. «Στα τρία χρόνια αφότου πήρε το αξίωμα του ο Σαντάτ… ήταν από πλευράς ηθικού τα χαμηλότερα στην αιγυπτιακή ιστορία… Μια αποξηραμένη οικονομία προστέθηκε στην απελπισία του έθνους. Ο πόλεμος ήταν επιλογή απελπισίας». Στη βιογραφία του για τον Σαντάτ, ο ιστορικός Ραφαέλ Ισραέλι υποστηρίζει πως ο Σαντάτ ένιωθε ότι η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν στη μεγάλη ντροπή του «Πολέμου των Έξι Ημερών» του ΄67, και πριν να γίνουν οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις, ένιωθε πως υπήρχε επιτακτική ανάγκη ξεπλύματος της ντροπής, που είχε κλονίσει συθέμελα τη ζωτικότητα, το αίσθημα τιμής και την αυτοπεποίθηση του λαού του.

Ο Δ’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος ξεσπά

Το σχέδιο διπλής επίθεσης εναντίον του Ισραήλ, από κοινού με τη Συρία, πήρε το κωδικό όνομα “Επιχείρηση Μπαντρ” (Badr,, η αραβική λέξη για την “πανσέληνο”), από την ιστορική για το Ισλάμ Μάχη του Μπαντρ, στην οποία οι μουσουλμάνοι, με αρχηγό τον Προφήτη Μωάμεθ νίκησαν τη φυλή των Κουραϊσιτών της Μέκκας το 624 μ.Χ.. Οι Ισραηλινοί αν και αιφνιδιάστηκαν αρχικά, στη συνέχεια χρειάστηκαν μόλις λίγες ημέρες προκειμένου να ανασυνταχθούν. Αντεπιτέθηκαν απωθώντας τους Σύριους από τα Υψώματα Γκολάν.
Η Ανώτατη Ισραηλινή Στρατιωτική Διοίκηση έδωσε προτεραιότητα στον πόλεμο στα Υψώματα Γκολάν. Ο πόλεμος στο Σινά ήταν αρκετά μακριά από τα ισραηλινά αστικά και πληθυσμιακά κέντρα ώστε να απειλούνται άμεσα• ενώ αν έπεφταν τα Υψώματα Γκολάν, οι Σύροι θα μπορούσαν να προωθηθούν εύκολα προς την Τιβεριάδα, το Σαφέντ, τη Χάιφα, την Νετάνια και το Τελ Αβίβ.

Στις 15 Οκτωβρίου, οι Ισραηλινοί εξαπέλυσαν την Επιχείρηση Abiray-Lev («Γενναίοι/Πεισματάρηδες Άντρες») – την αντεπίθεση εναντίον των Αιγυπτίων και την διάβαση της Διώρυγας του Σουέζ. Οι Ισραηλινοί χτύπησαν ως σφήνα στη γραμμή ανάμεσα στις δύο επιτιθέμενες αιγυπτιακές στρατιές, διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ (όπου βρισκόταν η παλιά γραμμή κατάπαυσης του πυρός του ’67), αποκόπτοντας την αιγυπτιακή 3η Στρατιά ακριβώς μόλις ενεργοποιήθηκε η κατάπαυση του πυρός από τα Ηνωμένα Έθνη.
Στις 14 Οκτωβρίου οι ισραηλινές δυνάμεις βρίσκονταν σε απόσταση βολής πυροβόλου από τη Δαμασκό.

Η Συμμετοχή των άλλων χωρών

Από τις 9 Οκτωβρίου, η Σοβιετική Ένωση άρχισε να προμηθεύει την Αίγυπτο και τη Συρία μέσω αέρος και θαλάσσης. Οι Σοβιετικοί μετέφεραν 15.000 τόνους προμηθειών, από τις οποίες πάνω από το μισό, και σχεδόν όλα τα άρματα μάχης, πήγαν στη Συρία. Επίσης προμήθευσαν ακόμα 63.000 τόνους κυρίως στη Συρία μέσω θαλάσσης. Όμως ήταν δύσκολο για την Αίγυπτο και τη Συρία να διαλέξουν ποιές προμήθειες θα έπαιρναν, με συχνό αποτέλεσμα σημαντικά υλικά να μην βρίσκονται εκεί όπου ήταν περισσότερο αναγκαία.
Εκτός από τις Αίγυπτο, Συρία, Ιορδανία και Ιράκ, πολλές άλλες αραβικές χώρες αναμείχθηκαν στον πόλεμο, δίνοντας επιπλέον όπλα και χρηματοδότηση. Η Αλγερία έστειλε μια μοίρα MiG-21 και μια μοίρα Su-7 στην Αίγυπτο, οι οποίες έφτασαν μεταξύ 9 και 11 Οκτωβρίου. Επίσης έστειλε μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία, της οποίας τα προωθημένα στοιχεία άρχισαν να καταφθάνουν από τις 17 Οκτωβρίου. Λιβυκές δυνάμεις στάθμευαν στην Αίγυπτο πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Η Λιβύη έδωσε μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία και δύο μοίρες από μαχητικά Mirage III, από τις οποίες τη μία χειρίζονταν Αιγύπτιοι πιλότοι και την άλλη Λίβυοι. Το Μαρόκο έστειλε μια ταξιαρχία πεζικού στην Αίγυπτο, και ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων στη Συρία. Μια ταξιαρχία πεζικού αποτελούμενη από Παλαιστινίους βρισκόταν στην Αίγυπτο πριν την έκρηξη του πολέμου. Η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ έδωσαν οικονομική βοήθεια και έστειλαν μια ενδεικτική δύναμη για τις μάχες. Το Πακιστάν έστειλε δεκαέξι πιλότους και μια νοσοκομειακή μονάδα στην Αίγυπτο και άλλη μια στη Συρία. Το Μπανγκλαντές έστειλε μια ιατρική ομάδα και προμήθειες περίθαλψης. Μαζί με τις δυνάμεις της στη Συρία, το Ιράκ έστειλε μια μοίρα Hawker Hunter στην Αίγυπτο. Η μοίρα γρήγορα κέρδισε τον σεβασμό ανάμεσα στους Αιγύπτιους διοικητές για την ικανότητά της, και πιο συγκεκριμένα για να αντιαρματικά χτυπήματά της.

