Ο Αδριανός ήταν βαθύτατα φιλέλληνας. Αγαπούσε τις διδαχές των φιλοσόφων Επικτήτου, Ηλιοδώρου και Φαβωρίνου και γενικά θεωρείται επικούρειος, όπως και ορισμένοι από τους φίλους του.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Φρόντισε για τις κοινωνικές ανάγκες του ρωμαϊκού λαού. Μείωσε αν και δεν κατάργησε τη δουλεία, εξανθρώπισε τον νομικό κώδικα και απαγόρευσε τα βασανιστήρια. Έκτισε βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, λουτρά και θέατρα. Ο Αδριανός θεωρείται από πολλούς ιστορικούς σοφός και δίκαιος: ο Σίλλερ τον αποκαλεί «πρώτο υπηρέτη της Αυτοκρατορίας», ενώ ο Έντουαρντ Γκίμπον θαύμαζε την «ευρεία και ενεργή του ευφυΐα», καθώς και την «δικαιοσύνη και μετριοπάθεια» που τον χαρακτήριζαν.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα το 125, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα είδος περιφερειακής βουλής για να ενώσει όλες τις ημιαυτόνομες πρώην πόλεις – κράτη σε όλη την Ελλάδα και την Ιωνία. Η βουλή αυτή, γνωστή ως Πανελλήνιον, απέτυχε παρά τις έντονες προσπάθειες να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στους Έλληνες.
Τα οικοδομικά έργα του Αδριανού στην Αθήνα ήταν αξιοσημείωτα. Φρόντισε για την αποπεράτωση του Ναού του Ολυμπίου Διός, που κτιζόταν επί πέντε αιώνες και ξεκίνησε την ανοικοδόμηση πολλών δημόσιων κτιρίων, ανάμεσα στα οποία και ένα υδραγωγείο. Η Πύλη του Αδριανού και η Βιβλιοθήκη του Αδριανού σώζονται ακόμη σήμερα.
Η πύλη του Αδριανού στο κέντρο της Αθήνας είναι ρωμαϊκή αψίδα κορινθιακού ρυθμού που χτίστηκε το 131 μ.Χ. προς τιμή του αυτοκράτορα Αδριανού.
Συνδυάζει τη ρωμαϊκή αψίδα με το ελληνικό αέτωμα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Αδριανός αναβίωσε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό που είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη του. Το 124 μ.Χ. πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα και συμμετείχε στα Ελευσίνια μυστήρια. Επισκέφθηκε την Αχαΐα το 125 μ.Χ.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι Έλληνες για να τον τιμήσουν τοποθέτησαν ένα άγαλμα του μέσα στο Παρθενώνα κάτι που επιβεβαιώνει ακόμα περισσότερο την εξαιρετικής σημασίας παρουσία του Αδριανού στην κλασική Αθήνα. Στα επόμενα χρόνια, επέκτεινε ανατολικά την πόλη, δημιούργησε την βιβλιοθήκη του Αδριανού, ολοκλήρωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός και έχτισε την Πύλη του Αδριανού. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό και διαχρονικό έργο, που ωφέλησε τους Αθηναίους έως τις αρχές του 20ου αι., ήταν το υδραγωγείο του Αδριανού. Επίσης ήταν εκείνος που διέταξε το άνοιγμα του δρόμου μεταξύ των Μεγάρων και της Κορίνθου.
Θεωρείται ότι από τα πιο ωραία πορτρέτα του Αδριανού προέρχονται από την Ελλάδα, και συγκεκριμένα βρίσκονται στην Αθήνα – είναι εκείνα τα δύο που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός
Ο ναός ανασκάφηκε για πρώτη φορά το 1889-1896 από τον αρχαιολόγο Φ. Πενρός της Βρετανικής Σχολής της Αθήνας (που βοήθησε και στην αποκατάσταση και του Παρθενώνα), το 1922 από το γερμανό αρχαιολόγο Γκ. Βέλτερ και τη δεκαετία του 1960 από Έλληνες αρχαιολόγους με επικεφαλής τον Ιωάννη Τραυλό.
