Ένα «ασυντόνιστο κουαρτέτο εγχόρδων» είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Ο άνθρωπος που –κανείς δεν ξέρει για ποιον λόγο- θεωρείται το Νο2 στην Κουμουνδούρου και εκπροσωπεί προσωρινά -και μάλλον για δημοσιογραφική ευκολία- την έλλειψη αντίπαλου δέους στη μονοκρατορία Τσίπρα, επικαλούμενος τον αγαπημένο του Άγγλο συγγραφέα θεατρικών έργων Allan Bennett, υποστηρίζει εμμέσως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή θυμίζει κουαρτέτο στο οποίο ο συντονιστής δεν κατέχει μουσική, ο σκηνοθέτης δεν γνωρίζει τι ατμόσφαιρα να δημιουργήσει, οι μουσικοί αγνοούν τις παρτιτούρες που εκτελούν και οι ηθοποιοί αλλάζουν δυσάρεστα σχόλια μεταξύ τους. Ωραία κατάσταση, ούτως ειπείν…
Αν υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που όλα αυτά δεν βγαίνουν με εκκωφαντικό τρόπο στην επιφάνεια, είναι επειδή κανένας αυτή την εποχή δεν έχει τη διάθεση στην Κουμουνδούρου να απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα, καθώς καταλυτικά επελαύνει το θέρος. Η προγραμματική συνδιάσκεψη προ δύο εβδομάδων αποδείχθηκε ακατάλληλο βήμα προκειμένου να τεθούν και να λυθούν με νόμιμο καταστατικά τρόπο οι σοβούσες διαφωνίες για την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία του κόμματος. Θα είναι μια ρεαλιστική μηχανή παραγωγής νικηφόρων εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως διεκδικούν οι «προεδρικοί», ή ένα κόμμα που θα αποκηρύξει το Μνημόνιο και το κακό κυβερνητικό του παρελθόντος, όπως ζητά η αριστερή του πτέρυγα;
Επικίνδυνες επιλογές
Οι κίνδυνοι και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανείς: Στην πρώτη να «μεταποιηθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ σε ακόμη ένα αρχηγικού τύπου κόμμα συστημικής εναλλαγής. Και στη δεύτερη να μηρυκάζει τις κυβερνητικές του επιδόσεις στη θαλπωρή των αναμνήσεων από τα έδρανα μόνιμης αντιπολίτευσης, όπου θα του… γνέφει διαρκώς η φθορά. Στο μεταξύ διάχυτη είναι η αγωνία μελών και στελεχών, που βλέπουν ότι «το καραβάνι» είναι από καιρό σταματημένο.
Κατά γενική ομολογία, οι προγραμματικές θέσεις που υπερψηφίστηκαν στη συνδιάσκεψη, χωρίς -περιέργως- να έχουν ακόμα δοθεί στη δημοσιότητα, κουβαλάνε την ακαδημαϊκή ανία του «δεξιού» Γιώργου Σταθάκη, που τέθηκε επικεφαλής της αρμόδιας επιτροπής. Για την ακρίβεια, είναι τόσο αριστερές, ώστε ο μισός σχεδόν ΣΥΡΙΖΑ να διερωτάται πώς είναι δυνατόν ένα ριζοσπαστικό, όπως τουλάχιστον αναγράφει η μαρκίζα κόμμα, να συντάσσεται με την ακραία νεοφιλελεύθερη Ν.Δ. σε μείζονα ζητήματα, όπως το Ελληνικό και οι πλουσιοπάροχες αποζημιώσεις σε εταιρίες τύπου Fraport.
Στη συνδιάσκεψη ήταν διαπιστευμένα 2.370 άτομα, γυναίκες και άνδρες, και τα περισσότερα ήταν τα πρόσφατα εκλεγμένα στις νομαρχιακές επιτροπές. Η πραγματική συμμετοχή, ωστόσο, ήταν περίπου η μισή των διαπιστευμένων. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ότι δεν έχουν όλοι τον ίδιο βαθμό εξοικείωσης με τις νέες ψηφιακές απαιτήσεις ή ότι ζουν σε δυσπρόσιτες περιοχές ή ακόμα και το γεγονός πως τα προγραμματικά ζητήματα, παρά την κορυφαία σοβαρότητά τους, δεν κρίνουν εσωκομματικούς συσχετισμούς.
Δεν γίνεται, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι η αυτή η θεαματική αποχή οφείλεται, όπως σημειώνουν ιδίως τα στελέχη της επαρχίας, κυρίως στην αδιαφορία και την απάθεια μπροστά σε ψυχρά σκηνοθετημένες διαδικασίες, που προάγουν μονάχα τον εξουσιοδοτημένο ναρκισσισμό των ηγετικών κλιμακίων… Το είπαν συνοπτικά κάμποσα μεσαία στελέχη, που βρίσκονται εγγύτερα στις λαϊκές αγωνίες (κάτι που μετέφερε και ο Ευκλ. Τσακαλώτος, αντιλαμβανόμενος την ατμόσφαιρα), ότι χρειάζεται επίμοχθη περαιτέρω επεξεργασία για να πειστούν οι πολίτες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θέσεις που τους αφορούν προσωπικά, και όχι αόριστες και αδιάφορες διακηρύξεις, που δεν γεννούν ελπίδα.