Η αλγερινή τεθωρακισμένη ταξιαρχία από σχεδόν 200 άρματα μάχης έφτασε προς το μέτωπο στις 24 Οκτωβρίου, και επομένως δεν συμμετείχε στις μάχες. Η σουδανική ταξιαρχία εμφανίστηκε κι αυτή αργά, έφτασε στις 28 Οκτωβρίου, πολύ αργά για να συμμετέχει στον πόλεμο. Σχεδόν όλες οι αραβικές ενισχύσεις έφτασαν χωρίς σχέδιο επιμελητείας, περιμένοντας από τους οικοδεσπότες τους να τους προμηθεύσουν, και προκαλώντας πολλές φορές προβλήματα επιμελητείας. Στο συριακό μέτωπο, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αραβικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα αρκετές περιπτώσεις ανταλλαγής φίλιων πυρών. Μετά τον πόλεμο, στις πρώτες μέρες του Νοέμβρη, η Αλγερία κατέθεσε περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια μαζί με τη Σοβιετική Ένωση για να χρηματοδοτήσει αγορές όπλων για την Αίγυπτο και τη Συρία. Το κρατικό ραδιόφωνο της Ουγκάντα ανέφερε πως ο Ιντί Αμίν έστειλε στρατιώτες εναντίον του Ισραήλ. Επίσης η Κούβα έστειλε περίπου 1.500 στρατιώτες, μαζί με ένα άρμα μάχης και πληρώματα ελικοπτέρων, που έλαβαν μέρος σε πολλές επιχειρήσεις εναντίον των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων.

Το απόγευμα τις 7ης Οκτωβρίου, ο Νταγιάν τρομαγμένος είπε στη Γκόλντα Μεΐρ πως «αυτό είναι το τέλος του τρίτου ναού». «Τρίτος Ναός» ήταν η αλληγορική ονομασία του Ισραηλινού Κράτους (μετά τους δύο πρώτους Ναούς στην Ιερουσαλήμ κατά την Αρχαιότητα), αλλά ήταν επίσης και ο κωδικός για τα πυρηνικά όπλα. Η Μεΐρ στις 8 Οκτωβρίου εξουσιοδότησε τη συναρμολόγηση 13 ατομικών βομβών των 20 κιλοτόνων. Οι δεκτικοί σε πυρηνικά πύραυλοι Τζέριχο στο Χιρμπάτ Ζακάρια και οι F-4 στο Τελ Νοφ ετοιμάστηκαν ν’ αναλάβουν δράση εναντίον συριακών και αιγυπτιακών στόχων.

Οι ΗΠΑ

Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσινγκερ, ενημερώθηκε για τον πυρηνικό συναγερμό το πρωινό της 9ης Οκτωβρίου. Εκείνη την μέρα, ο Πρόεδρος Νίξον διέταξε την έναρξη της επιχείρησης Νικελωμένο Γρασίδι, μιας αμερικανικής αερομεταφοράς για ν’ αντικατασταθούν όλες οι υλικές απώλειες του Ισραήλ. Ανέκδοτες μαρτυρίες υποστηρίζουν πως ο Κίσινγκερ είπε στον Σαντάτ πως ο λόγος για την αερομεταφορά των ΗΠΑ ήταν πως οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά στο να «γίνουν πυρηνικοί».

Το Ισραήλ άρχισε να παίρνει τις προμήθειες στις 13 Οκτωβρίου, αν και, κάποιος εξοπλισμός, όπως οι πύραυλοι TOW είχαν φτάσει πριν τις 11 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τον Αβραάμ Ραμπίνοβιτς, «ενώ η αμερικανική αερομεταφορά των προμηθειών δεν αντικατέστησε αμέσως τις ισραηλινές υλικές απώλειες, επέτρεψε στο Ισραήλ να σπαταλήσει ό,τι είχε ήδη πιο ελεύθερα». Ως το τέλος του Νικελωμένου Γρασιδιού, οι ΗΠΑ είχαν στείλει 22.395 τόνους υλικού στο Ισραήλ.