Δεκαπέντε κίονες του ναού παραμένουν όρθιες σήμερα, ενώ ο δέκατος έκτος κίονας έπεσε στο έδαφος σε μια καταιγίδα του 1852. Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί τίποτα από το μεγάλο άγαλμα του Δία που βρισκόταν στο εσωτερικό του ναού. Σήμερα ο ναός μαζί με τα ερείπια γύρω από αυτόν αποτελούν ένα σημαντικό ιστορικό κειμήλιο που διαχειρίζεται η Εφορία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Σε κοντινή απόσταση από τις Στύλους του Διός, βρίσκεται η Πύλη του Αδριανού, μια ρωμαϊκή αψίδα πάνω από τον αρχαίο δρόμο που ξεκινούσε από το κέντρο της πόλης προς τα κτίρια της ανατολικής πλευράς της πόλης, συμπεριλαμβανομένου και του ναού του Δία. Όπως λέγεται, η αψίδα αυτή χτίστηκε για να γιορτάσει η πόλη την άφιξη του ρωμαίου αυτοκράτορα Ανδριανού και να τον τιμήσει για τα μεγάλα ευεργετήματα που πρόσφερε σε αυτή και κυρίως γι αυτό της κατασκευής του ναού του Ολύμπιου Διός το 131 ή το 132 π.Χ.
Οι επιγραφές
Πύλη του Αδριανού:
Υπήρχαν δύο επιγραφές, μία σε κάθε πλευρά της αψίδας ονομάζοντας το Θησέα και τον Αδριανό ως τους ιδρυτές της πόλης. Έτσι στη μια πλευρά η επιγραφή έλεγε:
«Αυτή είναι η Αθήνα, η πόλη του Θησέα» και στην άλλη πλευρά η επιγραφή έλεγε:
«Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού, όχι του Θησέα».
Ενώ είναι ξεκάθαρο ότι η αψίδα τιμά τον Αδριανό, παρόλα αυτά δεν έχει διευκρινιστεί εάν οι επιγραφές αναφέρονται σε ολόκληρη την πόλη ή σε δύο τμήματά της: το παλαιό αρχαίο ελληνικό και το νέο το ρωμαϊκό. Η αρχική άποψη ότι η αψίδα είχε χτιστεί ως κομμάτι του τείχους ώστε να διαχωρίζει την πόλη στην παλαιά και τη νέα έχει αποδειχτεί εσφαλμένη από τις ανασκαφές που έγιναν στη συνέχεια.
Το απόγειο της περιοδείας αυτής ήταν ο προορισμός που ο φιλέλληνας Αδριανός πρέπει να είχε από την αρχή στο μυαλό του, η Ελλάδα. Έφτασε το φθινόπωρο του 124 εγκαίρως για τη συμμετοχή του στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα περιόδευσε στην Πελοπόννησο. Η ακριβής διαδρομή παραμένει ασαφής, ωστόσο ο Παυσανίας αναφέρει διάφορα σημάδια, όπως οι ναοί που έχτισε ο αυτοκράτορας και το άγαλμά του που κατασκεύασαν οι ευγνώμονες κάτοικοι της Επιδαύρου ευχαριστώντας τον για ευεργεσίες. Ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος με τη Μαντίνεια. Μέχρι τον Μάρτιο του 125, ο Αδριανός είχε φθάσει στην Αθήνα όπου και πρωτοστάτησε στα Διονύσια.
