Η «Μασσαλιώτιδα», ο εθνικός ύμνος των Γάλλων, είναι ένα πολεμικό εμβατήριο που γράφτηκε το 1792, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας. Σκοπός του, φυσικά, ήταν να εξυψώσει το φρόνημα των Γάλλων στρατιωτών ενάντια στον εχθρό, καταλήγοντας με τη φράση «ένα αίμα μολυσμένο ας ποτίσει τους αγρούς μας».
Δύσκολα ανιχνεύει κάποιος ένα σύστημα αξιών να αποτυπώνεται στους στίχους του ύμνου. Αν εξαιρέσουμε τους όρους «πατρίδα» και «δόξα» στην αρχή του, στη συνέχεια κυριαρχούν το μίσος εναντίον των εχθρών και η δαιμονοποίησή τους ως το απόλυτο κακό. Είναι κατανοητό αυτό, αν λάβει κάποιος υπ᾽ όψιν του τις συνθήκες της εποχής, όταν οι ισχυρές μοναρχίες της Ευρώπης προσπαθούσαν να αποτρέψουν τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών των Γάλλων, επιτιθέμενες και εισβάλλοντας στη χώρα τους.
Αυτή η εξήγηση, όμως, δεν αποτρέπει τη σύγκριση με το περιεχόμενο των εθνικών ύμνων άλλων λαών, όπως λ.χ. του ελληνικού, που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένος στην υπέρτατη αξία της ελευθερίας και δίπλα σε αυτήν, ως αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την ύπαρξη και θεμελίωσή της, αναδεικνύονται άλλες αξίες, όπως η ομόνοια και η θρησκευτική πίστη. Οι 158 στροφές του Εθνικού μας Υμνου είναι ένα σεμινάριο ηθοπλασίας, που όμοιό του δεν βρίσκεις εύκολα σε ύμνους άλλων εθνών.
Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του ελληνικού Εθνικού Υμνου και γι᾽ αυτόν τον λόγο δεν είναι αποδεκτό να χρησιμοποιείται ως σκηνοθετική ατραξιόν σε ένα θέαμα όπως αυτό της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν θα είμαι από αυτούς που θα ρίξουν το ανάθεμα στους εμπνευστές και δημιουργούς αυτής της παράστασης. Θα αναγνωρίσω, μάλιστα, αν θέλετε, την καλή πρόθεσή τους. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν αρκεί. Η χρήση του Εθνικού μας Υμνου με αυτόν τον «κιτς» τρόπο, όσο και αν προσπάθησαν να περάσουν μηνύματα για έναν καλύτερο κόσμο, για την εκ νέου ανακάλυψη των ελληνικών αξιών της ζωής και του πολιτισμού, ουσιαστικά τον απαξιώνει και σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνει τα βαθιά ηθικοπλαστικά του νοήματα.
Είναι προφανές ότι οι προσλαμβάνουσες των Γάλλων δημιουργών αντλήθηκαν από το ύφος και το περιεχόμενο του δικού τους ύμνου, που κάλλιστα θα μπορούσε να πλαισιώσει ένα ηρωικό δρώμενο χολιγουντιανής παραγωγής. Εκεί, ναι, θα μπορούσαν να γίνουν ανεκτοί και εξωγήινοι που θα υποβοηθούσαν λ.χ. τους Γάλλους να κατανικήσουν «τους αιμοβόρους στρατιώτες που βρυχώνται στους αγρούς» και έρχονται να «σφάξουν τους γιους και τις γυναίκες σας μέσα στην αγκαλιά σας».
Οχι όμως στον ελληνικό Εθνικό Υμνο, όπου το αγαθό της ελευθερίας δεν θα έλθει «εξ ουρανού», αλλά θα κατακτηθεί από τα μέλη του έθνους μέσα από την ομόνοια και το κοινό, αδελφικό τους αίμα: «Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε/για πατρίδα, για θρησκειά,/σας ορκίζω, αγκαλισθείτε/σαν αδέλφια γκαρδιακά».
Στους εκτός του ελληνικού έθνους ανθρώπους αναγνωρίζεται μόνο το δικαίωμα να κρίνουν τους Ελληνες από τη στάση τους και αν είναι άξιοι αυτού του αγαθού: «Μην ειπούν στο στοχασμό τους/τα ξένα έθνη αληθινά:/“Εάν μισούνται ανάμεσό τους/δεν τους πρέπει ελευθεριά”».
Επειδή όμως η κριτική προς τους άλλους είναι εύκολη και ανέξοδη, καλό θα ήταν να σκεφτούμε ότι δεν είναι σωστό να μεμφόμαστε άλλους για τον τρόπο που διαχειρίζονται την ελληνική πνευματική κληρονομιά και Ιστορία, όταν εμείς οι ίδιοι εμφανιζόμαστε είτε απρόθυμοι είτε ανίκανοι να τις αναδείξουμε στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ας μην έχουμε, λοιπόν, την απαίτηση να το κάνουν αυτό άλλοι.
*Τίτλος που δανείστηκα από ανάρτηση της φίλης Μερσίνας Παπαδοπούλου.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»,
endohora@yahoo.gr