Οι συνεργασίες, το timing των εκλογών και το «χαρτί» του 4ου κύματος
Οριοθετώντας τους εκλογικούς στόχους, καθόσον εκτιμά ότι το εκλογικό χαρτί έχει υποστεί… υπερθέρμανση στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Αλέξης Τσίπρας σαλπίζει το μήνυμα «πρωτιά ακόμα και με μία ψήφο». Όσο και αν αυτό δεν αρέσει και τόσο στην «προεδρική» πτέρυγα, υπογραμμίζει ότι βασική επιδίωξη δεν είναι η αυτοδυναμία, αλλά μια προοδευτική συμμαχία με όμορες δυνάμεις. Δεν ονοματίζει κόμματα, για ευνόητους λόγους, προς αποφυγήν δηλαδή πρόωρων αρνήσεων, αλλά είναι σαφές σε ποιους αναφέρεται, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μιλά με την έπαρση του παλαιού ΠΑΣΟΚ, που έκανε περιφρονητικά λόγο για «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις».
Στο παιχνίδι αυτό, λένε συνεργάτες του στην «κυριακάτικη δημοκρατία», ο Τσίπρας έχει «όπλα». Ανεβάζοντας κατακόρυφα τους αντιπολιτευτικούς τόνους, σκοπεύει να αναδείξει την απόλυτη αποτυχία της κυβέρνησης στη διαχείριση της κρίσης. Στο επιτελείο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αναφέρουν στην εφημερίδα, αποτελεί κοινή εκτίμηση ότι «ο Μητσοτάκης έχει χάσει πλέον τη μπάλα», «διχάζει τους πολίτες, προκειμένου να καλύψει την ανεπάρκειά του» και ότι πλέον «του προκαλεί ανυπόφορο εκνευρισμό το γεγονός ότι βρίσκει μπροστά του αυτούς που πολιτικά εξέθρεψε και ανήκουν στο σκληρό εκλογικό του ακροατήριο».
Στην Κουμουνδούρου καταγράφουν ότι, παρά τη μικρή αύξηση των τελευταίων ημερών στα ραντεβού για εμβόλια, η συνολική εικόνα απέχει αισθητά από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο υφυπουργός «αντ’ αυτού» Άκης Σκέρτσος είχε προϊδεάσει για ποσοστά γύρω στο 75% στο τέλος του καλοκαιριού. Βρισκόμαστε όμως ήδη στα μέσα Ιουλίου και οι εμβολιασμένοι φτάνουν μόλις το 40%. Πρακτικά, λένε στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό σημαίνει ότι πολύ δύσκολα το φθινόπωρο η χώρα θα υπερβεί τα όρια του τείχους ανοσίας που απαιτείται, για να εμπεδωθεί αίσθημα ασφάλειας εν όψει του προσεχούς χειμώνα και της επιστροφής των πολιτών στους κλειστούς χώρους.
Προσθέτουν δε ότι ακόμα και στη δημοσκόπηση της εταιρίας Pulse, που διεξήχθη για λογαριασμό του «κυβερνητικού παραρτήματος» ΣΚΑΪ, το 40% όσων δεν έχει κάνει καμία δόση του εμβολίου εμφανίζεται αποφασισμένο να μην εμβολιαστεί καν. Στον ευρύτερο κύκλο Τσίπρα στελέχη, όπως ο Αντώνης Κοτσακάς, προβλέπουν ότι ο εκλογικός χρόνος θα κριθεί από τους υπολογισμούς των επιχειρηματικών ομάδων που στηρίζουν το σύστημα Μητσοτάκη και σχετίζονται άμεσα με τη «λεία» του Ταμείου Ανάκαμψης. Η οικονομία ποτέ δεν έπαψε να συνιστά τον κύριο λόγο προσφυγής σε πρόωρες κάλπες.
Τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων που μελετά ο ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνουν την έντονη δυσφορία των πολιτών. Με ενδιαφέρον εξετάστηκαν τις προηγούμενες ημέρες τα δημοσκοπικά ευρήματα της MRB, που καταγράφουν δυσαρέσκεια για την οικονομία σε ποσοστό 71,6% (το 43% απαντά ότι η κατάσταση είναι «κακή» και το 28% «πολύ κακή»).
Την ίδια στιγμή, αναφορικά με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, το 55,3% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα ξοδευτούν με λάθος τρόπο, ενώ μόνο το 32,6% εκφράζει αντίθετη γνώμη.