Τον Σεπτέμβριο του 128 ο Αδριανός παρέστη και πάλι στα Ελευσίνια Μυστήρια. Αυτήν την φορά η περιοδεία του στην Ελλάδα πρέπει να επικεντρώθηκε στην Αθήνα και την Σπάρτη. Ό Αδριανός είχε στον νου του μία ελληνική αναβίωση μέσω Δελφικής Αμφικτυονίας, αλλά αποφάσισε πλέον κάτι πολύ πιο μεγαλεπήβολο. Το νέο του Πανελλήνιον επρόκειτο να είναι ένα συμβούλιο που θα έφερνε κοντά τις ελληνικές πόλεις όπου και να βρίσκονταν γεωγραφικά. Το μέρος συνάντησης θα ήταν ο νέος ναός του Διός στην Αθήνα. Έχοντας θέσει σε κίνηση τις προετοιμασίες – το να αποφασιστεί ποιας πόλης το αίτημα να αναγνωριστεί ως ελληνική θα έπαιρνε από μόνο του πολύ χρόνο – αναχώρησε για την πόλη της Εφέσου.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα το 125, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα είδος περιφερειακής βουλής για να ενώσει όλες τις ημιαυτόνομες πρώην πόλεις–κράτησε όλη την Ελλάδα και την Ιωνία. Η βουλή αυτή, γνωστή ως Πανελλήνιον, απέτυχε παρά τις έντονες προσπάθειες να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στους Έλληνες.
Ο Αδριανός ανέπτυξε μια πολυσυζητημένη ερωτική σχέση με έναν νέο Έλληνα που ονομαζόταν Αντίνοoς. Τον Οκτώβριο του 130, και ενώ ο Αδριανός και ο περίγυρός του έπλεαν στο Νείλο, ο Αντίνοος πνίγηκε για άγνωστους λόγους. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τον έπνιξε ο ίδιος …
Ο Αντίνοος δεν είχε την τύχη να απολαύσει επί μακρόν την εύνοια , τις τιμές και την λαμπρότητα του βίου την οποία του παρείχε η αυτοκρατορική εύνοια. Κατά το 130 μ.Χ. πνίγηκε στον Νείλο. Κάποιοι αναφέρουν ότι αυτοκτόνησε για χάρη του Αδριανού, διότι οι θεοί είχαν δηλώσει στους μάγους που παρακολουθούσαν τον Αδριανό ότι η αυτοθυσία (ανθρωποθυσία) μόνο ενός από τους αφοσιωμένους του φίλους μπορούσε να τον σώσει από τον θάνατο. Ο θάνατος κατέστησε τον ωραίο νεανία αθάνατο. Άλλοι λένε ότι τον έπνιξε ο ίδιος ο Αδριανός επειδή «λοξοκοίταζε». Σημασία έχει ότι ο Αδριανός αφού τον θρήνησε σαν μια γυναίκα που να την λάτρευε, διέταξε να αποδοθούν σε αυτόν θείες τιμές σε κάθε επαρχία της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Ναοί και βωμοί ανεγέρθησαν σε αυτόν σε κάθε σημείο της αυτοκρατορίας και ιδρύθηκαν εορτές και αγώνες στις μεγαλύτερες πόλεις της Ανατολής. Γλύπτες και ζωγράφοι αποθανάτισαν το κάλλος του περίφημου νεανία σε κάθε πολύτιμη ύλη, μάρμαρο, χαλκό, πολύτιμους λίθους, νομίσματα, μετάλλια. Δόθηκε το όνομά του σε ένα από τα αστέρια, το οποίο πίστευαν ότι πρώτη φορά εμφανίσθηκε στον ουρανό. Ο νέος θεός είχε τους ιερείς του και έδιδε χρησμούς. Οι Αφοσιωμένοι στην λατρεία του άνθρωποι αποκλήθηκαν Φιλαντίνοοι. Επί των βάθρων των εικόνων του εγγράφονταν «Αντίνοω συνθρόνω των εν Αιγύπτω θεώ». Κολέγιο στη Ρώμη έφερε το όνομα «Collegium salutare Dianae et Antinoi». Για τους Γαλάτες ήταν ότι ο θεός τους Belenus, ο Γαλατικός Απόλλων, «Antinoo et Beleno par aetas formaque par est» λέει μια μετρική επιγραφή. Η λατρεία του εξακολουθήθηκε μέχρι τον Ε’ αιώνα μ.Χ. οπότε έσβησε από τις ορμητικές πνοές του Χριστιανισμού. Οι Χριστιανοί ίσως παρεξήγησαν την υπερβολική για τον θάνατό του θλίψη του αυτοκράτορα και υπήρξαν δύσπιστοι στην αγνότητα του δεσμού τους, θεωρώντας την λατρεία του ως ανήθικη και γι αυτό της επιτέθηκαν με σφοδρότητα. Γεγονός είναι ότι πολλοί υποστηρίζουν την ομοφυλοφιλική σχέση τους η οποία σαφώς δεν μπορούσε να ήταν κάποιου τύπου θρησκευτικής.
