Συμπληρώθηκαν ήδη 5 χρόνια από τότε που η ελληνική Βουλή επικύρωσε την προδοτική Преспански договор* (δηλαδή, τη λεγόμενη «Συμφωνία» των Πρεσπών), με τη θετική ψήφο 153 βουλευτών της, τον Ιανουάριο του 2019. Είχε προηγηθεί η υπογραφή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Σκοπίων, τον Ιούνιο του 2018. Και ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξαπάτησε τους Ελληνες υποσχόμενη προεκλογικά ότι τουλάχιστον θα «βελτίωνε» την «κακή συμφωνία», όχι μόνο δεν το έκανε αλλά τη σέβεται και την εφαρμόζει!
Παρά ταύτα, κοιτάζοντας σήμερα με ψυχραιμία όσα διαδραματίστηκαν, μπορούμε με ασφάλεια να εξαγάγουμε μερικά συμπεράσματα:
1.Εκείνες τις ημέρες που οι Ελληνες αγωνίζονταν για την αποτροπή της προδοσίας, αναμφίβολα δεν πτοήθηκαν από το κλίμα τρομοκρατίας, που η κυβέρνηση και τα ενεργούμενά της είχαν δημιουργήσει πριν από τα συλλαλητήρια, αλλά και κατά τη διάρκειά τους με τα χημικά και το ξύλο από τους πραιτοριανούς της.
2.Η συμμετοχή των νέων στα συλλαλητήρια ήταν εντυπωσιακή. Αυτό καταδεικνύει ότι η Αριστερά έχει χάσει τουλάχιστον μία ολόκληρη γενιά, η οποία βρήκε τρόπο έκφρασης ενάντια στα δεινά της και στο ζοφερό μέλλον της μέσω του εθνικού μας θέματος. Η σύγκριση με τις προσπάθειες αντικινητοποιήσεων από πλευράς των χρήσιμων ηλιθίων («αντιεξουσιαστές» κ.λπ.) ήταν συντριπτική σε βάρος τους.
3. Η προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών δημιούργησε αναμφίβολα ένα κίνημα μέσα στην κοινωνία, το οποίο μπορεί τώρα να έχει καταλαγιάσει, αλλά είναι βέβαιο ότι με την πρώτη ευκαιρία θα ξαναφουντώσει.
Παράλληλα, όμως, έχουν δημιουργηθεί στην ευρύτερη περιοχή μας νέες γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες όχι μόνο δεν μπορούν να ελεγχθούν και να προσαρμοστούν στα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά θα εξελιχθούν ερήμην μας, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για το μέλλον της πατρίδας μας.
Αυτό που θα είναι καθοριστικό για τη συνέχεια είναι αναμφίβολα η αναζωπύρωση του βουλγαρικού εθνικισμού, που δεν έχασε την ευκαιρία να επαναφέρει και να προβάλει το δικό του στρεβλό αφήγημα, ότι δηλαδή οι «Μακεδόνες» δεν είναι τίποτε άλλο από…Βούλγαροι!
Τέλος, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε ότι τα τελευταία χρόνια πολιτικές καριέρες χτίστηκαν στηριγμένες πάνω στο εθνικό θέμα της Μακεδονίας μας. Ανθρωποι που δεν δίστασαν να καπηλευτούν την εθνική ευαισθησία των Ελλήνων και την αγωνία για το μέλλον της πατρίδας τους, αλλά και το νόημα και το πνεύμα της θυσίας των ηρώων και αγωνιστών για τη Μακεδονία, προκειμένου να αποκτήσουν βουλευτική ή υπουργική έδρα. Πιθανότατα για να την εξαργυρώσουν με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί…
Η συνέχιση του αγώνα θα πρέπει εφεξής να γίνει σε δύο επίπεδα: νομικά και πολιτικά. Με σαφείς και διακριτούς ρόλους κάθε πλευράς. Προσωπικά, πιστεύω ότι ο νομικός αγώνας για την ακύρωση της προδοτικής συμφωνίας δύσκολα θα έχει αποτέλεσμα, αφού μέχρι σήμερα αποδείχθηκε ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν ενάντια σε κάθε έννοια εγχώριου και Διεθνούς Δικαίου. Υπερίσχυσαν πρακτικές αντισυνταγματικές, που επικυρώθηκαν ακόμη και από την Προεδρία της Δημοκρατίας, και δυστυχώς επικροτήθηκαν από σχεδόν το σύνολο των ηγεσιών των ευρωπαϊκών χωρών.
Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας με τον σεβασμό μιας συμφωνίας που έχει καταπατηθεί πάνω από 330 φορές μέχρι σήμερα από επίσημους κυβερνητικούς και κρατικούς φορείς των Σκοπίων. Πρόσφατα μάλιστα ζήτησαν παράταση επ᾽ αόριστον (!) της εφαρμογής της συμφωνίας!
Η δεύτερη προοπτική, της πολιτικής λύσης σε ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα, είναι ιστορική αναγκαιότητα και απαίτηση. Η συγκρότηση και ανάπτυξη ενός σφριγηλού ενωτικού (τουλάχιστον επί του συγκεκριμένου θέματος!) πατριωτικού κινήματος είναι κάτι που πρέπει να υλοποιηθεί σύντομα, με ξεκάθαρη θέση περί άμεσης κατάργησης της «συμφωνίας».
Η ώρα της ευθύνης για όλους μας έχει φτάσει προ πολλού. Είναι βέβαιο ότι σύντομα οι Ελληνες θα κληθούν και πάλι να φανούν αντάξιοι της Ιστορίας τους.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»,
[email protected]