Η παρέμβαση του ΟΗΕ

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πέρασε (με 14-0), μετά από διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, στις 22 Οκτωβρίου, το Ψήφισμα 338 το οποίο καλούσε για κατάπαυση του πυρός. Καλούσε «όλες τις εμπόλεμες πλευρές» να «τερματίσουν κάθε στρατιωτική δραστηριότητα αμέσως». Ενεργοποιήθηκε 12 ώρες αργότερα στις 18:52 ώρα Ισραήλ. Επειδή ενεργοποιήθηκε μετά τη δύση του ηλίου, ήταν αδύνατον για τη δορυφορική εποπτεία να καθορίσει που βρίσκονταν οι γραμμές των μετώπων στο υποτιθέμενο σημείο όπου έγινε η κατάπαυση του πυρός. Πριν η τελευταία ενεργοποιηθεί, ο Χένρυ Κίσινγκερ είχε πει στην Γκόλντα Μεΐρ, «Δεν θα πάρεις βίαιες διαμαρτυρίες από την Ουάσιγκτον αν γίνει κάτι στη διάρκεια της νύχτας, ενώ εγώ πετάω. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα ώς αύριο το μεσημέρι».
Όταν ξεκίνησε η κατάπαυση του πυρός, οι ισραηλινές δυνάμεις ήταν λίγες εκατοντάδες μέτρα κοντά απ’ τον στόχο τους – τον τελευταίο δρόμο που συνέδεε το Κάιρο και το Σουέζ, και η μεραρχία του Σαρόν είχε αποτύχει στις επαναλαμβανόμενες απόπειρες να καταλάβει την Ισμαηλία και να αποκόψει τις εφοδιοπομπές της Δεύτερης Στρατιάς.

Η συμφωνία θεωρήθηκε ήττα στο Ισραήλ και οι Εργατικοί που κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή της χώρας από το 1948 άρχισαν να υποχωρούν προς όφελος των Συντηρητικών του «Λικούντ». Ο πόλεμος έφερε πιο κοντά την Αίγυπτο και το Ισραήλ, που αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους ειρηνικά στο Καμπ Ντέιβιντ, με την μεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ (5 Σεπτεμβρίου 1978).

Στο Ισραήλ, ο δείκτης απωλειών ήταν υψηλός. Κατά κεφαλή, το Ισραήλ υπέστη τριπλάσιες απώλειες σε τρεις εβδομάδες πολέμου απ’ όσες είχαν οι ΗΠΑ σε μια δεκαετία στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Πόλεμος του 1973 είχε ως αποτέλεσμα πρωτοφανή αριθμό στρατιωτών που υπέφεραν από σοκ στη μάχη και άλλα ψυχιατρικά προβλήματα. Η αναλογία των ψυχιατρικών περιπτώσεων ήταν τόσο υψηλή που έφτανε το 23,1% όλων των μη θανάσιμων περιπτώσεων. Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν απροετοίμαστες ν’ αντιμετωπίσουν τέτοιες περιπτώσεις επειδή, σ’ όλους τους προηγούμενους πολέμους (με την εξαίρεση του 1948), οι Ισραηλινοί συχνά επιτύγχαναν γρήγορες νίκες με λίγες απώλειες. Όμως ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, στιγματίστηκε για τη φονικότητα και την έντασή του, και τις παρατεινόμενες μάχες, που δημιούργησαν τέτοια μεγάλα περιστατικά νευρικών κλονισμών από τη μάχη. Ο Αριέλ Σαρόν, ένας παράτολμος στρατηγός, τόνισε αυτή την πραγματικότητα: «Πολεμάω 25 χρόνια, και όλα τα άλλα που έζησα ήταν απλά μάχες. Αυτός ήταν πραγματικός πόλεμος».

Ο Σαντάτ δολοφονήθηκε δυο χρόνια αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου 1981, ενώ παρακολουθούσε την παρέλαση για την όγδοη επέτειο της έναρξης του πολέμου, από συνωμότες ισλαμιστές στρατιώτες που δεν του συγχώρησαν την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με το Ισραήλ.

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε και την ελληνική του παράμετρο. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να επιτρέψει την προσγείωση αμερικανικών αεροπλάνων στα αεροδρόμια Ελευσίνας και Σούδας, τα οποία θα λάμβαναν μέρος στις επιχειρήσεις στο πλευρό των Ισραηλινών. Η άρνησή του να ικανοποιήσει το αμερικανικό αίτημα ίσως να συνέβαλε και στην πτώση του από τον Δημήτριο Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο YouTube για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο newsbreak.gr

Tο newsbreak.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το newsbreak.gr ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Πληκτρολογήστε το όνομα σας

Περισσότερα Βίντεο

Latest News

Διαβάζονται τώρα

More Articles Like This