Μάρκος Βαμβακάρης: Τα πάθη τον έφεραν στην κορυφή – Η συζήτηση με τον Φρ.Γερμανό και το πέρασμά του από τον κινηματογράφο!

Must Read

Μπορεί να πέρασε μισός αιώνας από τη μέρα που έκλεισε τα μάτια του ο Μάρκος Βαμβακάρης, αλλά το πέρασμά του στην αθανασία ήταν η αιτία να επανεκτιμηθεί το τεράστιο έργο του. Ο Βαμβακάρης έγινε Μάρκος μετά θάνατο. Έμοιαζε με τους ζωγράφους που έπρεπε να πεθάνει για να αναγνωριστεί το έργο του!

Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1972 όταν έγινε γνωστό ότι η Φραγκοσυριανή έχασε τον… πατέρα της. Θα τον τραγουδούσε μόνο από τους δίσκους και τα ελάχιστα μέτρα φιλμ που έχουν διασωθεί.

Ο Βαμβακάρης ήταν ο ορισμός του ρεμπέτη. Είχε πάθη. Δυνατά. Κι αυτά του έδωσαν έμπνευση για να γράψει τα αριστουργήματά του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι δέκα, μόλις, χρόνια πριν τον θάνατό του εμφανίζεται στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4.000» ως απλός μπουζουξής και κάνει ένα σύντομο πέρασμα από την ταινία.Τραγουδά η Κατερίνα Τζοβάρα το «Ρίξε μια διπλοπενιά» σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και στίχους του ίδιου του σκηνοθέτη

https://www.youtube.com/watch?v=GlWr9era_hg&ab_channel=GVM

Η αμηχανία του είναι φανερή. Δεν ξέρει τα… κόλπα του πλέι μπακ. Είναι αυθεντικός. Δεν μπορεί να προσποιηθεί.

Ο ίδιος αφηγήθηκε τη ζωή του στην Αγγελική Δαμίγου στον «Ταχυδρόμο»:

«Γεννήθηκα στην Άνω Χώρα της Σύρας και από μικρό παιδί γνώρισα την βιοπάλη. Δεκάδες οι δουλειές που έκανα. Τις λέω και σ’ ένα τραγούδι μου, που αρχίζει έτσι:

Όλες τις τέχνες πούκαμα
Ακούστε που τις λέγω
Τις γράφω και σα θυμηθώ
μούρχεται για να κλαίγω

»Στο νησί δούλεψα σε κλωστήριο, έγινα μπακαλόγατος, εφημεριδοπώλης, λούστρος, κοράκι σε κηδείες, μανάβης και λαχειοπώλης.

»Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλήκα στην πλάτη και φορτωνομάστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα.

»Μετά απ’ αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχητκα στο χαμαλήκι. Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!»

»Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντησα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που τη λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης»

«Από μικρός έγραφα ποιήματα και παρακολουθούσα τον πατέρα μου που έπαιζε μπουζούκι αλλά δεν με μάθαινε. Στον στρατό έμαθα μόνος μου μπαγλαμά κι ύστερα μπουζούκι. Άρχισα να γράφω τραγούδια, που τα προώριζα για να τα τραγουδήσουν άλλοι. Το 1934 πήγα για πρώτη φορά τα τραγούδια μου στην “Kολούμπια”.

»Τους άρεσαν και μ’ έπεισαν να τα τραγουδήσω. Τι πρώτο τραγούδι μου σε δίσκο ήταν το Έπρεπε ναρχόσουνα, βρε μάγκα, στον ντεκέ μου”.

Tότε έφτιαξα την πρώτη μπουζουξίδικη ορχήστρα που γνώρισε η Ελλάδα και παίζαμε σε μια παράγκα στην Ανάσταση του Πειραιώς.

Άνοιξα μετά ένα δικό μου μπαρ στην Κοκκινιά, όπου γινόταν κοσμοσυρροή κάθε βράδυ, κι ύστερα μέχρι πριν ενάμιση χρόνο, που πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, έπαιξα σε πολλά κέντρα.»

Οι εμφανίσεις του σε φιλμ ή βίντεο λιγοστές. Το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) διέσωσε κάποιες από αυτές. Είναι απόσπασμα από εκπομπή που γυρίστηκε στο στούντιο της ΕΡΤ για τον Κυπριακό τηλεοπτικό σταθμό. Στην ελληνική τηλεόραση δεν τον κάλεσε κανείς…

Ο Μάρκος ήταν αληθινός. Ότι έγραφε το είχε ζήσει. Η πρώτη του γυναίκα, η Ζιγκοάλα όπως την έλεγε, την αγάπησε, αλλά αποδείχτηκε άπιστη. Το διαζύγιο ήταν η αιτία που ο καθολικός Συριανός έγινε ορθόδοξος. Για να πάρει διαζύγιο. Η «Άτακτη», το «Διαζύγιο» είναι τραγούδια αυτοβιογραφικά.

Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Βαγγελιώ. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά. Δεν διακρίθηκε για τη συζυγική του πίστη. Αν ήταν πιστός δεν θα είχε γράψει τη «Φραγκοσυριανή». Το εντυπωσιακό είναι ούτε η μούσα του ξέρει ότι ήταν η έμπνευση του τραγουδιού. Την είδε ένα βράδυ στη Σύρο, στο κέντρο που τραγουδούσε, ένοιωσε « μια φούντωση μια φλόγα...» και δεν την ξανάδε!

Μια ζωή πάλευε με τη φτώχεια και κυνηγούσε το μεροκάματο. Η προίκα που άφησε στην οικογένειά του ήταν 3.000 τραγούδια κι ένα «βαρύ όνομα».

Ακόμα κι οι εφημερίδες της εποχής, το 1972, δεν έδωσαν το βάρος που άξιζε στο θάνατό του. Εξαίρεση η «Απογευματινή», ο Αχιλλέας Χατζόπουλος παρουσίασε εκτενή ρεπορτάζ για τη ζωή του (και την κηδεία του), ενώ δύο μέρες αργότερα ο Φρέντυ Γερμανός στάθηκε στις τρεις απώλειες του ρεμπέτικου μέσα σε τρεις μήνες.

16 Νοεμβρίου 1971 είχε σβήσει πάνω στο πάλκο στη Νέα Υόρκη ο Στράτος (Παγιουμτζής)

7 Ιανουαρίου 1972 είχε φύγει από τη ζωή η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, και

ένα μήνα μετά την ακολούθησε κι ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο YouTube για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο Viber για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο newsbreak.gr

Κάθε σχόλιο δημοσιεύεται αυτόματα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να αφαιρέσουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το newsbreak.gr ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Πληκτρολογήστε το όνομα σας

Περισσότερα Βίντεο

Διαβάζονται τώρα

More Articles Like This