Η (καθυστερημένη) πρόταση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για μία «πρωτοβουλία ευρωπαϊκή ή ενδεχομένως πρωτοβουλίες σε επίπεδο κρατών-μελών που να μην επιτρέπουν πια την πώληση όπλων στην Τουρκία», με την πρόσθετη επισήμανση πως «νομίζω ότι η θέση μου έγινε απολύτως κατανοητή», είναι -θεωρητικά- ελπιδοφόρα.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Ωστόσο, πέρα από τις προπαγανδιστικές ωραιοποιήσεις για εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική για τρεις λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλά Ευρωπαϊκά Συμβούλια επί σειρά ετών, ο βιαστικός ενθουσιασμός για «κατανόηση» μιας ελληνικής θέσης δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, δρομολόγηση των διαδικασιών αποδοχής της ή καν απλή διάθεση μελλοντικής εξέτασής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κων. Μητσοτάκης που πανηγύριζε περί λύσεως στο θέμα των Σκοπίων μετά τη σύνοδο της Λισαβόνας τον Ιούνιο 1992. Επίσης, ο Γ. Παπανδρέου χειροκροτείτο στο υπουργικό συμβούλιο από τα -όρθια- μέλη του τον Ιούλιο του 2011 μετά από έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με υποτιθέμενη συμφωνία ελάφρυνσης του Μνημονίου. Ομοίως, η κυβέρνηση Σαμαρά, μετά τη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου 2012, θεωρούσε ότι θα εισέπραττε σύντομα τις επιστροφές από τα ελληνικά ομόλογα που παρακρατούσε η ΕΚΤ. Ο δε Αλ. Τσίπρας ήλπιζε πως το Συμβούλιο του Μαρτίου 2015 θα έδινε άμεση λύση στο χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Οι εξελίξεις και οι ηγέτες των άλλων κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε. διέψευσαν άπαντες.
Ο δεύτερος λόγος αμφιβολιών είναι ότι η πρόταση του κ. Μητσοτάκη (εκτός αν πρόκειται περί λανθασμένης διατύπωσης που πάντως δεν συνηθίζει ο συγκεκριμένος ακριβολόγος πολιτικός) αναφέρεται σε μελλοντικές πωλήσεις μόνον. Αντίθετα με τις χθεσινές επιστολές του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια προς τους ομολόγους του της Γερμανίας, Ισπανίας και Ιταλίας, οι οποίες αξιώνουν αναστολή προγραμματισμένων εξαγωγών συγκεκριμένων συστημάτων και υλικού, η δήλωση του πρωθυπουργού δεν αφορούσε τις εν εξελίξει συμβάσεις της Τουρκίας και τις επικείμενες παραδόσεις από τις μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες.
Η φράση «να μην επιτρέπουν πια» δεν ισοδυναμούσε με παρούσα και ενεργή απαίτηση της Αθήνας προς το Βερολίνο να μην παραδοθούν στην Αγκυρα τα 6 γερμανικά υποβρύχια U-214 (ίδιας κλάσης με τα υπερσύγχρονα ελληνικά) που θα μεταβάλουν την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και ήδη ανησυχούν το ΓΕΕΘΑ. Αν η ελληνική κυβέρνηση θέσει επίσημα το αίτημα τερματισμού μελλοντικών πωλήσεων, η Ε.Ε. ίσως υιοθετήσει κάποια γενικόλογη θέση, αλλά δεν θα μπορεί να περιορίσει τις διμερείς συναλλαγές των κρατών-μελών με την Τουρκία. Η δε αναφορά του κ. Μητσοτάκη στην αμερικανική απόφαση καθυστέρησης παράδοσης των F-35 στην Τουρκία, ως απάντηση στην προμήθεια των ρωσικών S-400, δεν αποτελεί θέμα συγκρίσιμο ούτε προς τα μέλη της Ε.Ε. ούτε προς το εμπάργκο των ΗΠΑ της περιόδου 1975-78.
Ο τρίτος λόγος πολύ περιορισμένης αισιοδοξίας, όπως βεβαιώνουν ηγετικά στελέχη και εξωτερικοί σύμβουλοι ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, αρκετές εβδομάδες πριν από τις επιστολές Δένδια, είχε βολιδοσκοπήσει ανεπιτυχώς τη γερμανική για το ζήτημα των υποβρυχίων. Η απάντηση του Βερολίνου ήταν αόριστη με υπεκφυγές περί ανάγκης διαβουλεύσεων εντός της γερμανικής κυβέρνησης και των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Οι ίδιες καλά πληροφορημένες πηγές υπογραμμίζουν ότι, επιπλέον της γνωστής τακτικής της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ και του υπουργού Εξωτερικών Χ. Μάας περί αποφυγής ενεργειών που θα διατάραζαν τις σχέσεις με την Τουρκία και θα την απομάκρυναν από την Ευρώπη, ούτε και τα μέλη της Bundestag επιθυμούν αναστολή των εξαγωγών όπλων. Παρατηρείται μάλιστα το οξύμωρο πολλοί Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές, οι οποίοι -ειλικρινά και φανατικά- αντιτίθενται στην προσέγγιση της Τουρκίας προς την Ευρώπη, να μην επιθυμούν την απαγόρευση ή καν αναστολή των γερμανικών εξαγωγών όπλων για οικονομικούς λόγους. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως η ακύρωση του προγράμματος των υποβρυχίων, που η αξία τους φθάνει τα 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ, θα προκαλούσε εσωτερικό οικονομικό πρόβλημα, καθώς το 64% του κόστους ναυπήγησης, δοκιμών και πρώτων ετών τεχνικής υποστήριξης, καλύπτεται από γερμανικές κρατικές εγγυήσεις (τις «Hermesdeckungen») που θα καταπέσουν.
Ευτυχώς, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως προκαλέσουν εμπόδια, για κάποιο διάστημα, στην ενίσχυση του τουρκικού υποβρύχιου στόλου. Οι εργασίες αποκατάστασης εκκρεμοτήτων και εξοπλισμού (το λεγόμενο outfitting) του -σχεδόν έτοιμου- πρώτου υποβρυχίου στα ναυπηγεία της ThyssenKrupp και οι απαραίτητες δοκιμές εν πλω ίσως καθυστερήσουν για ορισμένους μήνες, ενώ η συμφωνία για τη ναυπήγηση (ή συναρμολόγηση συστημάτων) των υπολοίπων πέντε στην Τουρκία δεν έχει ακόμα -άγνωστο γιατί- οριστικοποιηθεί.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.