Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει το ελαφρυντικό ότι δεν μπορούσε να προβλέψει τον κορωνοϊό, όταν ζητούσε την ψήφο των πολιτών για να γίνει Πρωθυπουργός, δεν μπορεί να πει το ίδιο για τα ελληνοτουρκικά.
- Του Γιώργου Λακόπουλου
Αναδημοσίευση άρθρου από το «Ανοιχτό Παράθυρο»
Η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι διαχρονική, προβλέψιμη και την αντιμετώπισαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσει από η Μεταπολίτευση. Ότι ο ίδιος βρέθηκε απροετοίμαστος -όπως φάνηκε στις δυο πρώτες συναντήσεις του με τον Ερντογάν -είναι δική του ευθύνη.
Η εμφανώς κατευναστική στάση που επέδειξε εξ αρχής η κυβέρνηση Μητσοτάκη, απέναντι στην τούρκικη προκλητικότητα, μάλλον διευκόλυνε τα επιθετικά σχέδιά της Άγκυρας. Από αυτή την άποψη: βρήκε και τα κάνει.
Τουλάχιστον τέσσερις Έλληνες. Πρωθυπουργοί στο παρελθόν – Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Καραμανλής και Αλέξης Τσίπρας δεν άφηναν περιθώρια για παρερμηνείες της Ελληνικής θέσης.
Αλλά αυτό που ξεκίνησε με τον Κ. Σημίτη συνεχίσθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Που ευχαριστεί τους Γάλλους, όπως ο Σημίτης τους Αμερικάνους στα Ίμια.
Το αποτέλεσμα της ασαφούς ηπιότητας της ελληνικής στάσης τον τελευταίο χρόνο είναι ορατό πλέον: η κλιμάκωση της παραβατικής συμπεριφοράς των Τούρκων, η περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου και η ωμή αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στον Αιγαίο έχουν δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση.
Ότι η κυβέρνηση δεν είχε προβλέψει την τουρκική κλιμάκωση είναι προφανές, από την απουσία στρατηγικής που να ορίζει με σταθερότητά τις κινήσεις της αυτή τη περίοδο.
Ψάχνει για τα ερείσματα που όφειλε ήδη να έχει διασφαλίσει. Αλλά εισπράττει μόνο καλά λόγια και φραστική υποστήριξη. Στην πράξη η Τουρκία δεν απειλείται από όσους εκδηλώνουν την συμπαράστασή τους στη Ελλάδα. Γι’ αυτό και αποθρασύνεται.
Από την πλευρά της Ελλάδας είναι φανερή η αλλαγή αντιλήψεων σε σχέση με το παρελθόν και η βούληση αλλαγής πολιτικής-αρχής γενομένης από την συμμετοχή σε έναν διάλογο που θα ονομάζεται «διερεύνηση» και στην ουσία θα είναι διαπραγμάτευση. Ό,τι δεν έκανε ως τώρα καμία κυβέρνηση- ακόμη και κυβέρνηση Σημίτη που το επιδίωκε.
Η παλιά εθνική γραμμή «δεν διεκδικούμε, δεν παραχωρούμε και δεν διαπραγματευόμαστε» έχει αντικατασταθεί με μηνύματα για διάλογο του οποίου η προβλεπόμενη ατζέντα εκφεύγει των πάγιων ελληνικών θέσεων. Από παράγοντες της κυβερνητικής πλευράς ακουγόταν με προθυμία απόψεις για «συνεκμετάλλευση». Σύμβουλος της προέδρου της Δημοκρατίας -μίλησε για «ανάγκη υποχωρήσεων». Για να βρεθούν λύσεις, που ασφαλώς δεν θα διασφαλίζουν εξ ολοκλήρου τα ελληνικά συμφέροντα.
Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι προσωπικά ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απορρίπτει αυτές τις ιδέες. Είτε γιατί το είχε συμφωνήσει εξ αρχής με κάποιους διεθνείς παράγοντες, είτε γιατί αναγκάζεται από τις εξελίξεις κλίνει προς το διάλογο με ανοιχτή ατζέντα- έστω και αν θα κρύβεται με κάποια προσχήματα.
Όμως αυτό αποτελεί αλλαγή εθνικής πολιτικής. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν καλύπτεται από την εντολή της 7ης Ιουλίου 2019.
Το λιγότερο που χρειάζεται για να αλλάξει αυτές τις θέσεις είναι εθνική συνεννόηση. Όπως μπορεί να την διαμορφώσει μια σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, υπό την Πρόεδρο Δημοκρατίας.
Ο πρωθυπουργός δεν δείχνει διατεθειμένος να τη ζητήσει. Είτε γιατί θεωρεί ότι τον… μειώνει, είτε δεν εμπιστεύεται τη σύνθεση της, είτε φοβάται τη διεύθυνσή της από την άπειρη Σακελλαροπούλου. Ίσως και όλα μαζί.
Αν όμως ο Κυριακός Μητσοτάκης κρίνει ότι δεν μπορεί να λάβει κάλυψη αλλαγής εθνικής γραμμής με αυτόν τον τρόπο, ο άλλος είναι οι εκλογές. Να διαμορφώσει την πολιτική του και να ζητήσει τη επικύρωσή της από το εκλογικό σώμα.