Πολυάριθμα είναι τα μνημεία που διασώζουν την μορφή του και σε 150 υπολογίζονται τα γλυπτά (70 αυθεντικά). Σε 140 υπολογίζονται τα δαχτυλίδια με λίθο και οι πολύτιμες πέτρες. Οι εικόνες του είναι τα καλύτερα έργα του Β’ μ.Χ. αιώνα. Ο M. Reinach αναφέρει ότι αυτά είναι η τελευταία ιδεώδης δημιουργία της αρχαίας τέχνης, η οποία βρήκε μέσα της νέες δυνάμεις για να εξυμνήσει τον ευνοούμενο του Αδριανού και να μετάσχει της λύπης του κυρίαρχού του κόσμου. Περισσότερο από όλους τους κλάδους της αρχαίας τέχνης εμπνεύσθηκε από τον Αντίνοο ως ήρωα και θεό η νομισματική. Άπειρα είναι τα νομίσματα με την μορφή του Αντίνοου που καλούνται ως ελληνικά αυτοκρατορικά. Την μορφή του πιστεύεται ότι αποδίδει περισσότερο από κάθε άλλο μνημείο ένα μετάλλιο από την Αίγυπτο της Αντιόχειας. Στην τέχνη ο Αντίνοος απεικονίσθηκε ως Ερμής, Βάκχος, Απόλλωνας, Αγαθοδαίμονας, Ηρακλής, Αρισταίος, Γανυμήδης.
Η λατρεία του Αντίνοου ήταν διαδεδομένη σε κάθε περιοχή της Ανατολικής αυτοκρατορίας αλλά ιδίως εμφανίζονταν στην Αίγυπτο, Βιθυνία, Φρυγία, Αρκαδία και Αχαΐα, στην Αλεξάνδρεια, Αδριανούπολη, Νικόπολη της Ηπείρου, Κύμη, Σμύρνη, Άγκυρα, Άργος, Αθήνα και στο θρησκευτικό κέντρο των Ελλήνων στους Δελφούς. Στην Μαντινεία της Αρκαδίας, η οποία πιστεύονταν ότι ήταν η μητρόπολη της ιδιαίτερής του πατρίδας του Αντίνοου, είχε αναγερθεί προς τιμή του ναός και ιδιαίτερος οίκος στο γυμναστήριο της πόλης, ο οποίος είχε κοσμηθεί με πολλά αγάλματα και τοιχογραφίες και τελούνταν ανά 5ετία αγώνες (Αντινόεια) στο στάδιο που βρίσκονταν δίπλα στα τείχη. Αντινόεια τελούνταν και στην Αθήνα και στην Ελευσίνα, στα οποία λάμβαναν μέρος οι έφηβοι, στο Άργος και στην Αντινούπολη, όπως μετονομάσθηκε η αρχαία Αιγυπτιακή πόλη Βήσα, της οποίας ο Αντίνοος είχε καταστεί ο πολιούχος θεός.
Ο Αντίνοος θεωρήθηκε ως η προσωποποίηση του απόλυτου κάλλους και το όνομά του, η λέξη Αντίνοος, έγινε ταυτόσημη με την λέξη ωραίος, γι’ αυτό στην αρχαιότητα λέγονταν οι φράσεις «ωραίος ως ο Αντίνοος» και «ο νέος ούτος Αντίνοος».
Ο Αδριανός πέθανε στην βίλλα του. Κηδεύτηκε σε ένα μαυσωλείο στην δυτική όχθη του Τίβερη στη Ρώμη, κτίριο που αργότερα μετατράπηκε σε παπικό οχυρό, το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Οι διαστάσεις του μαυσωλείου αυτού, στην αρχική του μορφή, σχεδιάστηκαν επίτηδες ώστε να υπερβαίνουν αυτές του προγενέστερου Μαυσωλείου του Αυγούστου.