Με πρωτοφανή αποδοχή ο Κωνσταντίνος Τασούλας είναι ο νέος πρόεδρος της Βουλής. Εξελέγη με 283 ψήφους “συντρίβοντας” το ρεκός των 235 ψήφων της ζωής Κωνσταντοπούλου. Ποιος είναι όμως ο νέος Πρόεδρος;
Ο Κωνσταντίνος Τασούλας, έκλεισε χθες τα εξήντα του χρόνια και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Ιωαννίνων το 2000.
Ο ίδιος, μάλιστα, το πρώτο πράγμα που έκανε στην εναρκτήρια ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων ως Πρόεδρος ήταν να ευχαριστήσει τους συμπατριώτες του, που τον εξέλεγαν Βουλευτή επί «20 συναπτά έτη».
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1959. Είναι παντρεμένος με τη Φανή Σταθοπούλου και έχει δύο παιδιά. Είναι δικηγόρος Αθηνών. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει εργασθεί κατά την περίοδο 1988-89 σε Δικηγορική εταιρία του Λονδίνου ως υπότροφος του Βρετανικού Συμβουλίου.
Υπήρξε ιδιαίτερος γραμματέας του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα (1981-1990) και ειδικός σύμβουλος στα Υπουργεία Εθνικής Οικονομίας, Εμπορίου και Γεωργίας (1989- 1990).
Ο κ. Τασούλας διετέλεσε δήμαρχος Κηφισιάς την τετραετία 1994-1998. Προηγουμένως είχε εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος Κηφισιάς (1990).
Διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών (Ο.Π.Ε.) από τον Οκτώβριο του 1990 έως τον Σεπτέμβριο του 1993. Επίσης, ήταν συντάκτης του περιοδικού «Βιομηχανική Επιθεώρηση», ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Αθήνας.
Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1997 επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. προσκεκλημένος της Αμερικανικής Κυβέρνησης στο πλαίσιο του προγράμματος επισκέψεων νέων Ευρωπαίων πολιτικών.
Το «Άκουσε Κώστα» του Κώστα Τασούλα
Χωρίς αναφορά στον πολιτικό του πατέρα Ευάγγελο Αβέρωφ Τοσίτσα ήταν η πρώτη ομιλία του Κώστα Τασούλα ως προέδρου της Βουλής. Όμως αίσθηση προκάλεσε η μακρά αναφορά του Κ. Τασούλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέσα από το βιβλίο του Μωρίς Ζενεβουά «Η Ελλάς του Καραμανλή, ή Η Δημοκρατία Δυσχερής;»
Το απόσπασμα αφορά την ουσία της ανάμειξης στην πολιτική, και είναι η συζήτηση ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον πατέρα του.
-« Άκουσε Κώστα
-Δεν είσαι καμωμένος γι’ αυτό το επάγγελμα. Σε ξέρω, έχεις χαρακτήρα: αδιάλλακτος, αλύγιστος, ό,τι χρειάζεται για να σπάσεις τα νεφρά σου. Αυτό δεν είναι κατηγόρια, Κώστα, αντίθετα. Μ’ αρέσεις, τέτοιος που είσαι, σε παραδέχομαι, γι’ αυτό ακριβώς… Ή θα συμβιβασθείς, θα δεχθείς συναλλαγές, κομπίνες, υποκρισίες, και δεν θα είσαι πια ο Κώστας ή θα κρατήσεις την ακαμψία σου, την ωραία σου ακαμψία, και θα αποτύχεις.
Έχεις, δόξα στο Θεό, ένα επάγγελμα, ένα καλό επάγγελμα όπου μπορείς να πετύχεις χωρίς μαζί και να εξευτιλιστείς, Κώστα, να μη ξεπέσεις στα ίδια σου τα μάτια. Σκέψου το ακόμη πριν του παραδώσεις τ’ όνομά σου… τ’ όνομά μας.
Για να απαντήσει ο γιός:
– Αν πιστεύεις πως σκέφτηκα τον εαυτό μου. Ποτέ μου δεν υπολόγισα, ποτέ μου δεν λογάριασα ούτε την επαγγελματική επιτυχία, ούτε το γόητρο, ούτε τον καλό γάμο, ούτε τίποτα απ’ αυτά που φαίνεται να πιστεύεις. Αν πρόκειται για να τακτοποιηθώ, να αποκατασταθώ, πρέπει να το πάρεις απόφαση: δεν θα είμαι ποτέ λογικός – κατά τον τρόπο αυτό. Αν έχω φιλοδοξία, αυτή αποβλέπει αλλού, υπερβαίνει κατά πολύ τον εαυτό μου. Τι αφέλεια, ε; Είμαι αφελής! Στοχάζομαι πως δεν δικαιώνεται η παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γη, με το να καλλιεργεί μια περιορισμένη προσωπική ευτυχία. Είμαστε ο καθένας ένας άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, το ξέρεις καλά αυτό, το έχεις ο ίδιος αρκετά αποδείξει. Μα ο καθένας αναλίσκεται κατά τον τρόπο του, κατά τον καιρό του, κατά τις περιστάσεις. Σήμερα, και για μένα η πολιτική μου προσφέρει αυτή την τύχη. Θα ήθελα να αφιερωθώ στους ανθρώπους του λαού μου, γι’ αυτούς και δια μέσου αυτών θα ήθελα να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό…
Το ζήτημα λύθηκε μεταξύ τους, όχι από μια νέα συζήτηση, ούτε από τη μητέρα, ούτε από κανέναν άλλο, αλλ’ από τον τύφο. Επί δύο μήνες, ο γιος δεν άφησε τις Σέρρες. Μια φορά μονάχα γύρισε στην Πρώτη και ξανάδε τον πατέρα του. Μερικές μέρες αργότερα, χτυπημένος απότομα από την αρρώστια, ο Γεώργιος Καραμανλής πέθαινε.
-Συχνά, εμπιστεύεται ο Πρόεδρος στον συνομιλητή του, είχα το αίσθημα πως ο πατέρας μου πέθανε μ’ αυτή την πίκρα στην καρδιά. Σκεφτόταν πως τη μια ή την άλλη μέρα, ασφαλώς όμως, θα παράκουγα τις συμβουλές που μου είχε δώσει. Συχνά επίσης, σ’ όλη μου τη ζωή, αναθυμήθηκα τα λόγια του. Και κάθε φορά αναρωτήθηκα αν, από τους δυό μας, δεν ήταν εκείνος που είχε δίκιο».