Τον Οκτώβριο του 1912 η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας. Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Υπογραμμίζουμε πως η σπουδαιότερη σε σημασία μάχη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, διεξήχθη στις 19 και 20 Οκτωβρίου στα Γιαννιτσά, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό υπό τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και τον οθωμανικό στρατό υπό τον στρατηγό Χασάν Ταξίν Πασά.
Η νίκη αυτή άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου).
Ο Α΄Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου.
Αποτέλεσμα του Α’ Βαλκανικού πολέμου ήταν η εκδίωξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από όλη σχεδόν την Βαλκανική χερσόνησο.
Από τις 12 Οκτωβρίου ήδη, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν σε δίλημμα. Θα συνέχιζε την πορεία του προς τον βορρά, προς το Μοναστήρι ή προς τη Θεσσαλονίκη και να καταλάβει την πόλη;
Σύμφωνα με Ιστορικούς η άποψη του Βενιζέλου την οποία είχε εκφράσει στον Κωνσταντίνο, ήταν να κατευθυνθεί άμεσα προς τη Θεσσαλονίκη, προφανώς επειδή φοβόταν τους Βούλγαρους. Μάλιστα, στις 13/10/1912 απέστειλε στον αρχιστράτηγο Διάδοχο το εξής τηλεγράφημα (αριθμ. τηλ. 80099): «Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήσει η προέλασις του στρατού της Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μία ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Στις 18 Οκτωβρίου ο Ν. Βότσης, με ένα μικρό πολεμικό πλοίο, μπήκε στο λιμάνι της πόλης και τορπίλισε το τουρκικό καταδρομικό «Φεχτή-Μπουλέν», προκαλώντας πανικό στους Τούρκους. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος στις 25 Οκτωβρίου με την εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης.
Ο Πασάς Χασάν Ταξίν* υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία.
Ο Ταξίν δέχθηκε τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού.
Ο Ταχσίν Πασάς, προτίμησε την παράδοση όχι μόνον διότι η ήττα για τα σουλτανικά στρατεύματα ήταν οφθαλμοφανής, αλλά και διότι μία παράδοση στους Βουλγάρους δεν θα επέφερε την ήπια μεταχείριση που επεφύλαξαν οι Έλληνες στους αντιπάλους.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ημέρας της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης Άγιου Δημητρίου, ο λοχαγός του Μηχανικού Αθανάσιος Εξαδάκτυλος μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη κατευθύνθηκαν στο ελληνικό προξενείο στην παραλία, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη ύψωσαν στο μπαλκόνι του κτιρίου την ελληνική σημαία.
Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.
Με παρόμοιο τελετουργικό τρόπο εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών ο Αλέξανδρος Ζάννας, ύψωσε την ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.
Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι.
Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε αλλά ύστερα από διαπραγματεύσεις, επέτρεψε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους Βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο.
Όμως οι Βούλγαροι το εξέλαβαν ως ευκαιρία και αποδίδοντάς το σε «σύγχυση», τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα. Εκτιμάται ότι η εμφάνιση των Βουλγάρων μόνο τυχαία δεν ήταν αλλά αυτό το γεγονός ουσιαστικά ήταν η απαρχή του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Μετά την απελευθέρωση του 1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με λίγες διακοπές μέχρι το 1922.
Τον Μάρτιο του 1913 ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη, και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκαν επεισόδια κατά των Μουσουλμάνων και Εβραίων της πόλης στους οποίους αδίκως κινήθηκαν οι πρώτες υποψίες.
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε επίσημα με τη συνθήκη του Λονδίνου (1913) η οποία περιλάμβανε τα εξής κύρια σημεία:
1. Παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισμού όλων των εδαφών δυτικά της Γραμμής Αίνου-Μηδείας
2.Την ρύθμιση του καθεστώτος της Αλβανίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, σε επόμενη διάσκεψη
3. Την παραχώρηση της Κρήτης στους Συμμάχους
4. Την ρύθμιση της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του Άθω από τις Μεγάλες Δυνάμεις (επίσης σε μελλοντική διάσκεψη).
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 (30) Μαϊου 1913. Δύο μέρες αργότερα υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη η ελληνο-σερβική συνθήκη συμμαχίας και συνεργασίας.
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 30 Μαϊου 1913. Δύο μέρες αργότερα υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και συνεργασίας.
Η διάσκεψη ειρήνης τελικά δημιούργησε λόγους για νέες προστριβές μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων: η δημιουργία αλβανικού κράτους, που θα στερούσε την έξοδο προς στην Αδριατική στη Σερβία, την ανάγκασε να γίνει πιο αδιάλλακτη στις σχέσεις της με την Βουλγαρία και να αθετήσει τις υποσχέσεις για παραχώρηση εδαφών (ως αποζημίωση) που είχε οριστεί εξαρχής με διακρατική συμφωνία.
Ένας άλλος παράγοντας προστριβών ήταν και η έλλειψη ελληνο-βουλγαρικής συμφωνίας για την διανομή των νέων εδαφών, καθώς και οι «φιλο-μακεδονικοί» κύκλοι στην Βουλγαρία, που απαιτούσαν άμεση βουλγαρική προσάρτηση της Θεσσαλονίκης. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν προ των πυλών.
* Μετά την παράδοση, ο Πασάς Χασάν Ταξίν μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στην Αθήνα και διέμενε στο ξενοδοχείο «Ακταίο» του Νέου Φαλήρου. Από την πατρίδα του θεωρήθηκε προδότης και καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο.
Λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, η ελληνική κυβέρνηση του επέτρεψε να μεταβεί στο εξωτερικό, πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Λωζάνη της Ελβετίας, όπου πέθανε το 1918, σε ηλικία 73 ετών. Μετά από πολλές περιπέτειες, τα οστά του βρίσκονται θαμμένα στο Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης.
Ο Χασάν Ταξίν Πασάς ήταν νυμφευμένος με εξισλαμισμένη Ελληνίδα και απέκτησε επτά παιδιά. Ένας από τους γιους του, ο ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ (1889-1965), εγκαταστάθηκε στα Γιάννινα και απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα, ενώ ένας δεύτερος γιος του, ο Κεμάλ Μεσαρέα, ακολούθησε καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος και υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Αλβανίας στην Ελλάδα τη διετία 1933-1934.